Η συνάντηση με την μοίρα και το πεπρωμένο ανέκαθεν απασχολούσε το μυαλό του ανθρώπου, τον βασάνιζε, του θεμελίωνε εντός του μία σειρά από ερωτήματα, του «έκλεβε» τον ύπνο και τον στοίχειωνε.

Όλα αυτά συμβαίνουν εδώ με χτυπήματα απανωτά στην ζωή του πρωταγωνιστή. Εδώ η μοίρα επανέρχεται, επαναπροσδιορίζει έναν κόσμο μέσα στον οποίο παρασέρνει και καθηλώνει τον ήρωα του Γκαζντάνοφ, το alter ego του συγγραφέα ενδεχομένως. Μέσα από μία ομολογία συνταρακτικής φύσης που κλονίζει την ανάγνωση – όπως βρίσκουμε στον Γιόζεφ Ροτ την ίδια περίπου εποχή στο βιβλίο του «Η ομολογία ενός δολοφόνου στην άκρη της νύχτας» – ο Γκαζντάνοφ επιπλέει ανάμεσα σε ζωή και θάνατο, την λογική και την τρέλα. Ξεχασμένος στα συρτάρια του χρονοντούλαπου της ιστορίας της λογοτεχνίας, ο Γκαζντάνοφ ανακαλύπτεται. Η ανακάλυψή του αυτή προκαλεί ανατροπές αφού ο λόγος του είναι βαθιά βιωματικός και οι ιστορίες του βαμμένες με το πολιτικό και κοινωνικό χρώμα μίας εποχής κυρίαρχων εξελίξεων εν μέσω εμφυλίων πολέμων που επιφέρουν τριγμούς στις τσαλακωμένες ψυχές των ανθρώπων.

Καθ’όλη την διάρκεια της αφήγησης, ζητείται απάντηση στην αιώνια απορία αν η ζωή προηγείται του θανάτου ή αν ο θάνατος επιβεβαιώνει την ίδια την ζωή με την έλευσή του ή πάλι αν υπάρχει αυτό το va et vient (πήγαινε έλα) μέσα στην μήνι του μυαλού με έναν συνεχή πόλεμο που αγγίζει το μεταφυσικό. Και τότε ο άνθρωπος παθαίνει αυτά ακριβώς τα οποία περιγράφει με ανατριχιαστική λεπτομέρεια ο συγγραφέας με έναν τρόπο που θυμίζει την «Ερμηνεία των ονείρων» του Φρόυντ. Γιατί ο ήρωας του Γκαζντάνοφ είναι ένα φάντασμα που έρχεται και φεύγει. Ο ίδιος πλήττεται σφόδρα από τις ίδιες του τις αναμνήσεις που τον κυνηγούν σε όποιο σημείο και αν βρεθεί. Οι συνειρμοί του, οι διαδρομές και οι κατακόμβες του νου του μας παραπέμπουν στον φιλόσοφο και στοχαστή Πόε, εκεί που η ισορροπία ανάμεσα στο γήινο και το έξω από εδώ για να θυμηθούμε και τον Μωπασάν, είναι έννοιες συγκεχυμένες και καθόλου απτές. Έτσι βρίσκουμε τον πρωταγωνιστή να παραπατά στις σκέψεις του, να κατηγορεί τον εαυτό του για το κακό που προκάλεσε, να αυτομαστιγώνεται με την μνήμη ενός εγκλήματος που γνωρίζει ότι διέπραξε αλλά αγνοεί την τύχη της έκβασής του. Χρόνια μετά βρίσκεται ενώπιον των ευθυνών του και η τυχαία συνάντηση του με το υποτιθέμενο θύμα του που τελικά είναι ο δικαστής του αφού του επισύρει τύψεις ασήκωτες για το παρελθόν του, ενεργεί σαν κεραυνός εν αιθρία και σαν εφιάλτης του ακουμπάει την πλάτη. Ένας εμφύλιος πόλεμος του έχει ραγίσει τα σωθικά, ένας άντρας παραμονεύει επικίνδυνα και εκείνος σαν Οιδίποδας ψάχνει να βρει την λύση του αινίγματος που τον κατατρέχει.  

