Η διαδρομή μιας γκαλερί δεν είναι η διαδρομή μόνο της ιδιοκτήτριάς της, δηλαδή η αισθητική της και η παιδεία της. Κυρίως είναι, παράλληλα

και πολλαπλασιαστικά, η διαδρομή ενός κοινού βλέμματος και μιας κοινής θέσης. Και, εν προκειμένω, πως η Ελισάβετ Σακαρέλη κατόρθωσε αυτό το (σχεδόν) ένα τέταρτο του αιώνα μ’ έναν μαγικό τρόπο να συσπειρώσει γύρω της εικαστικούς καλλιτέχνες όλων των τάσεων και των ηλικιών, αλλά και συγγραφείς, μουσικούς, ηθοποιούς, σκηνοθέτες, εκδότες, βιβλιοκριτούς και τεχνοκριτικούς, πάνω απ’ όλα όμως να ενεργοποιήσει ένα διεσπαρμένο καλλιτεχνικό κοινό• να ανασυστήσει, μ’ άλλα λόγια, στο πέρασμα του χρόνου το άρωμα παλαιών και δυσεύρετων πλέον πνευματικών συναναστροφών.

Γι’ αυτά τα 24χρονα γενέθλια της γκαλερί γράφουν εκλεκτοί φίλοι και συνεργάτες: ο συγγραφέας και ακαδημαϊκός Θανάσης Βαλτινός, o αρχισυντάκτης της Καθημερινής και τεχνοκριτικός Νίκος Ξυδάκης, ο δοκιμιογράφος και συγγραφέας Κωστής Παπαγιώργης, ο ζωγράφος Γιώργος Ρόρρης, ο δικηγόρος και συλλέκτης Σωτήρης Φέλιος.

Το πρώτο βιβλίο―λεύκωμα, στη μακρά βιβλιογραφία του Χώρου Τέχνης «24», είναι το Παρά δήμον ονείρων. Ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Καστανιώτη, επιμελήθηκε ο Μισέλ Φάις (εκ των στενών και σταθερών συνεργατών της γκαλερί) και παρουσιάστηκε στο Σπίτι της Κύπρου. Τριάντα συγγραφείς (Αναγνωστάκη, Βαλτινός, Βρεττάκος, Δημουλά, Πατρίκιος, Χειμωνάς κ.ά.) έγραψαν ένα όνειρό τους που κατόπιν εικονογράφησαν ισάριθμοι εικαστικοί (Μυταράς, Μπότσογλου, Κεσσανλής, Ψυχοπαίδης, Φωτόπουλος, Κανιάρης, Λάππας κ.ά.).

Έκτοτε παρουσιάστηκε πληθώρα λευκωμάτων όπου αποτυπώθηκαν συνεργασίες με πολλούς εκδοτικούς οίκους (Πατάκης, Καστανιώτης, Γαβριηλίδης, Μπάστας-Πλέσσας, Ωκεανίδα, Βέργος, Ακρίτας, Μικρή Άρκτος κ.ά.), φορείς (Μουσείο Μπενάκη, Ίδρυμα Κωστόπουλου, ΕΛΙΑ, Φουγάρο), εφημερίδες (Ελευθεροτυπία).

Από το πρώτο βιβλίο που παρουσιάστηκε στην γκαλερί, όταν στεγαζόταν στην Κλεομένους 24, μέχρι σήμερα (από το 2000 λειτουργεί στη Σπευσίππου 38) έχουν κυκλοφορήσει, πάντα στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης ή θεματικής έκθεσης, περί τα 35 βιβλία. Από αυτή την πλούσια σοδειά επισημαίνουμε τα εξής:

Την έκθεση του Χρόνη Μπότσογλου Τρία πορτρέτα (Καστανιώτης, 1991). Μέσα από ατομικές προσωπογραφίες και τρίπτυχες συνθέσεις ο Μπότσογλου συνομιλεί με την εικόνα και το πνευματικό αποτύπωμα του συγγραφέα Θανάση Βαλτινού, του δοκιμιογράφου Κωστή Παπαγιώργη και του σκηνοθέτη Βασίλη Παπαβασιλείου.

Το λεύκωμα-βιβλίο Αντί της σιωπής (Καστανιώτης, 1993). Ο Τάσος Μαντζαβίνος διάβασε εικαστικά τα ποιήματα του Λευτέρη Πούλιου.

