Ο Χρήστος Φλουρής μιλάει για το βιβλίο του με τίτλο «Ιφιγένειες» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Άνεμος, στο www.culturenow.gr.

Η συνέντευξη έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αφού η συγγραφέας Βάσω Παπαδοπούλου που «ανακρίνει» τον συγγραφέα, με αφορμή τον τίτλο ξεκινά μια γενικότερη συζήτηση αναφορικά με τις γυναίκες, τη θέση τους κ.ο.κ.

«….Οι γυναίκες, στις οποίες και επικεντρώνεται το βιβλίο, βιώνουν ένα είδος κοινωνικού αποκλεισμού, τη δυσκολία της αποκατάστασής τους, και σχεδόν πάντα την συναισθηματική και ψυχολογική πίεση που μπορεί να φτάσει μέχρι και την συναισθηματική τους εξόντωση».

Συνέντευξη: Βάσω Παπαδοπούλου

Βάσω Παπαδοπούλου: Το βιβλίο σας αρχίζει από μία εποχή πριν από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και το θέμα είναι οι γυναίκες, τις οποίες αποκαλείτε «Ιφιγένειες» που σημαίνει πως θυσιάζονται. Ο λόγος αυτής της επιλογής έχει σχέση με την εποχή που εξελίσσεται ο μύθος;

Χρήστος Φλουρής: Τα γεγονότα που διαδραματίζονται στο βιβλίο είναι νομίζω συνάρτηση δύο πολύ βασικών παραγόντων: του τόπου και του χρόνου. Μιλάμε για την Κρήτη των αρχών του προηγούμενου αιώνα όπου τα ήθη ήταν πολύ αυστηρότερα από τα σημερινά και η οικογένεια αποτελούσε έναν θεσμό με δεσμούς πολύ πιο συνεκτικούς ανάμεσα στα μέλη της απ’ ότι σήμερα και όταν η αίσθηση της συνολικής ευθύνης της οικογένειας για τις πράξεις ενός μέλους της ήταν πολύ πιο έντονη. Έτσι η εναρκτήρια πράξη του δράματος, ο φόνος του πατέρα Σήφη, δεν αφορά μόνο τον ίδιο και δεν αίρεται, δεν θεραπεύεται μόνο με την ποινή που επιβάλλει στο άτομό του η δικαιοσύνη της πολιτείας. Αφορά εξίσου όλη την οικογένεια όχι θεωρητικά και σε επίπεδο μόνο συναισθηματικό αφού ο κίνδυνος αντεκδίκησης από την πλευρά της οικογένειας του θύματος είναι όχι απλά ενδεχόμενος αλλά σχεδόν βέβαιος.  Αυτός ακριβώς ο κίνδυνος είναι που ενεργοποιεί τα γρανάζια του μηχανισμού των δύο οικογενειών, θύτη και θύματος, ώστε να αποφευχθούν τα χειρότερα. Από αυτή την άποψη λοιπόν ο χρόνος που τοποθετούνται τα γεγονότα έχει καταλυτική σημασία. Ωστόσο, κάνοντας ένα άλμα στο χρόνο θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως είναι δυνατόν και σήμερα να υπάρξουν Ιφιγένειες, άτομα που θα κληθούν να σηκώσουν το βάρος των πράξεων άλλων, που θα αναγκαστούν να πληρώσουν για λάθη που δεν έκαναν… από αυτή τη σκοπιά πιστεύω πως το περιεχόμενο του βιβλίου θα μπορούσε να θεωρηθεί επίκαιρο και πιστεύω πως δεν θα πρέπει να διαβαστεί σαν μια ιστορία που δεν μας αφορά επειδή έχουν αλλάξει οι εποχές και τα ήθη γιατί ο άνθρωπος σε μεγάλο βαθμό ακόμη και σήμερα εξακολουθεί να ενεργεί ακολουθώντας όχι πάντα τη λογική αλλά τα συναισθήματα, ακόμη και τα ένστικτά του.

