Φωνές που δίνουν χαρακτήρα, χρώμα και βάθος σε ευφάνταστους στίχους ποιητών μέσα από το τραγούδι.  Ανθρώπινες φωνές που

αφηγούνται, μονολογούν σκέψεις και συναισθήματα, σαν συμπλήρωμα της μουσικής. Αλλά και «μουσικές» φωνές που αναπαριστούν συμβολικά ήχους των στοιχείων της φύσης. Σ’αυτές ακριβώς τις Φωνές με τις τεχνικές και τις εκφραστικές απαιτήσεις, τις αποτυπωμένες σε σπουδαία έργα του διεθνούς ρεπερτορίου, είναι αφιερωμένη η πρωτότυπη συναυλία του Ελληνικού Συγκροτήματος Σύγχρονης Μουσικής που θα πραγματοποιηθεί την Τετάρτη 23 Ιανουαρίου, στις 8.30 το βράδυ στην Αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος, στο πλαίσιο της Σειράς ‘Σύγχρονη Μουσική Δημιουργία’. Συμπράττουν η εξαίρετη μέτζο σοπράνο Μαργαρίτα Συγγενιώτου και ο Σπύρος Σακκάς, σε ρόλο αφηγητή. Υπεύθυνος του συγκροτήματος είναι ο Ιάκωβος Κονιτόπουλος.

Πρόκειται για μια συναυλία-πρόταση του Θόδωρου Αντωνίου, του σπουδαίου συνθέτη, μαέστρου και ακαδημαϊκού δάσκαλου που έχει αφιερώσει τη ζωή του στη σύγχρονη μουσική δημιουργία, ο οποίος και θα διευθύνει το Συγκρότημα στην ερμηνεία πέντε έργων χαρακτηριστικών της μοναδικής τεχνοτροπίας κορυφαίων  Ελλήνων και ξένων συνθετών: του αξέχαστου Μάνου Χατζιδάκι που το 1987 προχώρησε στην αναθεώρηση της παρτιτούρας του Ματωμένου Γάμου, για φωνή, βιολοντσέλο και πιάνο, προσεγγίζοντας το έργο του Λόρκα μέσα από τον δικό του λαϊκό μύθο, το ρεμπέτικο. Του Αμερικανού συνθέτη και πιανίστα Τζωρτζ Κραμπ με την πρωτοφανή δίψα για τη δημιουργία φυσικών ήχων που το 1971 συνέθεσε το Vox Balaenae για φλάουτο, βιολοντσέλο και πιάνο, μια ενόργανη αναπαράσταση του τραγουδιού των φαλαινών. Του κορυφαίου Γάλλου εκπροσώπου της φασματικής μουσικής Ζεράρ Γκριζέ με το Νανούρισμα Berceuse από τη σύνθεσή του Quatre chants pour franchir le seuil, στην εκδοχή του για φωνή και ενόργανο σύνολο. Του Δημήτρη Δραγατάκη με τον απαιτητικό Μονόλογο αρ.1 για σόλο φωνή, έργο αντιπροσωπευτικό της μουσικής γλώσσας του δημιουργού που συνδυάζει επιλεκτικά στοιχεία της δυτικής μουσικής (κυρίως των νεωτεριστικών ρευμάτων του 20ού αιώνα) με τη μουσική παράδοση της Ηπείρου. Όπως και του Αρνολντ Σένμπεργκ με την Ωδή στον Ναπολέοντα Βοναπάρτη, έργο 41, για αφηγητή και ενόργανο σύνολο.