Την έκθεση Γιάννης Μόραλης – Χαρακτικά (Βέργος, 1993) που αποτυπώθηκε στο ομότιτλο λεύκωμα με εισαγωγή της ιστορικού τέχνης Ειρήνης Οράτη. Μια συγκεντρωτική έκθεση των χαρακτικών του μεγάλου ζωγράφου.

Τον τόμο Χαϊκού για τη βροχή, το χιόνι, τον άνεμο, τον ήλιο και τη βροχή (Μπάστας-Πλέσσας, 1994). Ο Μ. Φάις μετέφρασε και ο Χρ. Μπότσογλου δημιούργησε εικόνες μεικτής τεχνικής.

Το φωτογραφικό λεύκωμα Nelly’s. Ένα βλέμμα σε επαγγέλματα του αστικού χώρου το Μεσοπόλεμο (Γαβριηλίδης, 1994) με φωτογραφίες της μεγάλης κυρίας της νεοελληνικής φωτογραφίας. Με εισαγωγικά κείμενα της Κατερίνας Κοσκινά, της Φανής Κωνσταντίνου και του Θανάση Βαλτινού.

Τον συλλογικό τόμο Τζούλιο Καΐμη. Ένας αποσιωπημένος (Γαβριηλίδης, 1994). Για πρώτη φορά εκτέθηκε το σύνολο του σωζόμενου ζωγραφικού έργου του Ελληνοεβραίου ζωγράφου, αισθητικού και λαογράφου, σε επιμέλεια Μ. Φάις και με κείμενα των Σ. Καρρά, Α Κωνσταντινίδη, Ι. Μόραλη, Γ. Κιουρτσάκη, Α. Ξύδη, Α. Σχινά κ.ά.).

Τη σειρά «Κείμενα και Εικόνες» (Πατάκης) που αθροίζει πέντε συλλογικούς τόμους: Άσεμνες ιστορίες (1997), Αθήνα, διαδρομές και στάσεις (1997), Μικρή ζωολογία (1998), Κύμινο και Κανέλλα (1998), Ξένος, ο άλλος μου εαυτός (1999).

Εκεί 50 συγγραφείς έγραψαν από ένα διήγημα που διάβασαν εικαστικά σημαντικοί νέοι καλλιτέχνες: Τ. Μαντζαβίνος, Μ. Ζαμπούρα, Π. Γουλάκος, Μ. Βλαχάκη, Κ. Παπανικολάου, Τ. Παυλόπουλος, Π. Χανδρής, Α. Βερούκας, Α.Μ. Τσακάλη, Μ. Κάσση κ.ά.

Τη Γυναίκα της Ζάκυθος του Διονυσίου Σολωμού (Εκδόσεις Ωκεανίδα, 1993), με εισαγωγή, κείμενο και γλωσσάρι της αείμνηστης φιλολόγου Ελένης Τσαντσάνογλου και χαρακτικά του Χρόνη Μπότσογλου.

Τις ατομικές εκθέσεις φωτογραφίας του συγγραφέα Μισέλ Φάις Ύστερο βλέμμα και Η πόλη στα γόνατα. Στο πρώτο λεύκωμα (Πατάκης, 1996) μέσα από ταφικές φωτογραφίες 32 δημιουργοί όλου του εκφραστικού φάσματος γράφουν για τον θάνατο, το πένθος και την απουσία (Λ. Βογιατζής, Ρ. Γαλανάκη, Αλ. Δαμιανός, Τ. Δενέγρης, Μ. Κορομηλά, Π. Μουλλάς, Π. Μπουκάλας, Κ. Παπαγιώργης, Αρ. Προβελέγγιος, Ν. Φωκάς κ.ά.).

Στο βιβλίο-λεύκωμα Η πόλη στα γόνατα (Πατάκης, 2002) μέσα από φωτογραφίες αστέγων, μεταναστών και κοινωνικά εκτοπισμένων αποτυπώνεται η βίαιη όψη μιας επικείμενης συλλογικής απειλής.

Μια κορυφαία στιγμή στη διαδρομή της γκαλερί υπήρξε η συμβολή της στη μεταφορά της μεγάλης σύνθεσης του Χρόνη Μπότσογλου «Νέκυια» από το Μουσείο Μπενάκη στην Πύλη της Αμμοχώστου στη Λευκωσία (σε συνεργασία με τα Υπουργεία Πολιτισμού Ελλάδας και Κύπρου), καθώς και στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στη Θεσσαλονίκη.

