Το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης παρουσιάζει στο Πολιτιστικό Κέντρο Θεσσαλονίκης, στη Βίλα Καπαντζή, την έκθεση του Παναγιώτη Τέτση με τίτλο “Χαρακτική”.

 

Η έκθεση, με 61 χαρακτικά έργα της συλλογής του ΜΙΕΤ, καλύπτει χρονολογικό φάσμα δημιουργίας 20 ετών, από την πρώτη καλλιτεχνική περίοδο έως τη δεκαετία του ’80, δίνοντας έτσι στο θεατή μια ολοκληρωμένη εικόνα για το χαρακτικό έργο του Παναγιώτη Τέτση.

 

ΓΙΑ ΤΟΝ Π. ΤΕΤΣΗ & ΤΗΝ ΕΚΘΕΣΗ

«δεν θα ‘πρεπε να θεωρηθεί [η χαρακτική] ανεξάρτητα από την προηγούμενη ζωγραφική εργασία μου, είναι κομμάτι της ή συνέχειά της, αλλάζει μόνον το μέσον … και από αυτό το μέσον θέλησα να αντλήσω ζωγραφικές δυνατότητες που προσφέρονται αγνοώντας τη γραφική αντίληψη της παλιάς παραδόσεως …».

 

Με τον τρόπο αυτό αντιμετωπίζει ο ζωγράφος-χαράκτης και ακαδημαϊκός Π. Τέτσης το χαρακτικό του έργο, μιλώντας στον κατάλογο της πρώτης έκθεσης χαρακτικής το 1958 στην Αίθουσα Αρμός. H ενασχόλησή του με την χαρακτική ξεκινά τα έτη 1953-1956, κατά τη διάρκεια των σπουδών του στην Ecole des Beaux-Arts, κοντά στον χαράκτη E. J. Goerg. Αν και άριστος «χειριστής» του χρώματος, επιδίδεται με την ίδια δεξιοτεχνία στα ασπρόμαυρα ζωγραφικά και χαρακτικά του έργα γιατί, όπως εκείνος χαρακτηριστικά λέει σε συνέντευξη του στην εφημερίδα Τα Νέα: «Με το ασπρόμαυρο βλέπεις περισσότερο από όσα με το χρώμα. Το χρώμα δε σε αφήνει να πας πιο πέρα. Όταν βλέπεις το ασπρόμαυρο μετέχεις περισσότερο, γίνεσαι πιο ενεργός, ανοίγουν τα φτερά της φαντασίας σου, συνεργάζεσαι κατά κάποιον τρόπο2».

 

Όσο για τη χαλκογραφία αναφέρει χαρακτηριστικά σε άρθρο στην εφημερίδα «Θεσσαλονίκη» το Μάιο του 1971: «Η χαλκογραφία δεν έχει σκοπό να επαναλάβει έναν πίνακα ζωγραφικής, αλλά αποζητά μιαν άλλη έκφραση. Σ’ αυτήν βρήκα λύσεις που δεν είχα στη ζωγραφική. Αυτές είναι σχετικές με την ιδιομορφία της, που σε υποχρεώνει να δημιουργήσεις το έργο σου σε περιορισμένα όρια (συνήθως λείπει το χρώμα), μέσα σε λιτότητα.

»Το μαγικό του χρώματος που έχει η ζωγραφική, εδώ είναι ανύπαρκτο. Δεν υπάρχει παρά μόνο το μαύρο μελάνι και το άσπρο του χαρτιού. Τα μοναδικά αυτά δύο στοιχεία, σαν τον καλόγηρο ή τον ασκητή που απέχει από τις απολαύσεις της ζωής. Το μαύρο ράσο του και το άσπρο ασβεστωμένο κελί του. (Πόσο ταίριαζε αυτή η τέχνη στους καλλιτέχνες καλόγηρους του Αγίου Όρους, που την ασκήσανε επί δύο αιώνες και μας δώσανε έργα γεμάτα ιδιοτυπία).

»Και η λιτότητα αυτή είναι αποτέλεσμα μιας τεχνικής με εξαιρετικά πολύπλοκα προβλήματα κι επίπονη προπαρασκευαστική διαδικασία κατά τη χάραξη. Τεχνική μ’ έναν κόσμο γεμάτο μυστικά και ταυτόχρονα ανοιχτό για κάθε εξέλιξη. Μπορείς να ανακαλύψεις εκφραστικούς δρόμους καινούριους. Η εκτύπωση είναι χαρά, αισθάνεσαι ολοκλήρωση όταν κάθε ανάτυπο παίρνει τον προσωπικό του τόνο κι ένα ύφος από ευαισθησία της στιγμής.