Το πρόγραμμα του ΕΣΣΜ ξεκινά με τον Ματωμένο Γάμο του Μάνου Χατζιδάκι (1925-1994), το έργο (τη μουσική, και τα τραγούδια) που ο αξέχαστος Έλληνας συνθέτης έγραψε για την ομώνυμη παράσταση που δόθηκε στο Θέατρο Τέχνης το 1948 (στην οποία συνεργάστηκαν ο Κάρολος Κουν στη σκηνοθεσία, ο Νίκος Γκάτσος στη μετάφραση και στην απόδοση των στίχων και ο Γιάννης Τσαρούχης στα σκηνικά και στα κοστούμια). Και πιο συγκεκριμένα, στην πιο συμπυκνωμένη του μορφή για φωνή, βιολοντσέλο και πιάνο, όπως ο ίδιος την πρωτοπαρουσίασε το 1987, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων για τα πενήντα χρόνια από το θάνατο του Λόρκα. Ο Ματωμένος Γάμος που στη συναυλία ερμηνεύεται από την μετζοσοπράνο Μαργαρίτα Συγγενιώτου με τη συνοδεία της Λευκής Κολοβού στο βιολοντσέλο και του Ανδρέα Ζαφειρόπουλου στο πιάνο, αποκαλύπτει την διαφορετική αισθητική του Χατζιδάκι σε σχέση με εκείνη άλλων συνθετών που καταπιάστηκαν με το έργο, καθώς προσεγγίζει τον Λόρκα μέσα από τον δικό του λαϊκό μύθο – που τον είχε επηρεάσει καταλυτικά το 1948 -, το ρεμπέτικο. Αυτό άλλωστε αναφέρει και ο ίδιος στο εισαγωγικό κείμενο για το πρόγραμμα του 1987. Η μουσική γλώσσα του εμπνευσμένου δημιουργού, άλλοτε ζωντανή και σπιρτόζα κι άλλοτε μελαγχολική, αποδεικνύει την ικανότητά του να εφευρίσκει την ιδέα και την πανάξια μελωδική γραμμή που μπορεί να δίνει χαρακτήρα σε ευφάνταστους και σωστά δομημένους στίχους.

Έργο που βασίζεται στην ενόργανη αναπαράσταση του τραγουδιού των φαλαινών, το Vox Balaenae (Η φωνή της φάλαινας) του Τζωρτζ Κραμπ (1929-) που θα ακουστεί στη συνέχεια, γράφτηκε το 1971 από τον βραβευμένο με Πούλιτζερ και Γκράμμυ Αμερικανό συνθέτη και πιανίστα, γνωστό για τη δυναμική και προκλητική του φαντασία, την πρωτοφανή του δίψα για τη δημιουργία φυσικών ήχων και τις ευρηματικές τεχνικές του που άνοιξαν νέους δρόμους στην έκφραση του σύγχρονου πιάνου. Στον έργο ο συνθέτης χρησιμοποιεί ένα πιάνο, ένα τσέλο κι ένα φλάουτο (και τα τρία με μικρόφωνο) καθώς και κρόταλα ενώ ζητά από τους μουσικούς να φορούν μάσκες έτσι ώστε να χάσουν την ανθρώπινή τους υπόσταση και να αναπαραστήσουν συμβολικά τα στοιχεία της φύσης, να τραγουδούν, να παίζουν παντομίμα και να χρησιμοποιούν ευρηματικές τεχνικές για να επιτύχουν με τα όργανά τους το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Για πολλούς, το έργο αυτό θεωρείται συμπληρωματικό ή και αντισταθμιστικό των έργων του Ολιβιέ Μεσσιάν με θέμα τα πουλιά, καθώς το καταληκτικό μέρος, Sea-Nocturne, φέρει τον υπότιτλο (…for the end of time) που παραπέμπει στον τίτλο του περίφημου έργου του Μεσσιάν «Κουαρτέτο για το τέλος του χρόνου».

Ακολουθεί το Νανούρισμα Berceuse, το τέταρτο και τελευταίο τραγούδι από την σπουδαία σύνθεση του κορυφαίου Γάλλου εκπροσώπου της φασματικής μουσικής Ζεράρ Γκριζέ (1946-1998) Quatre chants pour franchir le seuil, στην εκδοχή του για φωνή (Μαργαρίτα Συγγενιώτου) και ενόργανο σύνολο. Η πρεμιέρα ολόκληρου του έργου, του τελευταίου που έγραψε, έγινε το 1999, έναν χρόνο μετά το θάνατό του, από τη Σινφονιέτα του Λονδίνου. Στην ιδιωματική αυτή σύνθεση χρησιμοποιούνται κείμενα από διάφορες κουλτούρες, που μιλούν για το θάνατο. O Γκριζέ χρησιμοποιεί τη φωνή με φαινομενικά αταίριαστο τρόπο, αν και αυτή αποτελεί τον συνδετικό κρίκο μεταξύ των οργάνων του συνόλου. Το Νανούρισμα ακολουθεί την καταστροφική καταιγίδα από το περίφημο Έπος του Γκιλγκαμές που περιγράφεται στο προηγούμενο τραγούδι. Μετά την καταιγίδα, ο συνθέτης αποκαλύπτει έναν νέο κόσμο, με προοπτικές που υπερτονίζονται μέσα από τα ηχοχρώματα που χρησιμοποιεί αριστουργηματικά.

