Το βιβλίο της Ελένης Λαδιά, Οι θεές, κυκλοφορεί από το Βιβλιοπωλείον της Εστίας.

Mια ευφάνταστη κόρη συμβιώνει με την υπερήλικη και πολύ πιο γήινη μητέρα της. Η μυθιστορία ανατρέχει συχνά στο παρελθόν τους, το οποίο συμπίπτει με το πρόσφατο ιστορικό παρελθόν της ρημαγμένης χώρας μας. Φτώχεια, αγροτική και βουκολική παραμεθόρια Ελλάδα, οικογενειακή μετανάστευση στην Αθήνα προς αναζήτηση καλύτερης ζωής. Αλλά και νεραϊδοϊστορίες, ξωτικά και παραδόσεις τραγουδισμένες, που φτάνουν μέχρις εμάς ως απόηχος μιας απώτατης εποχής, καθώς οι ηρωίδες του σύγχρονου μυθιστορήματος μετατρέπονται σε γήινα αποτυπώματα των αρχαίων θεαινών.
Ζωή και θάνατος διαπλέκονται σε μια αρμονική και διόλου τρομώδη συνέχεια. Εμφύλιος σπαραγμός και καθημερινότητα συνθέτουν έναν μοναδικό καμβά σε αυτό το νέο, το πλέον ευρύ και βαθύ μυθιστόρημα της Ελένης Λαδιά, με τη μοναδικότητα της σχέσης μητέρας-κόρης στο επίκεντρό του. Η Λαδιά μεταφέρει ως κόρην οφθαλμού τα αποτυπώματα χιλιάδων χρόνων ελληνικής τοπογραφίας, με τη μοναδική εκείνη συγγραφική άνεση που μπορεί να συναναστρέφεται τον Όμηρο και τον σημερινό μετανάστη στην ίδια φράση.  


Η Ελένη Λαδιά γεννήθηκε το 1945 στην Αθήνα. Σπούδασε αρχαιολογία και θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Τα πιο γνωστά λογοτεχνικά της έργα είναι: “Χάλκινος ύπνος”, “Αποσπασματική σχέση”, “Η θητεία”, “Τα άλση της Περσεφόνης”, “Η Χάρις”, “Οι ποταμίσοι έρωτες”, “Τα ψυχομαντεία και ο υποχθόνιος κόσμος των Ελλήνων”. Έχει τιμηθεί με το Β΄ Κρατικό βραβείο (1981) για τη συλλογή “Χάλκινος ύπνος” και με το βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για την “Ωρογραφία” (1999) και με το Κρατικό βραβείο Διηγήματος (2007) για τη νουβέλα “Η γυναίκα με το πλοίο στο κεφάλι”. Διηγήματά της έχουν μεταφραστεί στα σλοβένικα, τα γαλλικά και τα αγγλικά. Το μυθιστόρημά της “Χι ο Λεοντόμορφος” στα σέρβικα και “Η Χάρις” και “Η γυναίκα με το πλοίο στο κεφάλι” στα ρουμάνικα. Οι “Ομηρικοί ύμνοι” σε μτφ. Δ. Π. Παπαδίτσα – Ε. Λαδιά έχουν μεταφραστεί στα φιλανδικά. Άρθρα και μελετήματά της έχουν δημοσιευθεί σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες της χώρας.


Ο Μάνος Κοντολέων γράφει κριτική για το βιβλίο.