Ειδικό βάρος έχουν τα τρία αφιερωματικά τεύχη της «Βιβλιοθήκης» (Ελευθεροτυπία, 2004) στον Βιζυηνό, στον Ροΐδη και στην Πολυδούρη, τα οποία κόσμησαν ζωγραφιές των: Γ. Ψυχοπαίδη, Χ. Μποκόρου, Α. Παπαδημητρίου, Μ. Ζαχαριουδάκη, Κ. Παπαμιχαλόπουλου, Ε. Μπιτσάκη, Β. Παπανικολάου, κ.ά.

Στις έκτακτες και εξαιρετικές στιγμές του Χώρου Τέχνης «24» συγκαταλέγονται: η ανάγνωση από την Όλια Λαζαρίδου κειμένων από το Ύστερο βλέμμα, το ηχητικό περιβάλλον που δημιούργησε η σκηνοθέτις Κατερίνα Ευαγγελάκου για τις ανάγκες του λευκώματος Η πόλη στα γόνατα και τα τραγούδια που ερμήνευσε η Σαβίνα Γιαννάτου στην έκθεση για τον Τζούλιο Καΐμη Αυτοπροσωπογραφία ενός άλλου (2007, Τ. Μαντζαβίνος / Μ. Φάις).

Η γκαλερί 24 είναι η Ελισάβετ – και ενίοτε η Αλεξάνδρα. Κλείνει τα είκοσι τέσσερά της. Όπως τα είκοσι τέσσερα γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου. Για την γκαλερί 24 έχω γράψει μερικά μικρά κείμενα σε διάφορα προγράμματά της. Παρ’ όλο που ήσαν κείμενα για εικαστικά θέματα, είχαν περισσότερη σχέση με την λογοτεχνία. Ίσως επειδή η Ελισάβετ- Αλεξάνδρα κουβαλάει μέσα της χαρακτηριστικά ηρωίδας μυθιστορήματος. Μερικά από τα κείμενα τα έχω εντάξει σε βιβλίο με δοκίμιά μου.

Η γκαλερί 24 ξεκίνησε από την οδό Κλεομένους 24, για να καταλήξει στην Σπευσίππου 38. Εξακολουθεί να λέγεται 24 πάντως. Αυτό σημαίνει παράδοση. Δημιουργία παράδοσης. Το 38 είναι αντίκρυ από τον Φιλίππου της Ξενοκράτους (γνωστό στέκι διανοούμενων και καλλιτεχνών), μετά την ήπια ανηφόρα ή κατηφόρα, ανάλογα με το πού στέκεται κανέ- νας. Αυτό το μικρό μπουγάζι.

Η Ελισάβετ-Αλεξάνδρα έχει ποζάρει γυμνή στον ομοχώριό μου (περίπου) Γιώργο Ρόρρη, ζωγράφο που ξέρει καλά τα μυστικά του γυναικείου κορμιού. Άθλος της Ελισάβετ-Αλε-ξάνδρας τα Τρία πορτρέτα μέσω Καστανιώτη. Παλαιότερη ιστορία. Παπαβασιλείου, Παπαγιώργης, Βαλτινός. Με δράστη τον Χρόνη Mπότσογλου.

Τελικά ο κόσμος είναι μικρός. Αιμομικτικός σχεδόν.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΒΑΛΤΙΝΟΣ

Αστή των ορέων

Η Αίθουσα Τέχνης 24, όταν πρωτοξεκίνησα να γράφω τεχνοκριτική, δεν ήταν στο στοχολόγιο των συχνότερων επισκέψεών μου. Την είχα κατατάξει αυθαίρετα στις γκαλερί που δείχνουν παραστατική τέχνη, συμβατικά πράγματα, κι εγώ τότε θεωρούσα τον εαυτό μου συνοδοιπόρο της contemporary, που ήταν, λέει, λιγότερο μικροαστική τέχνη, ερμητική και δύστροπη, με άφθονα κρυφά νοήματα. Έτσι, σύχναζα περισσότερο στους γείτονες της 24, στο Άρτιο, στην Μπερνιέ, τέτοια. Δεν μετανιώνω που πήγαινα στους γείτονες, ωραία και διδακτικά πράγματα είδα, αλλά μετανιώνω για τις επιπόλαιες κατατάξεις μου, τις τότε.