Β.Π.: Γιατί Ιφιγένειες και όχι Μήδειες ή Ηλέκτρες, ή Κλυταιμνήστρες; Όπως πολύ εύκολα καταλάβατε θέλω την γενικότερη άποψη σας περί γυναικών.
Χ.Φ.:
Πολύ καλή και δύσκολη ερώτηση. Ο τίτλος του βιβλίου, ξέρετε, δεν ήταν αποφασισμένος  από την αρχή. Προέκυψε αφού αυτό ολοκληρώθηκε και ξαναδιαβάστηκε. Νομίζω ωστόσο ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι αρκετά ταιριαστός. Το βιβλίο δεν θα μπορούσε να ονομαστεί Ηλέκτρες, Μήδειες ή Κλυταιμνήστρες, γιατί οι μυθικές φιγούρες στις οποίες αυτά τα ονόματα παραπέμπουν, έχουν να κάνουν με ακραίες ίσως μορφές εκδίκησης επειδή αισθάνθηκαν προδομένες. Στην περίπτωση του βιβλίου όμως καμιά από τις ηρωίδες όσο κι αν αισθάνθηκαν εξαπατημένες, όσο κι αν κατάλαβαν πως πληρώνουν λάθη τα οποία δεν έπραξαν, δεν προβαίνει σε τέτοια ακραία μορφή εκδίκησης. Νομίζω πως συμβολικά και κάνοντας όλες τις απαραίτητες χρονικές αναγωγές, η Ιφιγένεια είναι η μυθική εκείνη μορφή που αρμόζει περισσότερο για να αντιπροσωπεύσει κάθε μια από τις γυναικείες φιγούρες πάνω στις οποίες στηρίζεται το δράμα. Μόνο που στη δική μας περίπτωση καθεμιά τους κάνει διαφορετική διαχείριση της θέσης στην οποία την έταξε η μοίρα.

Τώρα όσον αφορά  την άποψή μου για τις γυναίκες γενικότερα, πιστεύω πως αυτή μπορεί να συνοψιστεί σε δύο μόνο λέξεις : σεβασμός και θαυμασμός. Δεν ξέρω αν αυτό προκύπτει ξεκάθαρα μέσα από την αφήγηση μου, αλλά θαυμάζω και σέβομαι τη γυναίκα, κυρίως για τους ποικίλους ρόλους που κλήθηκε ανέκαθεν να παίξει: της ερωμένης , της συζύγου, της μάνας… και όλοι αυτοί οι ρόλοι είναι δύσκολοι ιδίως όταν το κοινωνικό περιβάλλον είναι προκατειλημμένο αν όχι και εχθρικό απέναντί της, ιδίως όταν αντιμετωπίζεται, όπως αντιμετωπίστηκε και αντιμετωπίζεται σε κάποια μέρη του κόσμου ακόμη και σήμερα, σαν αντικείμενο αγοραπωλησίας, σαν ένα σκεύος χωρίς συναισθήματα και επιθυμίες προορισμένο μόνο να γεννάει παιδιά και να στέκεται στο ύψος της απέναντι στον άντρα της τηρώντας όλες εκείνες τις κοινωνικές της συμβάσεις που σε πολλές περιπτώσεις  στραγγάλιζαν τις δικές της επιθυμίες. Ωστόσο δεν μπορώ να μην αισθανθώ θαυμασμό και για όλες εκείνες τις γυναίκες που ξεπερνώντας όλα  τα πολλές φορές ασφυκτικά όρια κατάφεραν να ορθώσουν το ανάστημά τους και να κάνουν την επανάστασή τους, διεκδικώντας κάτι παραπάνω από εκείνο που η κοινωνία όριζε πως έπρεπε να τους δοθεί.  Και νομίζω πως το βιβλίο είναι γεμάτο από τέτοιες μικρές τηρουμένων των αναλογιών, επαναστάσεις…

Β.Π.: Μια οικογένεια κατά την αφήγησή σας, φορτώνεται ένα ‘στίγμα’, πλήττει όλα τα μέλη με τον ίδιο τρόπο ή υπάρχει διαφορά μεταξύ ανδρών και γυναικών;
Χ.Φ.:
Πιστεύω πως ναι, υπάρχει μια σαφέστατη διαφορά στον τρόπο που καλούνται να διαχειριστούν αυτό το «στίγμα» του φόνου οι άνδρες και οι γυναίκες του βιβλίου. Οι άντρες βιώνουν πιο έντονα τον φόβο της αντεκδίκησης και της φυσικής τους εξόντωσης από την πιθανότητα ή την βεβαιότητα σχεδόν της αντεκδίκησης από την πλευρά της οικογένειας του θύματος. Και αυτή η βεβαιότητα προκύπτει από το πλήθος ανάλογων περιπτώσεων που σίγουρα έχουμε όλοι κατά νου. Οι γυναίκες, στις οποίες και επικεντρώνεται το βιβλίο, βιώνουν ένα είδος κοινωνικού αποκλεισμού, τη δυσκολία της αποκατάστασής τους, και σχεδόν πάντα την συναισθηματική και ψυχολογική πίεση που μπορεί να φτάσει μέχρι και την συναισθηματική τους εξόντωση. Είναι όμως σαφές πως υπάρχει μια διαφοροποίηση στον τρόπο που καθεμιά από τις ηρωίδες κάνει διαφορετική διαχείριση της  κατάστασης: η γυναίκα του φονιά ατσαλώνεται, γίνεται μάνα και πατέρας για τα παιδιά της, κρατάει τις ισορροπίες, σηκώνει το ανάστημά της μπροστά σε οτιδήποτε  μπορεί να απειλήσει το σπίτι της. η γυναίκα του θύματος που καλείται από την μικρή κοινωνία του χωριού να θάψει μαζί με τον άντρα της και την φιλία της με την γυναίκα του φονιά, φαίνεται να δέχεται την νέα κατάσταση αλλά στην πραγματικότητα δεν διστάζει να ξεπεράσει την ατολμία του φύλου και της θέσης της και να κάνει αποφασιστικές παρεμβάσεις σε καίριες στιγμές. Η μεγάλη κόρη του φονιά, κλειδώνεται στην θλίψη της όταν καταλαβαίνει πως υπήρξε θύμα εξιλαστήριο της όλης κατάστασης, παραιτείται και πεθαίνει τελικά ανέραστη και μόνη αδυνατώντας να κάνει την υπέρβαση που θα την έβγαζε από το τέλμα της κακοποίησης και της εγκατάλειψης. Η Μικρή κόρη με τη σειρά της, κάνει κι αυτή τις παραχωρήσεις της, αλλά δεν παραιτείται ποτέ , παλεύει και καταφέρνει να πάρει την εκδίκησή της απ’ όλους εκείνους που όλη της τη ζωή δεν την έκριναν για τις δικές της πράξεις μα για τις πράξεις των άλλων. Επομένως νομίζω πως ναι μεν το στίγμα του φόνου το φορτώνονται όλα τα πρόσωπα του δράματος, καθένα τους όμως το κουβαλάει και το διαχειρίζεται διαφορετικά.

Β.Π.: Μερικές φορές κατά την ανάγνωση είχα την εντύπωση πως περιγράφατε γεγονότα πιο προσωπικά, συμβαίνει αυτό;
Χ.Φ.:
Νομίζω πως σωστά καταλάβατε. Η καταγωγή μου από τη Θεοδώρα, ένα μικρό ορεινό χωριό  της Κρήτης, σίγουρα δεν είναι άσχετη με την βιωματική εντύπωση που αφήνει το βιβλίο. Από μικρός έγινα κοινωνός πολλών παρόμοιων ιστοριών με αυτές που περιγράφονται. Γαλουχήθηκα με αυτές, τις έφερα  και τις φέρω ακόμη μέσα μου σαν αναπόσπαστο κομμάτι του   εαυτού μου. Η βάση λοιπόν, της ιστορίας είναι αληθινή και προσωπική. Ωστόσο η πραγμάτευσή της είναι σε κάποιο βαθμό μυθιστορηματική με προσπάθεια βέβαια από μέρους μου να είμαι όσο πιο κοντά γίνεται στο τι θα μπορούσε να έχει συμβεί .

Β.Π.: Θα σας κάνω την κλασσική ερώτηση για κάθε πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα, τι να περιμένουμε στη συνέχεια;
Χ.Φ.:
Ξέρετε, πριν γράψω αυτό το βιβλίο, δεν πίστευα ότι μπορώ να γράψω ούτε μια σελίδα πεζό κείμενο, δεδομένου ότι μέχρι τώρα είχα ασχοληθεί περισσότερο με την ποίηση. Ούτε μπορούσα να φανταστώ ότι μια τέτοια ιστορία θα μπορούσε να συγκινήσει ή να ενδιαφέρει και κάποιους άλλους πέρα από μένα τον ίδιο. Κατά την διάρκεια συγγραφής επηρεάστηκα πολύ συναισθηματικά, τόσο που ήμουν σχεδόν βέβαιος πως αυτή θα ήταν η πρώτη και η τελευταία μου προσπάθεια. Ωστόσο μετά την ολοκλήρωσή του και κυρίως μετά την έκδοσή του κατάλαβα πόσο λυτρωτική ήταν για μένα αυτή η διαδικασία, πόσο γόνιμο είναι να μοιράζεται κανείς με αυτόν τον τρόπο σκέψεις και συναισθήματα . Δεν θα μπορούσα λοιπόν να σταματήσω εδώ. Αυτόν τον καιρό γράφω ένα νέο μυθιστόρημα για το οποίο ίσως θα έχουμε την ευκαιρία να μιλήσουμε αργότερα…