Η ζωή των αδερφών Κόλλυερ, του Χόμερ και του Λάνγκλευ διατρέχει από την αρχή μέχρι το τέλος της αφήγησης έναν μεγάλο κίνδυνο.

Ο ένας τυφλός και ο άλλος εκκεντρικός τύπος, ζουν σε μία δική τους πραγματικότητα και αντιμετωπίζονται από τον κόσμο ως αλλόκοτα πλάσματα, ως παρά φύση άνθρωποι, ξένοι και παράσιτα ενός κόσμου που αδυνατεί να τους εντάξει στο σύνολό του. Διάγουν μία ιδιόμορφη ζωή κλεισμένοι ο ένας στον άλλο και αφιερωμένοι στην ιερή μεταξύ τους σχέση και προστατευμένοι από τους έξω. Το σπίτι τους έχει μετατραπεί σε ένα απόλυτο κρησφύγετο, σε μία φυλακή των ονείρων τους και εκεί κουρνιάζουν σαν απειλούμενα είδη από μία εξωτερική αγριότητα που όλο και αυξάνει. Ο Doctorow μέσω των χαρακτήρων του διατρέχει την ιστορία της σύγχρονης Αμερικής. Μέσα από αυτό το μωσαϊκό που καταφέρνει να δημιουργήσει επιχειρεί να αναδείξει τις στρεβλώσεις και τις ανισορροπίες μίας ολόκληρης κοινωνίας που καταρρέει και κατεδαφίζεται, ματαιότητες και ανασφάλειες. Μορφές εγκληματικές που η μόνη τους σκέψη είναι η παράβαση και το ατόπημα, μετανάστες που αντιμετωπίζονται ως εχθροί από τους κατοίκους ενώ ταπεινά και φιλότιμα εργάζονται για ένα κομμάτι ψωμί, δημοσιογράφοι που δεν δείχνουν ίχνος σεβασμού και διακριτικότητα στην ιδιωτικότητα της ζωής. Αυτοί και άλλοι πολλοί εκπρόσωποι του σύγχρονου αμερικανικού κόσμου πρωταγωνιστούν εδώ για να καταδείξουν πως το εγχείρημα της αρμονικής συνύπαρξης είναι μία δύσκολη αποστολή που απαιτεί αναμφίβολα την εξής παραδοχή: «Η ελευθερία του ενός ξεκινάει εκεί που τελειώνει η ελευθερία του άλλου».

Ο Χόμερ είναι μία φιγούρα που εκπροσωπεί τον αδύναμο κρίκο, αυτόν που έχει ανάγκη όχι από ελεημοσύνη αλλά από συντροφιά, τρυφερότητα και προσοχή γιατί η αναπηρία του είναι η χειρότερη που μπορεί να συμβεί σε έναν άνθρωπο. Ο Χόμερ όμως θα γίνει ιδιαίτερα αγαπητός, θα γίνει αντικείμενο έρωτα, θα πολεμήσει την αναπηρία του και θα αναπτύξει ακόμα και την ιδιότητα του συγγραφέα για να υπερκεράσει όλα αυτά που μέσα από την φωτεινή ψυχή του «βλέπει» να συμβαίνουν γύρω του. Στον Λάνγκλευ, που μόλις γύρισε από το μέτωπο και αναρωτιέται για ποιο σκοπό και ποιες αξίες πολέμησε, ποιο είναι το τίμημα της αφοσίωσής του σε έναν πόλεμο που του στοίχισε και τον έβλαψε ψυχικά, ο Χόμερ είναι το πρόσωπο για το οποίο πρέπει να συνεχίζει να ζει. Ο Λάνγκλευ βαθιά τραυματισμένος από την παραμονή στα χαρακώματα ενός πολέμου παράλογου θα νιώσει την τρέλα και θα εκδηλώσει στοιχεία παράνοιας και παραφροσύνης που μπορεί και να αποτελούν δείγμα ιδιοφυίας. Ένα δίδυμο δεμένο με δεσμούς γέννας, δύο άνθρωποι συμπληρωματικοί ο ένας ως προς τον άλλον καθώς η επικοινωνία τους επιχειρείται με όρους άγνωστους ως προς τον έξω κόσμο. Κανείς δεν είναι σε θέση να μπει στην σκέψη τους και το μυαλό τους, είναι πλάσματα άκακα που για καλή τους τύχη και αυτό είναι το ευτύχημα για αυτούς, βρέθηκαν ο ένας πλάι στον άλλο. Είναι δύο φιλήσυχοι και νομοταγείς πολίτες που επιβιώνουν σε μία εποχή με πλείστες πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις, πόλεμος Βιετνάμ, Β΄παγκόσμιος πόλεμος, κρίση οικονομική μέσα σε όλα αυτά. Αυτή η επιβίωσή τους θα βαφτιστεί μέσα από την γνωριμία με διάφορους ανθρώπους από διάφορες κοινωνικές ομάδες, άλλοτε με ευχάριστο τρόπο και άλλοτε με κίνδυνο την ίδια τους την ζωή. Απέναντι στα συντρίμμια και την χωματερή των έξω ψυχών που κατακερματίζονται και αυτοαναιρούνται, απέναντι στον θόρυβο και την ομίχλη που θολώνει τα μάτια, εκείνοι θα διαμορφώσουν ένα δικό τους σύμπαν μήπως και μπορέσουν να βγουν αλώβητοι από τον πόλεμο που εκτυλίσσεται ακριβώς έξω από το παράθυρό τους.

