Τον τελευταίο καιρό, με πρόσχημα και την διαφημιζόμενη κρίση, υποβάλλεται η οικονομία σαν αποκλειστικό μέτρο και κριτήριο της ζωής μας …

Η συντονισμένη ενημέρωση μας ταυτίζει ως κοινότητα με την αγορά που εκπροσωπεί. Αλλά η  ζωή μας δεν είναι χρηματοοικονομικό μέγεθος, είναι φύση. Η φύση δεν εκπίπτει, ούτε χρεωκοπεί. Κι αυτό που, εκ των υστέρων πάντα, αναγνωρίζουμε ως Τέχνη, αντανακλά ασφαλώς, κάτι από την εποχή του, αλλά δεν αξιώνεται στην επικαιρότητα των συρμών. Στην αλήθεια και την αιωνιότητα προσβλέπει, αξίες άτοπες και  άχρονες, που χωρούν σε όλες τις εποχές των ανθρώπων.

Δεν θαυμάζουμε τον Πραξιτέλη , τον Πανσέληνο, τον Χοκουσάϊ ή τον Ρέμπραντ για την εποχή τους αλλά για το έργο τους, που κατόρθωσε να ξεπεράσει την εποχή του και να αποδίδει ως τις μέρες μας, άφθαρτη δόξα στη δυνατότητα του ανθρώπου να προσεγγίζει το κάλλος.

Όσο για το ερώτημα, αν η τέχνη μας έχει νόημα και ποιό είν’ αυτό, δεν αφορά ακριβώς τα έργα μας αλλά εμάς τους ίδιους και τις προσδοκίες μας, ως πρόσωπα και, κυρίως, ως κοινότητα. Μπορεί η διαπραγμάτευση του υψηλού, της ομορφιάς ή της ηθικής να είναι προσωπική μας ευθύνη και αρετή, αλλά μόνον ως κοινωνικά αγαθά αξιώνονται.

Αυτό, πάντως, που αντιλαμβάνομαι σαν τέχνη και επιδιώκω να προσεγγίσω με τα έργα μου, είναι η, επ’ αγαθώ, συγκράτηση νοήματος  αιωνιότητας στην εφήμερη χειρονομία μας, η μνημείωση του ελάχιστου και καθημερινού, του περαστικού και ήδη φευγάτου παρόντος, ένα σημάδι στο πέρασμα ανώνυμων ή δικών μας ανθρώπων, ένα κεράκι στην απουσία τους, ο υπαινιγμός μιας παρουσίας άφθαρτης, η ομολογία ζεστού φωτός στον ψυχρό τόπο του άδειου.

Eπιμένω στη ζωγραφική αναπαράσταση, επειδή αυτή μου δίνει τη δυνατότητα να αποδίδω το στιγμιότυπο ως αρχέτυπη εικόνα, το συμβάν ως ιδέα.

Χρησιμοποιώ, επιφάνειες φθαρμένες από προηγούμενες βιοτικές χρήσεις, για να ενσαρκωθεί στο έργο, εκτός από το θέμα και την όποια αναπαραστατική δεξιότητα, η συνεχής υπόμνηση του συλλογικού τόπου και χρόνου από τον οποίο κατάγεται ο συλλογισμός μου και στον οποίο θα ήθελα να απευθύνεται το τελικό αποτέλεσμα της χειροτεχνίας μου.

Eπιλέγω τα θέματά μου με κριτήριο την αναγνώριση τους, τόσο ως εντόπια σήματα όσο και ως οικουμενικά σύμβολα επικοινωνίας των ανθρώπων με την άφατη οικειότητα του μυστήριου που περιβάλει τα υλικά αντικείμενα γύρω μας.

Η διαδικασία της προετοιμασίας και της ζωγραφικής με οδηγεί, κάποιες στιγμές προσήλωσης και πειθαρχείας, σε απρόοπτα ξέφωτα αυτογνωσίας και συμφιλίωσης με την κοινή μας συνθήκη, τον τετελεσμένο κόσμο. Εκεί μου αποκαλύπτεται η επιφάνεια της ομορφιάς, εκεί συντελείται και η υπέρβασή στην αιωνιότητα και την αλήθεια. Aυτά τα ξέφωτα προσδοκώ και γι’ αυτά εργάζομαι.

Λόγια λέω πάλι, κι η ζωγραφική απομακρύνεται. Σαν να είναι πάντα κάπου αλλού. Κρατάει μιαν απόσταση, όσο κοντά της κι αν βρισκόμαστε. Στην αύρα αυτής της απόστασης σώζεται το μυστικό της, σώζεται και κάτι από εμάς μαζί του.

Info: Ο Χρήστος Μποκόρος γεννήθηκε το 1956 και μεγάλωσε στο Αγρίνιο. Σπούδασε Νομικά στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και ζωγραφική στην Ανώτατα Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Τα τελευταία χρόνια ζει και εργάζεται στην Καστέλα. Έχει εκπροσωπήσει επανειλημμένως την Ελλάδα και διακρίθηκε σε διεθνείς διοργανώσεις, έχει εκθέσει σε πολλές χώρες του κόσμου και έργα του βρίσκονται σε δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές εντός και εκτός της Ελλάδας.

Photo: Θάνος Ηλιόπουλος