Το βιβλίο του Έρνεστ Χέμινγουεϊ, Οι χείμαρροι της άνοιξης, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

Οι Χείμαρροι της άνοιξης κατέχουν μοναδική θέση στο έργο του Χέμινγουεϊ, γιατί είναι μια ξεκαρδιστική φάρσα. Γραμμένοι με απλές, σύντομες προτάσεις και με επαναλήψεις λέξεων και φράσεων που επιτείνουν το κωμικό στοιχείο, οι Χείμαρροι της άνοιξης αφηγούνται υποτίθεται τις ερωτικές και άλλες περιπέτειες δύο εργατών σε ένα εργοστάσιο που φτιάχνει αντλίες σε μια μικρή πόλη του βορρά, το Πετόσκι, αλλά ουσιαστικά παρωδούν το Μαύρο γέλιο του Σέργουντ Άντερσον, βρίθοντας ταυτόχρονα από σατιρικές αναφορές στον Τζον Ντος Πάσος, τον Σκοτ Φιτζέραλντ, τον Ντ. Χ. Λώρενς, κ.ά. Αν ο Χέμινγουεϊ είχε αποδείξει με τα έργα του πως ήταν σαφώς από τους μεγαλύτερους Αμερικανούς συγγραφείς του 20ού αιώνα, στους Χείμαρρους της άνοιξης αποδεικνύεται και μέγας χιουμορίστας.


Ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ γεννήθηκε στο Όουκ Παρκ, προάστιο του Σικάγου, το 1899. Μετά την αποφοίτησή του από το γυμνάσιο πιάνει δουλειά ως ανταποκριτής στην εφημερίδα Star του Κάνσας Σίτι. Το 1918, στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, υπηρετεί εθελοντικά ως οδηγός ασθενοφόρου στον ιταλικό στρατό και τραυματίζεται σοβαρά από όλμο. Η σχέ­ση του με τη νοσοκόμα Άγκνες φον Kουρόφσκι κατά τη διάρκεια της ανάρρωσής του θα αποτελέσει τον άξονα του αυτοβιογραφικού του μυθιστορήματος Aποχαιρετισμός στα όπλα. Το 1920 επιστρέφει στις ΗΠΑ, όπου και συνεχίζει τη δημοσιογραφική του κα­ριέρα ως ανταποκριτής στη Star του Tορόντο και στη Star Weekly. Ύστερα από δύο χρόνια μετακομίζει στο Παρίσι, όπου συνεχίζει να εργάζεται ως ανταποκριτής σε αμερικανικές εφημερίδες (καλύπτει μεταξύ άλλων και τη Μικρασιατική Kαταστροφή) και παράλληλα συνάπτει φιλικές σχέσεις με την ελίτ των εκπατρισμένων Αμερικανών και Βρετανών διανοουμένων, όπως ο Σκοτ Φιτζέραλντ, η Γερτρούδη Στάιν, ο Φορντ Μάντοξ Φορντ, ο Έζρα Πάουντ κ.ά. Το 1925 εκδίδεται η πρώτη του συλλογή διηγημάτων με τίτλο Στην εποχή μας. Το 1936, έχοντας πλέον επιστρέψει στην Αμερική, καλείται να καλύψει τον Ισπανικό Eμφύλιο για λογαριασμό της Βορειοαμερικα­νικής Ένωσης Εφημερίδων. Το 1939 εγκαθίσταται στο κτήμα Φίνκα Βίχια στην Κούβα και ένα χρόνο αργότερα εκδίδεται το πιο φιλόδοξο μυθιστόρημά του, το Για ποιον χτυπά η καμπάνα, με θέμα τον Ισπανικό Eμφύλιο. Την περίοδο 1942-1944 γίνεται ανταποκριτής του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου στην Eυρώπη. Kατατάσσεται στη Bασιλική Aεροπορία, συμμετέχει στην απόβαση της Nορμανδίας, δίνει την προσωπική του μάχη για την απελευθέρωση του Παρισιού με τη συμμετοχή του στην κατάληψη του στρατηγικής σημασίας ξενοδοχείου «Pιτζ» και προσχωρεί στην Tέταρτη Mεραρχία Πεζικού. Το 1952 εκδίδεται η κλασική νουβέλα του Ο γέρος και η θάλασσα, για την οποία κερδίζει το βραβείο Πούλιτζερ. Το 1954 η Σουηδική Ακαδημία του απονέμει το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ύστερα από πολλά ψυχολογικά και σωματικά προβλήματα, κι αφού επιστρέφει μετά από επιμονή της γυναίκας του στις ΗΠΑ, ο Χέμινγουεϊ αυτοκτονεί στις 2 Iουλίου 1961, σε ηλικία 62 ετών, με τον ίδιο τρόπο που είχε αυτοκτονήσει και ο πατέρας του, με κυνηγετική καραμπίνα, στη φάρμα του στο Άινταχο. Μετά το θάνατό του εκδίδονται τα έργα του Μια κινητή γιορτή (1964), αφήγημα το οποίο αναφέρεται στη ζωή και την καλλιτεχνική σκηνή του Παρισιού τη δεκαετία του ’20, το μυθιστόρημα Νησιά στον Κόλπο (1970), το οποίο ο Χέμινγουεϊ είχε αρχίσει να γράφει τη δεκαετία του ’30, και το μυθιστόρημά του O κήπος της Eδέμ (1986), το οποίο ο Xέμινγουεϊ είχε αρχίσει να γράφει το 1946.


Ο Γιάννης Αντωνιάδης γράφει κριτική για το βιβλίο.