Είναι γεγονός πως κάθε φορά που αποφασίζω να διαβάσω ένα βιβλίο αναρωτιέμαι τι είναι αυτό που με οδήγησε στην επιλογή του. Το συναπάντημά μου με τον κύριο Σαραμάγκου ήταν στοχευμένο και προγραμματισμένο καθώς το μέγεθος του συγγραφέα είναι τέτοιο που θα ήταν τουλάχιστον ατόπημα να τον προσπεράσω.

Του Γιάννη Αντωνιάδη

Είναι επίσης αλήθεια πως το βιβλίο που θα παρουσιάσω δεν είναι από τα πιο γνωστά του, είναι όμως – και αυτό το διαπίστωσα στην πορεία – από τα πιο επιφανή του συγγράμματα, που μεταφράστηκε λίγο καθυστερημένα στα ελληνικά, κάλλιο αργά παρά αργότερα. Αυτό το βιβλίο-παραμύθι εκτυλίσσεται στην Πορτογαλία του 18ου αιώνα και με την είσοδο σε αυτόν τον κόσμο τον μαγικά πλασμένο που έχει διαμορφώσει ο Σαραμάγκου, ο αναγνώστης μετατρέπεται σε θεατή μιας ταχυδακτυλουργικής αφήγησης, εισάγεται σε έναν λαβύρινθο εποχής άνευ προηγουμένου και όσο με αφορά, δεν θέλω να πάω πουθενά αλλού.

Ξεκινώντας τις πρώτες σελίδες άρχισα να ανακαλύπτω γιατί αυτός ο μάγος της πένας ανήκει δικαιότατα ανάμεσα στα μεγαλύτερα ονόματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, κάτι που το έχει καταγράψει ήδη η ιστορία, εγώ απλά το αναπαράγω ως ελάχιστο φόρο τιμής. Η ροή που μας επιφυλάσσει η ιστορία του είναι καθηλωτική, σαρωτική και λυρική μαζί καθώς μας μεταφέρει πίσω στον 18ο αιώνα με μία σκηνοθετική πινελιά που θα ζήλευαν πολλοί θεατρικοί συγγραφείς μιας και το εν λόγω μυθιστόρημα κάλλιστα θα μπορούσε να γίνει αντικείμενο συζήτησης για μεταφορά του στην αυλή της έβδομης τέχνης. Δεν του λείπει ούτε η πλοκή, ούτε τα πρόσωπα αλλά ούτε και η συνεχής και καταιγιστική θα έλεγα πληροφόρησή και αυτό γιατί η λεπτομέρεια των περιγραφών του αν και χαοτική δεν εμφανίζει τρωτά σημεία, μας παίρνει από το χέρι σαν παππούς που εξιστορεί στο εγγόνι του την δική του ιστορία. Αυτό ακριβώς επιτυγχάνει ο Σαραμάγκου, μας αφηγείται σαν να μας είχε απέναντί του. Το Χρονικό του μοναστηριού έχει τα χαρακτηριστικά ενός μυθιστορήματος που όμως ισορροπεί πάνω σε μία έντονη θρησκευτική και ιστορική βάση, είναι τόσο ακριβείς – παρόλο που δεν μπορεί να μην αληθινές – και πλούσιες οι εικόνες τις οποίες παραθέτει, που νιώθει κανείς πως ο ίδιος ήταν παρών και έζησε όλα αυτά για τα οποία μιλάει.

Για να διαλευκάνω λίγο το τοπίο χωρίς όμως να σας αποκαλύψω και πολλά γιατί αξίζει να τα διαβάσετε από πρώτο χέρι, το βιβλίο πραγματεύεται την ιστορία και την εξέλιξη κατασκευής ενός μοναστηριού στην Μάφρα της Πορτογαλίας. Το μοναστήρι αυτό που θα χτιστεί είναι μεγίστης σημασίας για την κοινωνία και τον τόπο όπου έχει οριστεί. Σε κάθε πόλη που έχει την τιμή να φιλοξενεί ένα μοναστήρι γίνονται λιτανείες και πομπές για να εξαγνιστεί ο χώρος, συμμετέχουν όλα τα εξέχοντα πρόσωπα, ιερείς, μουσικοί και αρχιτέκτονες που μάλιστα καταφθάνουν και από άλλες χώρες για να τονίσουν την σημαντικότητα του συμβάντος. Και βέβαια πρωταγωνιστικό ρόλο εξασφαλίζει στον βασιλιά της Πορτογαλίας του οποίου τον ρόλο εξαίρει για να προσδώσει στο μυθιστόρημα την μεγαλοπρέπεια της εποχής, μιας και ο βασιλιάς είναι αδιαμφισβήτητα για την εποχή ο Θεός επί γης στον οποίο οι άνθρωποι εναποθέτουν ελπίδες, όνειρα και φιλοδοξίες, προσωπικές και συνολικές.

Ο παράγοντας θρησκεία είναι πανταχού παρών στο χρονικό αυτό που μας παρουσιάζει, καιροφυλακτεί σε κάθε σελίδα με μία μορφή άλλοτε κατανυκτική, άλλοτε παιδευτική και διδακτική και άλλοτε υποδόρια εξουσιαστική ως προς τον αναγνώστη. Διαφαίνεται εν ολίγοις πως τα πιστεύω και οι θρησκευτικές και πιο συγκεκριμένα χριστιανικές προσλαμβάνουσες του Σαραμάγκου πηγάζουν μέσα από τις αναφορές του, αυτό δε ισχυροποιείται κατ’εμέ αν λάβουμε υπόψη μας και τα άλλα του βιβλία με πιο γνωστά το Περί τυφλότητος, Περί φωτίσεως και Περί θανάτου που διέπονται από ένα παρόμοιο πλαίσιο αναφοράς. Συνεχίζει δηλαδή μία λογοτεχνική λιτανεία χωρίς όμως να γίνεται γραφική και καθολικά αφοριστική για κάποιο άλλο δόγμα. Απλά μοιάζει να παίρνει δύναμη και να δίνει σώμα σε δικές του πεποιθήσεις που εμμέσως πλην σαφώς μετατρέπονται σε μοχλό έμπνευσης και δημιουργίας. Δεν είναι τυχαίο που χρησιμοποιεί ονόματα όπως Επταήλιος και Επτασέληνη σε πρόσωπα που κυριαρχούν, δίνοντας ένα στίγμα φιλοσοφικό και στοχαστικό πέρα από θρησκευτικό (βλ. την σημασία του αριθμού επτά στην Αποκάλυψη του Ιωάννου).

Εξάλλου η θρησκεία είναι πρώτα από όλα φιλοσοφία και έχει επίκεντρό της τον άνθρωπο. Αυτή την μορφή του ανθρώπου θέλει να αναπαραστήσει ο Σαραμάγκου, αυτόν τοποθετεί στο κέντρο του ενδιαφέροντος, είναι η ακτίνα και οι άξονες του ποδηλάτου, όπου το ποδήλατο είναι η ίδια του η αφήγηση.

Η γλώσσα του Σαραμάγκου, η οποία να σημειώσω πως έχει αποδοθεί θαυμάσια από την μεταφράστρια, είναι μία γλώσσα σίγουρα όχι λανθάνουσα αλλά βαρυσήμαντη και αποκαλυπτική, διαχυτική και ενεργητική. Οι μεγάλες του προτάσεις δεν αποπροσανατολίζουν και δεν έχουν επιλεγεί επιτηδευμένα για να ταλαιπωρήσουν τον αναγνώστη, είναι δεδομένη του ανάγκη για έκφραση και συνέχεια σκέψης, από όσο εγώ το αντιλαμβάνομαι. Ο Σαραμάγκου λειτουργεί την αφήγησή του με μοχλό την περιγραφή, την λεπτομέρεια, όπως προείπα και εργαλείο του βασικό είναι η γλώσσα που χρησιμοποιεί για να αποδώσει με ενδελεχή και πιστό τρόπο τις ειδήσεις που έρχονται συνεχώς στο προσκήνιο του λόγου του. Εντάσσει σε αυτήν την μέθοδο και τους διαλόγους που εμπεριέχει εν μέσω των προτάσεων του, τους εντάσσει και αυτούς στην παράγραφο δίχως πολλά σημεία στίξης για να διατηρήσει από την μία την αγωνία του αναγνώστη και από την άλλη για να μην προκαλεί παύσεις που ίσως εκτροχίαζαν την ροή του χρονικού που με κόπο έχει χτίσει.

Ο Σαραμάγκου έφυγε πλήρης ημερών πριν 2 χρόνια και τα ίχνη που άφησε πίσω του τον έχουν καθιερώσει ως έναν ταπεινό αλχημιστή και προσκυνητή της λογοτεχνίας που με τις ιστορίες  του μετουσιώνει τις λέξεις σε χρυσό και μας κάνει μικρούς ταξιδευτές ενός χρόνου που σίγουρα πέρασε αλλά δεν χάθηκε. Το παρελθόν του γίνεται για λίγο το παρόν μας, σαν ένας μοναχός που κρύβει μυστικά  και μας καλεί στο μοναστήρι του για να μας διηγηθεί κάτι από τα λογοτεχνικά του μυστήρια. Σπεύσατε να παρακολουθήσετε το χρονικό αυτό με ευλάβεια, περισυλλογή και αφοσίωση, οι διάδρομοι και οι σκάλες του μοναστηριού που διαμορφώνει με το ραβδί του κρύβουν τον λογοτεχνικό θησαυρό που όλοι έχουμε ανάγκη.

«Η ανάγνωση των καλών βιβλίων είναι σαν την συνομιλία με τους τελειότερους ανθρώπους του παρελθόντος» Καρτέσιος.