Στο δεύτερο μέρος της βραδιάς θα ακουστεί ο «ελληνικός» Μονόλογος αρ.1, για σόλο φωνή (1979) του Δημήτρη Δραγατάκη (1914-2001). Πρόκειται για μια σύνθεση αντιπροσωπευτική της μουσικής γλώσσας του δημιουργού που συνδυάζει επιλεκτικά στοιχεία της δυτικής μουσικής (κυρίως των νεωτεριστικών ρευμάτων του 20ού αιώνα) με τη μουσική παράδοση της Ηπείρου, συχνά ιδωμένη μέσα από το πρίσμα μιας αρχέγονης ελληνικότητας. Ο Μονόλογος αρ. 1 συνέπεσε χρονικά με το θάνατο της μητέρας του συνθέτη, εγκαινιάζοντας έναν κύκλο έργων – Μονόλογο για βιολοντσέλο (2000), Μονόλογο για βιολί (2000) και Μονόλογο για πιάνο (2001) – που παραπέμπουν στο είδος του θεατρικού μονολόγου, με κοινό στοιχείο την εκφραστικότητα του σολίστ-ερμηνευτή που δρα επί σκηνής ως «συν-δημιουργός». Η πηγή ωστόσο της τραγικής εκφραστικότητας του Μονολόγου αρ. 1 θα μπορούσε να αναζητηθεί στην Αναφορά στην Ηλέκτρα (1968, για φωνή και οργανικό σύνολο), με θέμα από την ομώνυμη τραγωδία του Σοφοκλή, καθώς και στο σύνολο της σκηνικής μουσικής του Δραγατάκη για το αρχαίο δράμα (1968-1973). Ο Μονόλογος αρ.1 έχει τεχνικές και εκφραστικές απαιτήσεις (όπως τη μεγάλη φωνητική έκταση, την ατονική γλώσσα, τα συνεχή μεγάλα διαστήματα ή την απόδοση του ιδιαίτερα δραματικού περιεχομένου του κειμένου), η επιτυχής αντιμετώπιση των οποίων επιζητά την αξιοποίηση ποικίλων φωνητικών δυνατοτήτων, πέρα από το τραγούδι και την ομιλία (μουρμούρισμα, στεναγμός, κραυγές κ.ά.). Η φόρμα του έργου είναι ελεύθερη και παραπέμπει σε αυτοσχεδιασμό. Προφανείς είναι και οι διασυνδέσεις του με το ηπειρώτικο μοιρολόι, στην ευρηματική ωστόσο εκδοχή του Δραγατάκη που τοποθετεί την ίδια τη θανούσα στο ρόλο της θρηνούσας η οποία αντιμετωπίζει το θάνατό της ως επερχόμενο και όχι ως συντελεσμένο. Το έργο είναι αφιερωμένο στη Μαργαρίτα Συγγενιώτου, η οποία το ερμήνευσε στην πρώτη παρουσίασή του, το 1998 στο Ωδείο Φ. Νάκας.