»Στη χαλκογραφία δοκιμάζεται ο καλλιτέχνης-εργάτης. Είναι πολύ δύσκολο όταν σε κυνηγά συγχρόνως το όραμα του έργου και πρέπει να μην το προδώσεις. Έχει μια ιδιαίτερη θέση για μένα η χαλκογραφία, παράλληλα με τη ζωγραφική, με πολλά κοινά. Τα κοινά σημεία ας μην τα εντοπίσουμε στη θεματογραφία, που είναι κάτι συμπτωματικό, αλλά στην αντίληψη του περίγυρου, στις αναφορές που περνούν και στη ζωγραφική και στη χαρακτική.

»Δέχομαι την όραση σαν κύρια αίσθηση επικοινωνίας με το περιβάλλον, κι έτσι το πρόβλημά μου και κατά συνέπεια οι αναζητήσεις μου απλώνονται στην ανακάλυψη του φωτός. Εκεί ζητάω τις λύσεις μου τώρα, όπως και άλλοτε. Είμαι σαφής σ’ αυτό που γύρευα πάντα. Μένω σταθερός στο “πιστεύωˮ μου. Πρώτ’ απ’ όλα είναι τα μάτια!

»Να τι είναι τώρα: απότομες μεταλλαγές, κοντράστα χωρίς ήσυχες μεταπτώσεις· τονική αφήγηση ενός χώρου δίχως χρωματική υπόσταση, με λιτά μέσα, το μαύρο και το άσπρο· συμπύκνωση του φωτός μέχρι τα άκρα και ένταση. Κοινά προβλήματα στη ζωγραφική και στη χαρακτική, που είναι μια προέκταση της πρώτης».

 

Τόσο στη ζωγραφική όσο και στη χαρακτική ο Π. Τέτσης αντλεί τα θέματα του, όπως αναφέρει στην εφημερίδα Η Καθημερινή: «Από αυτό που βλέπω. Τα μάτια με τροφοδοτούν. Μια τυχαία ματιά μπορεί να μου αποκαλύψει το δρόμο για μια σειρά δουλειάς3… ». Ο καλλιτέχνης ξεπερνώντας την απλή εικονογράφηση της παραδοσιακής χαρακτικής καταπιάνεται με πολλές θεματογραφικές περιοχές. Αποδίδει κυρίως την ανθρώπινη μορφή, το τοπίο και τη νεκρή φύση. Εμπνέεται επίσης από σκηνές της εργατικής ζωής (γιαπιά, ναυπηγεία, λαϊκές αγορές κ.α.).

 

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Ο Π. Τέτσης γεννήθηκε στην Ύδρα το 1925. Το 1940 πήρε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής από τον Klaus Vrieslander και η γνωριμία του με τον Δ. Πικιώνη και Ν. Χατζηκυριάκο-Γκίκα καθόρισε τη μετέπειτα πορεία του. Από το 1943 έως το 1949 φοίτησε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών με δασκάλους τους Δ. Μπισκίνη, Π. Μαθιόπουλο και Κ. Παρθένη. Με κρατική υποτροφία συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι, στην Ecole des Beaux-Arts, όπου, μεταξύ άλλων, διδάχθηκε την τέχνη της χαλκογραφίας κοντά στον E. J. Goërg (1953-1956). Το 1960, με τιμητική υποτροφία της ιταλικής κυβέρνησης, επισκέφθηκε την Ιταλία και μελέτησε τα μουσεία της. Το διδακτικό του έργο το αρχίζει το 1951, όταν διορίζεται επιμελητής –με καθηγητή τον Ν. Χατζηκυριάκο-Γκίκα– στην έδρα του ελεύθερου σχεδίου στην Ανώτατη Σχολή Αρχιτεκτόνων του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Δίδαξε επίσης (1958-1976) στο Ελεύθερο Σπουδαστήριο Καλών Τεχνών (μετέπειτα Σχολή Βακαλό), του οποίου υπήρξε και ιδρυτικό μέλος, καθώς και στη Σχολή Σχεδιαστών του Αθηναϊκού Τεχνολογικού Ομίλου (1958-1962). Το 1976 εξελέγη καθηγητής στο Γ΄ εργαστήριο ζωγραφικής στην ΑΣΚΤ, στην οποία διετέλεσε και πρύτανης το διάστημα 1989 έως 1991, και δίδαξε έως το 1992. Από το 1993 είναι μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Το χαρακτικό του έργο, ιδιαίτερα σημαντικό και συμπληρωματικό του ζωγραφικού του, το έχει παρουσιάσει σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό.