Στο πλαίσιο της 5ης Μπιενάλε της Θεσσαλονίκης  και λίγες μέρες πριν το κλείσιμό της διεξήχθη το συμπόσιο «Ο ρόλος των Μπιενάλε στη Μεσόγειο σήμερα» όπου επιμελητές και διευθυντές από διάφορες Μπιενάλε της Μεσογείου κατέθεσαν τις πολύ ενδιαφέρουσες εμπειρίες τους και συζήτησαν για τον ρόλο της τέχνης και του θεσμού της Μπιενάλε, καθώς και για το παρόν και το μέλλον του. Θα ήθελα να αναφερθώ στα σημαντικότερα σημεία των ομιλιών, στα κοινά συμπεράσματα και τις παρατηρήσεις των περισσοτέρων ομιλητών και στα σχόλια του κοινού.

Οι δύο πρώτες ενότητες έγιναν στο συνεδριακό χώρο, ενώ η τελευταία στον χώρο της κεντρικής έκθεσης με τίτλο Από την απαισιοδοξία της νόησης στην αισιοδοξία της πράξης που επιμελήθηκε η Κατερίνα Γρέγου, και συγκεκριμένα γύρω από το τραπέζι αντικατοπτρισμού στο σχήμα της Μεσογείου με τίτλο Love Difference του Ιταλού καλλιτέχνη και πρωταγωνιστή της Arte Povera Michelangelo Pistoletto. Η απόφαση της οργανωτικής ομάδας της Μπιενάλε να κλείσει το συμπόσιο με τον ανοιχτό διάλογο των ομιλητών και του κοινού γύρω από το τραπέζι του Ιταλού καλλιτέχνη ήταν εύστοχη, εφόσον με αυτό το έργο ο Pistoletto στοχεύει στην ένωση της οικουμενικότητας της τέχνης με την ιδέα του πολιτικού διακρατικού χαρακτήρα και εστιάζει τις δράσεις του στην περιοχή της Μεσογείου, όπου αντανακλώνται τα παγκόσμια προβλήματα.

Ένα από τα οφέλη των διοργανώσεων των Μπιενάλε είναι ότι το κοινό ευαισθητοποιείται για την ελευθερία της έκφρασης, τη δημοκρατία, τα οικολογικά προβλήματα, τα ανθρώπινα δικαιώματα και γενικά για τα φλέγοντα κοινωνικο-πολιτικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα τους και άλλες χώρες στον πλανήτη. Όπως ανέφερε στην εισαγωγή του συμποσίου η κα. Σοφία Γουίτλοκ-Καϊτατζή, επικοινωνιολόγος και αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης της Θεσσαλονίκης (ΚΜΣΤ), η τέχνη αντανακλά και επεξεργάζεται τις κρίσεις αυτές, ενώ η κα. Κατερίνα Κοσκινά, διευθύντρια του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης και διευθύντρια της 3ης, 4ης και 5ης Μπιενάλε της Θεσσαλονίκης μίλησε για το ζωτικής σημασίας καθήκον του επιμελητή που μέσω της τέχνης καλείται να εκπαιδεύσει, να προτείνει, να δημιουργήσει και να καταγγείλει. Η κα. Alya Sebti, ανεξάρτητη επιμελήτρια και πρώην καλλιτεχνική διευθύντρια της Μπιενάλε του Μαρακές, υποστήριξε το ίδιο αλλά παράλληλα τόνισε ότι ο επιμελητής δεν μπορεί να έχει όλη την πολιτική ευθύνη και είναι αδύνατο μία Μπιενάλε να καλύπτει πάντα όλες τις κρίσεις ικανοποιητικά. Η κα. Beral Madra, κριτικός τέχνης, επιμελήτρια και πρώην γενική συντονίστρια της Μπιενάλε της Κωνσταντινούπολης επίσης ισχυρίστηκε ότι ο επιμελητής που προέρχεται από τις Ηνωμένες Πολιτείες και από χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με δημοκρατικό υπόβαθρο και με διαφορετικές προϋποθέσεις στη σύγχρονη τέχνη, δεν μπορεί να είναι σε θέση ή να είναι υποχρεωμένος να αντιμετωπίσει τα προβλήματα αυτά της Μεσογείου μέσω μίας Μπιενάλε.