Σε ποιο βαθμό τελικά η πίστη στην αδυσώπητη και αδίστακτη μοίρα μπορεί τελικά να οδηγήσει τον ίδιο τον άνθρωπο στην υποταγή της και στην αξεπέραστη δύναμή της στον χρόνο έτσι που θύμα της να μην μπορεί να την ελέγξει; Ποιο είναι το μεταίχμιο ανάμεσα στην ευτυχία και την δυστυχία του θανάτου και πως κανείς ορίζει τα πεπραγμένα του με βάση αυτήν την διάκριση για να νιώσει λιγότερο το βάρος της ίδιας του της απώλειας και να αποδιώξει τον φόβο μίας τιμωρίας; Ο ήρωας είναι ψυχικά και πνευματικά τραυματισμένος, τσακισμένος και προσδοκά την σωτηρία του για επούλωση των πληγών που έχει ανοίξει. Ο εμφύλιος πόλεμος, αυτή η φρίκη της ανθρώπινης αλληλοεξόντωσης είναι αδηφάγος και ο πρωταγωνιστής κουβαλάει σε κάθε έκφανση της ζωής του όλο αυτό το ενοχικό σύνδρομο. Ο ίδιος αναφέρει χαρακτηριστικά: «Θεωρούσε ότι η λογική δεν υπάρχει έξω από τα θεωρητικά και αυθαίρετα, σχεδόν μαθηματικά, σχήματα. Ό,τι ο θάνατος και η ευτυχία είναι έννοιες της ίδιας τάξης, καθώς και οι δύο περικλείουν μέσα τους την έννοια της ακινησίας».

Στο Παρίσι του Μεσοπολέμου, όπου θα καταφύγει όπως άλλωστε και ο ίδιος ο Γκαζντάνοφ και αυτή η σύμπτωση είναι καθαρά εκούσια, θα βρει πρόσκαιρο καταφύγιο στον έρωτα και στην Γιελένα μήπως μπορέσει και σβήσει έστω και στην ύστατη στιγμή από την άμμο της ψυχής του τα σημάδια που του άφησαν όλες αυτές οι αιματηρές θύμησες. Αλίμονο όμως στην μοίρα που παντού και πάντοτε υπενθυμίζει την ένδοξη παρουσία της και σαν τον μίτο της Αριάδνης υφαίνει την απρόσκοπτη συνέχειά της. Σε αυτή την μοιραία συνάντηση όπου θα νιώσει θαλπωρή, θα βιώσει και πάλι τον τρόμο. Μπλεγμένος σε μία νέα μάχη και αντιμέτωπος με το φάντασμα του συγγραφέα και πρώην αντιπάλου του Βολφ που βλέπει μπροστά του με σάρκα και οστά, θα βρεθεί να κλείνει τον κύκλο αίματος που άνοιξε χρόνια πριν σε ένα θέατρο σκιών που ξαναζεί και σε ένα déjà vu γεμάτο αγκάθια. Τα λόγια του είναι απόδειξη της εσωτερικής του αναταραχής: «Πάντα μου φαινόταν ότι η ζωή μοιάζει σε κάτι με ταξίδι με τραίνο – η βραδύτητα της προσωπικής ζωής, κλεισμένη σε μία ορμητική  εξωτερική κίνηση, η φαινομενική ασφάλεια, η ψευδαίσθηση της διάρκειας…». Μέσα από αυτόν τον ορυμαγδό προσωπικών παλινωδιών που τόσο πάλεψε να αποτινάξει από πάνω του, τόσες νύχτες ξάγρυπνος και τόσο βυθισμένος σε εσωτερικές ήττες ανάμεσα στο τώρα και το χθες, ο ήρωας μοιάζει εν τέλει και εν μέρει απαλλαγμένος από τα δίχτυα της μοίρας του έστω και για λίγο χωρίς όμως να έχει ούτε στιγμή την παραμικρή ψευδαίσθηση ή να μπει στην διαδικασία να θεωρεί πως αυτή νικιέται ή παύει να μας κυκλώνει. Αν και συν Αθηνά και χείρα κίνει, κατά τας γραφάς!

«Το ανεπανάληπτο συνίστατο σε ορισμένες τυχαίες αποχρώσεις ορισμένων τυχαίων τονικοτήτων»

«Κάθε έρωτας είναι μία απόπειρα καθυστέρησης του πεπρωμένου, είναι η αφελής ψευδαίσθηση μίας πρόσκαιρης αθανασίας»

Το βιβλίο του Γκάιτο Γκαζντάνοφ, Το φάντασμα του Αλεξαντρ Βολφ, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αντίποδες.