Να όμως που ένας ζωγράφος με πήγε εντέλει στην 24, ο Δημήτρης Σεβαστάκης. Κι έκτοτε έτυχε όχι μόνο να γράψω κάμποσες φορές κριτικά σημειώματα για εκθέσεις που παρουσίαζε η γκαλερί, αλλά και να συμμετάσχω σε μία από αυτές, το 1999 νομίζω, στην έκθεση-βιβλίο «Ξένος, ο άλλος μου εαυτός», μια προφητική εργασία σε καιρούς πολύ πιο μαλακούς και ευχερείς.

Σταδιακά, καθώς πλούτιζε η εμπειρία και ωρίμαζε το μάτι και καταλάγιαζε η απληστία τού γνωρίζειν, αντιλήφθηκα ότι η 24 ήταν μια γκαλερί με πυρήνα και κόνσεπτ: αγαπούσε τη ζωγραφική, αγαπούσε τους ζωγράφους, καλλιεργούσε σχέσεις και φιλίες, υπέθαλπε υπόγειες διαδρομές, ενθάρρυνε συναντήσεις συγγραφέων με εικαστικούς, βοηθούσε νέους στο ξεκίνημά τους. Αυτά ήταν ό,τι ζητούσα κι εγώ πια από την τέχνη. Συν ότι έβλεπα, όλο και συχνότερα, ζωγράφους που μου άρεσαν ήδη και ζωγράφους που ανακάλυπτα. Άλλαζα εγώ βέβαια, η Ελισάβετ ήταν ίδια, έντιμη και διαφανής πάντα.

Να, το είπα: Η Αίθουσα Τέχνης 24 είναι η Ελισάβετ. Αιθουσάρχης παντός καιρού. Η Ελισάβετ αγαπάει την τέχνη βέβαια• οι άνθρωποι, και όχι οι αίθουσες, αγαπούν τους ανθρώπους και τα έργα τους• αυτή αγαπάει τους ζωγράφους και τιμά φιλίες. Ελικρινής, αυθόρμητη, ξετρέχουσα, παρορμητική, αυτοσαρκαστική, μετρημένη στις κρίσεις της, χωρίς κακό λόγο για κανέναν. Υπερβολικά ειλικρινής και ταπεινόφρων μερικές φορές. Με πολύ καλό γούστο• μια λεπταίσθητη από την Ήπειρο, μια αστή των ορέων. Ένα λεβεντόπαιδο της γενιάς μου.

Συμπλήρωσε ένα τέταρτο του αιώνος ταμένη της τέχνης. Θ’ αντέξει άλλο τόσο.

ΝΙΚΟΣ ΞΥΔΑΚΗΣ

Tο καλύτερο που μας συμβαίνει όταν προσπαθούμε να διηγηθούμε την ιστορία μιας φιλίας –και δη με γυναίκα– είναι ένα σοφό κόμπιασμα, περίπου σαν σφάλμα που αποδείχθηκε ευεργετικό. Όλες οι γνωριμίες αναδεικνύουν ανεξήγητες τρυφερότητες, έμμονες προσηλώσεις, όπως και πολυτραυματίες, εξαρτημένους, ανθρώπους που κατά κανόνα τους χτυπάει το εγώ τους όπως ενίοτε το παπούτσι.

Η Ελισάβετ Σακαρέλη (προσοχή στον παρατατικό) ήταν ένα από τα πολύ όμορφα κορίτσια της γενιάς μας που, εκτός όλων των άλλων, κυκλοφορούσαν τις νύχτες σε μπαρ, ταβερνεία και σκυλάδικα με την πεποίθηση ότι επιστρέφουν από παντού χωρίς να έχουν πάει πουθενά. Τη θυμάμαι στο «Αμόρε Κορτέζε», στο Κολωνάκι, στην «Ανατολή» (οδός Έσσλιν) να φωτογραφίζεται συντροφιά με τον μακαρίτη πια Μπάμπη Λυκούδη σκασμένη στα γέλια για τα επόμενα έτη. Αυτά τα έτη που έπονται, αλλά πάντα φτάνουν στην ώρα τους, μας δίδαξαν πολλά, συχνά με τη βίτσα στο χέρι, βοήθησαν την Ελισάβετ να γνωριστεί καλύτερα με τον εαυτό της και ως διά μαγείας να μεταμορφωθεί σε Μούσα των παραστατικών τεχνών.