Στην ίδια κατεύθυνση κινήθηκε και η κα. Gabriela Salgado, ανεξάρτητη επιμελήτρια, διευθύντρια διεθνούς προγράμματος ανταλλαγών για καλλιτέχνες από την Αφρική και την Λατινική Αμερική και συνεπιμελήτρια της 2ης Μπιενάλε της Θεσσαλονίκης, η οποία θέτει το ερώτημα στον εαυτό της «τί μπορώ να κάνω με όλα αυτά;», εννοώντας την κρίση που υπάρχει στην Μεσόγειο και γενικά στον πλανήτη. Αυτό που προσπαθεί να κάνει στα εργαστήρια που οργανώνει είναι να μάθει τους συμμετέχοντες όχι να ζωγραφίζουν, για παράδειγμα, αλλά να σκέφτονται. Η κα. Συραγώ Τσιάρα, διευθύντρια του Κέντρου Σύγχρονης Τέχνης του ΚΜΣΤ και συνεπιμελήτρια της 2ης Μπιενάλε της Θεσσαλονίκης τόνισε την ανάγκη της επανασύνδεσης της τέχνης με την καθημερινή ζωή, κάτι που μπορεί να γίνει εφικτό μέσω μιας ριζοσπαστικής εκμάθησης που απορρέει από συλλογικά έργα. Συγκεκριμένα μίλησε για το φετινό έργο Activissime του Κολομβιανού καλλιτέχνη Ivan Argote, ο οποίος ζήτησε από μία ομάδα παιδιών από τοπικά σχολεία της πόλης να διατυπώσουν ερωτήσεις που αφορούν διάφορα θέματα που τα απασχολούν και να εκφράσουν τις ιδέες τους ομαδικά στο δημόσιο χώρο με διαφορετικά μέσα, όπως τη δημιουργία συνθημάτων σε αφίσες, με σκοπό να ευαισθητοποιήσει τα παιδιά και το κοινό της Μπιενάλε όσον αφορά την αναγκαιότητα στις μέρες μας για κοινωνικές δράσεις, δημιουργία κολεκτίβων και την ανάληψη των ευθυνών μας απέναντι στα κοινωνικο-πολιτικά προβλήματα.

Επίσης οι περισσότεροι ομιλητές τόνισαν τα οικονομικά οφέλη που έχουν οι Μπιενάλε στις πόλεις και τις χώρες που τις οργανώνουν, εφόσον αποτελούν πόλο έλξης για επισκέπτες,  προσφέροντας οικονομική τόνωση στις τοπικές επιχειρήσεις ενώ παράλληλα δημιουργούν ένα γόνιμο πεδίο απασχόλησης για επιμελητές, διευθυντές, σχεδιαστές, τεχνικούς κλπ. Επίσης, όπως παρατήρησαν και ορισμένοι καλλιτέχνες που υπήρχαν στο ακροατήριο, τους στηρίζουν οικονομικά για τη δημιουργία των έργων τους, προωθείται η δουλειά τους και στο εξωτερικό ενώ είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι ανοίγει ένας διάλογος με άλλους καλλιτέχνες και αποτελούν αφετηρία νέων συνεργασιών.

Παρ’όλα τα οφέλη, η κα. Madra στην παρουσίασή της αντέταξε ότι όπως και οι επιχειρήσεις λειτουργούν στα πλαίσια του νεο-καπιταλισμού και στο τέλος του καπιταλισμού που βιώνουμε, έτσι και οι Μπιενάλε, οι φουάρ και τα φεστιβάλ εκθέσεων τέχνης αποτελούν ένα τσίρκο της πολιτιστικής βιομηχανίας, όπως τα έχει περιγράψει ο Γερμανός θεωρητικός Theodor Adorno λόγω της ασταθής οικονομικής και διοικητικής τους υποδομής, της προσποιητής τους αντίληψης, των προκαθορισμένων καταλόγων καλλιτεχνών, της υπερβολικής τους διαφήμισης και προώθηση και της κυριαρχίας συγκεκριμένων συλλεκτών, γκαλερί, και εμπόρων τέχνης.

Σε ένα άλλο σημείο όπου στάθηκαν οι περισσότεροι ομιλητές ήταν η σχέση που έχει το θέμα της εκάστοτε Μπιενάλε με την πόλη και τους χώρους που την φιλοξενεί. Ο κ. Paolo Colombo, καλλιτεχνικός σύμβουλος στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Κωνσταντινούπολης και συνεπιμελητής της 3ης Μπιενάλε της Θεσσαλονίκης, μίλησε για την εμπειρία του όταν οργάνωσε την 6η Μπιενάλε της Κωνσταντινούπολης, όπως για παράδειγμα τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε τους διαφορετικούς χώρους, τον τίτλο που επέλεξε και το πως η προσέγγισή του ήταν θεωρητική αλλά και συναισθηματική. Η κα. Salgado θέτει κάθε φορά το ερώτημα «σε ποιους απευθυνόμαστε;», ενώ η κα. Sebti κάνει το ίδιο και προσπαθεί να διαλέγει έργα τα οποία θα τραβήξουν την προσοχή και την περιέργεια του κοινού.