Η συναυλία ολοκληρώνεται με την Ωδή στον Ναπολέοντα Βοναπάρτη (Ode to Napoleon Buonaparte), έργο 41, για αφηγητή και ενόργανο σύνολο του σπουδαίου Αυστροαμερικανού δασκάλου, συνθέτη και διευθυντή ορχήστρας Αρνολντ Σένμπεργκ (1874-1951), γνωστού για την εξαιρετικά πολύπλοκη μουσική του που οδηγεί κάθε στοιχείο στο απώτατο όριό του και απαιτεί «ενεργούς» ακροατές. Το δεκαπεντάλεπτο αυτό έργο που γράφτηκε κατά τη διάρκεια του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου, όταν ο συνθέτης βρισκόταν ήδη στην Αμερική, κινείται μονίμως στο πλαίσιο της σειραϊκής πραγματικότητας του Σένμπεργκ όπου η χρήση της νότας μι στο τέλος λειτουργεί περισσότερο ως υπόμνηση της Τρίτης συμφωνίας του Μπετόβεν, της «Ηρωικής», που αρχικά ήταν αφιερωμένη στον Ναπολέοντα. Ο Σένμπεργκ γράφει την παρτιτούρα του για κουαρτέτο (ή ορχήστρα) εγχόρδων και αφηγητή (στο ρόλο του οποίου θα δούμε τον Σπύρο Σακκά) ο οποίος καλείται ουσιαστικά να αντεπεξέλθει σε μια απαιτητική αλλά αριστουργηματική μουσική απαγγελία (Sprechstimme) που φέρει μεγάλο μέρος της ουσίας του έργου.

Το Ελληνικό Συγκρότημα Σύγχρονης Μουσικής ιδρύθηκε το Φεβρουάριο του 1967 από τον Θόδωρο Αντωνίου, ο οποίος είναι και ο καλλιτεχνικός διευθυντής του. Πρώτα μέλη του διετέλεσαν οι πιο ταλαντούχοι μουσικοί εκείνης της εποχής, με ιδιαίτερη ενασχόληση τη σύγχρονη μουσική. Η πρώτη εμφάνιση του Συγκροτήματος πραγματοποιήθηκε το Μάρτιο του 1967 στην Ελληνοαμερικανική Ένωση, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ «Ημέρες Σύγχρονης Μουσικής». Έκτοτε το ΕΣΣΜ έχει παρουσιάσει εκατοντάδες έργα των αντιπροσωπευτικότερων αισθητικών κατευθύνσεων και τεχνοτροπιών του ελληνικού αλλά και του διεθνούς ρεπερτορίου. Το Συγκρότημα που δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην ελληνική δημιουργία της νεότερης γενιάς των συνθετών, περιλαμβάνει συχνά στα προγράμματά του πολλές πρώτες εκτελέσεις και παραγγελίες τους, ενώ συνεργάζεται στενά με την Ένωση Ελλήνων Μουσουργών.

Πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών από το 1989, από τους διαπρεπέστερους καιπολυγραφότερους σύγχρονους καλλιτέχνες, ο Θόδωρος Αντωνίου διάγει λαμπρή καριέρα ως συνθέτης, μαέστρος και καθηγητής πανεπιστημίου στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Σπούδασε βιολί, φωνητική και σύνθεση στο Εθνικό και Ελληνικό Ωδείο, διεύθυνση ορχήστρας και σύνθεση στη Μουσική Ακαδημία του Μονάχου και στο Διεθνές Μουσικό Κέντρο του Ντάρμσταντ. Δίδαξε μουσική στα μεγαλύτερα πανεπιστήμια των ΗΠΑ. Το 1978 έγινε καθηγητής σύνθεσης στο Πανεπιστήμιο της Βοστόνης, θέση την οποία κατείχε ως τον Οκτώβριο του 2008, οπότε και ανακηρύχθηκε ομότιμος καθηγητής. Ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτωρ του τμήματος μουσικών σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου και του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών το 2005 και το 2009 αντίστοιχα. Οι περισσότεροι Έλληνες συνθέτες της νεότερης γενιάς υπήρξαν μαθητές του. Ως διευθυντής ορχήστρας έχει διευθύνει πολλές μεγάλες ορχήστρες και μουσικά σύνολα παγκοσμίως. Πολλές από τις συνθέσεις του είναι παραγγελίες μεγάλων ορχηστρών. Του έχουν απονεμηθεί διεθνή βραβεία και διακρίσεις. Τον Φεβρουάριο του 2007 τιμήθηκε με την υψηλότατη διάκριση του Ταξιάρχη του Τάγματος της Τιμής από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας. Το 2011 του απονεμήθηκε από το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ το βραβείο «Τιμώντας τον ελληνικό πολιτισμό». Τα έργα του είναι πολυάριθμα, ποικίλης φύσεως κι έχουν εκδοθεί από τους οίκους Bärenreiter Verlag (Γερμανία), G. Schirmer (ΗΠΑ) και Φ. Νάκας (Ελλάδα).