Ένα από τα πιο σημαντικά μυστικά της προσωπικότητάς της ήταν ότι δεν λησμόνησε τα ξεσπάσματα και τα ανεξήγητα καμώματα που την κρατούσαν πάντα κοντά αλλά και μακριά από το εγώ της. Οι εκρήξεις της ήταν αμίμητες, θεατρικές, πρωτότυπες και ως εκ τούτου πολύ δικές της, μέχρι σημείου μάλιστα να μην υποψιάζεται το κρυφό τους κίνητρο. Σε κάθε σύναξη ξέραμε ότι η Ελισάβετ θα παίξει το ιδιωτικό της θέατρο και όλα θα πάνε καλά.

Εκ των υστέρων φαίνεται πως όλα πήγαν καλά. Μία εικοσαετία και βάλε η Ελισάβετ μυήθηκε στη ζωγραφική και την έμαθε όπως μαθαίνουμε τις συγκινήσεις μας, τα ελαττώματά μας, το πρόσωπό μας που πάντα στον καθρέφτη εμφανίζεται διαφορετικό. Εξάλλου δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η λέξη γκαλερί κατάγεται από το ιταλικό galleria που δήλωνε τον πρόναο ναών όπου παρέμεναν οι κατηχούμενοι, ήτοι οι αβάπτιστοι χριστιανοί. Η λέξη ονόμαζε τη Γαλιλαία, περιοχή του Ισραήλ, όπου διέμεναν πολλοί Εθνικοί. Άρα η γκαλερί συνεπάγεται μύηση, εσωτερική μετατόπιση, ροπή προς τη βαθύτητα.

Το παράδοξο με τις γκαλερίστριες είναι ότι μοιάζουν με τις μαίες – ενώ ξεγεννούν, οι ίδιες δεν γεννούν. Ανάλογα πράγματα ισχύουν για τους βιβλιοπώλες, τους αναγνώστες, τους μπακάληδες, τους θεατρώνες. Ως εκ τούτου η μεσιτεία (μεταξύ έργου και θεατή) συνεπάγεται λεπτότατη πολιτική, δικηγορική υψηλού κύρους, αφοσίωση, συνάμα και λίγη τρέλα, όπως σε όλα τα ευλογημένα επαγγέλματα. Όσο για την ειλικρίνεια της γκαλερίστριας, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στα ενυδρεία –όχι πάντα– ράβουν τα στόματα των ψαριών για να μη δαγκώνουν…

 
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ

Εξαρχής δηλώνω ότι αυτό το σημείωμα το γράφω με την ιδιότητα του φίλου (όχι του καλλιτέχνη ή του φιλότεχνου). Με την Ελισάβετ είμαστε φίλοι. Φίλοι ουσιαστικοί, συνδεδεμένοι με μακρά φιλία, ειλικρινή και ταραχώδη, που τροφοδοτείται από το περίσσευμα της προσωπικότητάς της και τη βαθιά ανθρώπινη φύση της.

Η φιλία λοιπόν αυτή εξαφάνισε τους δισταγμούς που είχα αρχικώς, όταν αιφνιδίως μου ζήτησε να γράψω τούτον τον χαιρετισμό για τα 24χρονα γενέθλια του Χώρου Τέχνης 24.

Είκοσι τέσσερα χρόνια!; Αν η διάρκεια εξακολουθεί να αποτελεί κριτήριο για μια προσπάθεια, τότε αυτή η επέτειος είναι μια ωραία αφορμή να σταθούμε λίγο, να σκεφτούμε και να ανακαλέσουμε τι ακριβώς προσδιόρισε το ύφος της γκαλερί, την οποία με τόση φροντίδα δημιούργησε και επιμελείται η Ελισάβετ, τα γνωρίσματα, με άλλα λόγια, της ιδιοπροσωπίας της.

Θα πω ευθέως τη γνώμη μου. Η Ελισάβετ είναι αναγνώστρια φανατική. Διαβάζει, διάβαζε πάντα, αγαπά και εκτιμά τη λογοτεχνία και τα καλά βιβλία. Κατά συνέπεια δεν θα μπορούσε η λογοτεχνία να απουσιάζει από το πνευματικό της δημιούργημα. Ο χώρος της φιλοξενεί και αγαπά τα γράμματα. Προσφέρει στους λογοτέχνες ισότιμο ρόλο με τους ζωγράφους και έτσι επιτυγχάνεται αυτή η σπάνια ώσμωση ανάμεσα στα κείμενα και στις εικόνες.