Ένα μέρος των ομιλιών επικεντρώθηκε στον τρόπο που καθίσταται εφικτή η πραγματοποίηση των Μπιενάλε και ιδιαίτερα στην παρούσα φάση όπου το οικονομικό τοπίο δεν ευνοεί και δεν στηρίζει τέτοιου είδους δράσεις. Για την επίτευξή τους καταλυτικές είναι οι πρωτοβουλίες των καλλιτεχνών και επιμελητών, η παροχή χορηγιών είτε από το κράτος είτε από οργανισμούς, οι ιδιωτικές και ανεξάρτητες επενδύσεις, η αποτελεσματικότερη δικτύωση και προώθηση, η εργασία των εθελοντών, η συλλογική δουλειά και δημιουργία συνεργασιών με τα διάφορα εκπαιδευτικά ιδρύματα, σχολεία και μουσεία , τοπικούς φορείς, επιχειρήσεις και ιδιαίτερα την τοπική κοινωνία, για να αγκαλιάσει και να αποδεχτεί την κάθε Μπιενάλε.

Οι Έλληνες ομιλητές επίσης επισήμαναν αυτά που έχει καταφέρει η Μπιενάλε της Θεσσαλονίκης και αναφέρθηκαν σε κάποιες λύσεις πέρα των παραπάνω για την συνέχιση του θεσμού στο μέλλον. Αναλυτικότερα, η κα. Μαρία Τσαντσάνογλου, διευθύντρια του ΚΜΣΤ, συνεπιμελήτρια της 1ης και διευθύντρια της 2ης Μπιενάλε της πόλης, πιστεύει ότι οι διοργανωτές κατάφεραν να βάλουν τη Θεσσαλονίκη στο χάρτη της παγκόσμιας καλλιτεχνικής σκηνής μετατρέποντας το γεγονός ότι είναι μία περιφερειακή πόλη ταλαντευόμενη μεταξύ κοσμοπολιτισμού και απομονωτισμού σε πλεονέκτημα. Επίσης έδωσε την ευκαιρία σε καλλιτέχνες από απομονωμένες κοινωνικο-οικονομικά χώρες με δύσκολη πρόσβαση στην τέχνη να παρουσιάσουν το έργο τους. Παράλληλα και η κα. Κοσκινά τόνισε ότι αυτή η Μπιενάλε, που αποτελεί την τελευταία διοργάνωση του τριμερούς σπονδυλωτού προγράμματος που ξεκίνησε το 2011 με στόχο να αναδείξει τη Μεσόγειο ως γεωγραφικό χώρο και ως πεδίο μελέτης της σύγχρονης πολιτιστικής και κοινωνικής πραγματικότητας, κατάφερε να αναδείξει και το σύγχρονο πρόσωπο της πόλης, που είναι γνωστή κυρίως για τη βαριά ιστορική κληρονομιά της. Αυτό είναι αντιληπτό από τον συνεχώς αυξανόμενο αριθμό επισκεπτών που φέτος άγγιξε τις 60.000. Επίσης άλλο ένα επίτευγμα είναι ότι έργα που δημιουργήθηκαν για τις Μπιενάλε της Θεσσαλονίκης αποτελούν μέρος της συλλογής των μουσείων της πόλης, στήρίζοντας και με αυτό τον τρόπο τους καλλιτέχνες. Επιπλέον η κα. Κοσκινά μίλησε για την ανάγκη να μπορεί ο θεσμός να υποστηριχθεί και πάλι από τα προγράμματα ΕΣΠΑ, ενώ θα ήταν καθοριστικής σημασίας να δημιουργηθεί στο μέλλον σύλλογος φίλων της Μπιενάλε.

Κλείνοντας, θέλω να υπογραμμίσω ότι, για την πραγματοποίηση και επιτυχία της φετινής Μπιενάλε η αισιοδοξία και η αφοσίωση των διοργανωτών έπαιξε πρωταρχικό ρόλο, αντιμαχόμενη το αβέβαιο πολιτικο-οικονομικό σκηνικό και το τραγικό ζήτημα των προσφύγων που ταλανίζει τη Μεσόγειο και την Ευρώπη. Στους δύσκολους καιρούς που διανύουμε μπορεί η τέχνη και κατ’επέκταση η Μπιενάλε να φαντάζει πολυτέλεια σε κάποιους, αλλά η αλήθεια είναι οτι η δύναμη της τέχνης έγκειται στην ικανότητά της να ενώνει, να παρηγορεί, να αφυπνίζει και να εμψυχώνει.


Η 5η Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης ολοκληρώνεται στις 30 Σεπτεμβρίου 2015. Περισσότερες πληροφορίες.