«Μήπως αυτή η χώρα δεν είναι και τίποτα ιδιαίτερο?» αναρωτιέται ο Χόμερ διαβάζοντας τον κρυφό συλλογισμό του αδερφού του. Γιατί όταν θα αισθανθούν στο σπίτι τους, που με τόση ευλάβεια κρατούν κλειστά τα παντζούρια, την εισβολή ποικίλων τύπων, ενός γκάνγκστερ, μίας πόρνης, ενός ναρκομανή, μίας κυρίας της καλής κοινωνίας και άλλων θα αντιληφθούν πως ο παράδεισος που φρόντισαν να δημιουργήσουν έχει γίνει τόπος καταθέσεων στιγμών από τις οποίες δεν είναι δυνατόν να ξεφύγουν. Ίσως τελικά να είναι και το γραφτό της μοίρας τους να γίνουν οι ίδιοι μάρτυρες της τρέλας που επικρατεί εκτός πριν μείνουν για πάντα εσώκλειστοι έχοντας σφραγίσει τα σύνορα, που πριν λίγο χωρίς την άδειά τους, παραβιάστηκαν. Βρίσκονται κυνηγημένοι από υπαλλήλους της κυβέρνησης για απλήρωτους λογαριασμούς αλλά και για χρήση του χώρου τους για χοροεσπερίδες χωρίς προηγουμένως την άδεια της διεφθαρμένης και αυταρχικής αστυνομίας, πάνω από όλα όμως θα βρεθούν εγκλωβισμένοι και διωγμένοι από την ίδια τους την ανελευθερία την οποία διακαώς αναζητούν για να σβήσουν από τον χάρτη τους αυτόν τον ανεπιθύμητο εφιάλτη της παρεμβολής ανεπιθύμητων υπάρξεων παντός τύπου. Σε μία αποστροφή του λόγου του ο Χόμερ καταθέτει απεγνωσμένος: «Ο χρόνος έχει γίνει ένα φύσημα του αέρα, άμμος που την παίρνει ο άνεμος. Και μαζί της παίρνει και το μυαλό μου. Φθίνω σιγά σιγά. Αισθάνομαι πως δεν έχω την πολυτέλεια να απαιτώ από τον εαυτό μου τις σωστές ημερομηνίες, τις σωστές λέξεις. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να παραθέτω τα πράγματα έτσι όπως μου έρχονται στον νου, ελπίζοντας για το καλύτερο». Και μπροστά στην υπέρτατη αγωνία για το αύριο και τον τρόμο για την απώλεια ξεστομίζει το παρακάτω: «Οι αναμνήσεις μου ξεθωριάζουν όσο εγώ τις απομυζώ ξανά και ξανά. Γίνονται όλο και πιο φασματικές. Ο μεγαλύτερος φόβος μου είναι μήπως τις χάσω εντελώς και αναγκαστώ να ζω μονάχα μέσα στο απέραντο κενό του μυαλού μου»

«Το γράψιμο τυγχάνει να συμπίπτει με την αντισταθμιστική μου επιθυμία να παραμείνω ζωντανός»

«Στο κάτω κάτω ζούσαμε μία ζωή πρωτότυπη, αυτόνομη, απτόητοι από τις συμβατικότητες – δεν θα μπορούσαμε άρα να είμαστε το απόγειο μιας γενιάς, ο ανθός του οικογενειακού μας δέντρου»

Το βιβλίο του E. L. Doctorow, Χόμερ και Λάνγκλευ, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.