Κάθε αίθουσα τέχνης έχει το δικό της ύφος. Αυτό που αποπνέει ο Χώρος Τέχνης 24 είναι διακριτικό, λεπτό, κομψό, κάτι που θυμίζει παλιές γαλλικές γκαλερί. Ίσως γι’ αυτό μια γκαλερίστα που αγαπά το τυπωμένο χαρτί εκθέτει αρκετά συχνά χαρακτικά, ακουαρέλες, μελάνια – αυτά τα ευαίσθητα και εύθραυστα υλικά.

Εδώ διασταυρώθηκαν επιφανείς καλλιτέχνες με νέους που δοκίμαζαν τα πρώτα τους βήματα και οι οποίοι σήμερα –καταξιωμένοι πλέον κι αυτοί– υποδέχονται τους επόμενους νέους, ενθουσιώδεις και ενδιαφέροντες ομότεχνους.

Θα μπορούσα να προσθέσω πολλά. Θυμάμαι όμως ότι πιο πάνω μίλησα για τη διακριτικότητα και την έλλειψη υπερβολής της γκαλερί της Σπευσίππου. Ας μη γίνω λοιπόν εγώ αυτός που υπερβάλλει.

Ελισάβετ, το μέλλον διαρκεί πολύ…

 
ΓΙΩΡΓΟΣ ΡΟΡΡΗΣ

 

Πώς να το πω τώρα;

Η Ελισάβετ με νοιάζει αλλά… δύσκολα συνεννοούμεθα.

Μου τη γνώρισε ο Βάιος, πάνε τώρα τριάντα και χρόνια – o Βάιος είναι ποιητής, καλλιτέχνης καλύτερα, που όμως για λόγους που τον αφορούν έχει κρεμάσει στο λαιμό του την ταμπέλα του καλού δικηγόρου.

Για τα όσα λέγαμε τότε μεταξύ μας, η Ελισάβετ κι εγώ, υπήρχε ως αφορμή κάποιος ζωγραφικός πίνακας, όμως θυμάμαι πως στα μάτια της υπήρχε –έτσι νόμιζα και εξακολουθώ να νομίζω– κάποιος φόβος.

Τώρα, αυτό που έβλεπα στα μάτια της είχε να κάνει με την αυτογνωσία της ότι ως έμπορος «έμπαζε»;

Είχε να κάνει με τον πραγματικό έρωτά της για τη ζωγραφική, που τη θέλει ανεμπόδιστη από νιτερέσα αλλά ως έμπορος δεν πρέπει να τον φανερώνει;

Τι να σας πω;

Όσες φορές θέλησα να την «κυκλώσω» για να μάθω, καταλήξαμε σε καβγά.

Την πειράζω. Δεν είναι εύκολος άνθρωπος, όμως αν αφήσει να βγαίνουν από μέσα της –ως ομιλία ή ως χειρονομία– μόνο όσα η θεσπρωτική γη της χάραξε, τότε μπορεί και να αγιάσει.

Μάλλον αυτό πρώτος το κατάλαβε ο Ρόρρης και γι’ αυτό –αργότερα– τη ζωγράφισε γυμνή.

Δείτε κι εσείς τα γυμνά της. Πιστεύω πως θα διακρίνετε ότι ίσως και ν’ ασκείται στο πως κάποιος μπορεί ν’ αγιάσει.

Σκέφτομαι πώς να μοιραστώ μαζί σας το ότι μου γνώρισε τον Μποκόρο, το Ρόρρη, τον Παπανικολάου, το Χρόνη, τον Εδουάρδο και να σταματήσω μετά στις αναφορές αυτές;

 Πώς να μην πω ότι της χρωστάω.

 
ΣΩΤΗΡΗΣ ΦΕΛΙΟΣ

Οι φωτογραφίες του θέματος απεικονίζουν έργα των καλλιτεχνών: 1. Μ.Φάις, 2. Μ.Βλαχάκη, 3. Γ.Ρόρρη, 4. Χ.Μπότσογλου, 5. Τ.Ματζαβίνου.