Μία Κίνα όπου το τρένο του Μάο έχει σφυρίξει το τέλος της διαδρομής του και επίσημα με τον θάνατό του, περιγράφει η Γίγεν Λι στους “Περιπλανώμενους“.

Ο Μάο μπορεί να μην υπάρχει πια στην Κίνα του τέλους της δεκαετίας του ’70 όμως η κόκκινη επανάσταση που ο ίδιος πίστεψε και εδραίωσε θα συνεχίσει να ορίζει τις τύχες και τις ελπίδες των πολιτών και με ποιο τρόπο;

Η περιπλάνηση που με καυστικότητα και σπαρταριστό λόγο πραγματεύεται η Γίγεν Λι, αναφέρεται στο μέλλον μίας χώρας δισεκατομμυρίων ανθρώπων που ψάχνουν να βρουν την ζωή τους στα χαρακώματα μίας επανάστασης που κανείς δεν ξέρει αν πλέον πια υπάρχει ή αν οι ακόλουθοι του Μάο την εκμεταλλεύονται για να εγκαθιδρύσουν το δικό τους status quo, αμφίβολης ταυτότητας και δράσης. Εν τω μεταξύ, η ζωή συνεχίζεται υπό την εμφανή αγωνία του τώρα και βέβαια του άγνωστου αύριο.

Δυναμικός και αιχμηρός ο λόγος της Γίγεν Λι σε ένα μυθιστόρημα κόλαφο και καταπέλτη για ένα καθεστώς που με όρους τρομοκρατίας συνεχίζει να ποδηγετεί έναν λαό αδύναμο αφού η εξουσία παρέμενε στην αυγή της μετά Μάο εποχής στα χέρια ολίγων υπό την σημαία της επανάστασης και του κομμουνιστικού ανέμου που όλα τα σαρώνει. Μήπως το ίδιο δεν συνέβη και στην μετά Στάλιν Ρωσία; Η σάρωση όμως επήλθε με δραματική εξέλιξη στις ζωές των “περιπλανώμενων” που η Γίγεν Λι με θάρρος “αντρίκιο” τολμάει να παρουσιάσει ενώπιον ημών και αλλήλων σαν φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Μία φωνή ηχηρή, στεντόρεια και τρανταχτή που κυριαρχείται από την αρχή μέχρι το τέλος από την επιτακτική ανάγκη να βροντοφωνάξει την αδικία που βιώνουν οι συμπατριώτες της και να κραυγάσει τον φόβο που σκόρπισαν τα τέρατα της κομμουνιστικής λαίλαπας.

Σκηνές σκληρές λαμβάνουν χώρα όταν η κόρη του Δασκάλου Γκου, μία ηρωίδα που θυμίζει Ντοστογιέφσκι βγαλμένη από το “Υπόγειο”, εκτελείται σε δημόσια θέα γιατί με σθένος προτίμησε να αντισταθεί και να αντιδράσει σε μία πραγματικότητα που φυλάκιζε την ψυχή της και τον νου της. Παγωμένος και απαθής ο όχλος των Κινέζων παρακολουθεί τα τεκταινόμενα περιμένοντας και υπομένοντας, προσδοκώντας μία κοινωνία ισότητας και δικαίου. Σαν η μοίρα να τους γύρισε την πλάτη ή όλα αυτά είναι ένας εφιάλτης και μία ψευδαίσθηση από τις οποίες θα ξυπνήσουν;

Αγανακτισμένοι, απογοητευμένοι και κάτι παραπάνω από κατατρεγμένοι είναι οι ήρωές της που περιπλανώνται σε μία χώρα φάντασμα όπου όλα είναι ελεγχόμενα και κατακριτέα, μικρά κορίτσια πωλούνται έναντι πινακίου φακής για να ζήσουν οικογένειες και άλλα είναι αναγκασμένα να παντρευτούν σε πολύ μικρή ηλικία για να απαλλαγεί η οικογένεια από τα “περιττά” έξοδα μίας ακόμα ανατροφής. Η συγγραφέας αρθρώνει λόγο καυστικό, ειρωνικό αλλά με μία υποδόρια ρομαντική διάθεση εξαπολύει με τον δικό της τρόπο δριμύ κατηγορώ για όλα αυτά που συμβαίνουν. Οι πολίτες στρατευμένα σιωπηλοί κι φιλήσυχοι όχι από επιθυμία τους αλλά υπό την απειλή τιμωριών και μελλούμενων συνεπειών από ένα αμείλικτο σε οίκτο καθεστώς που όποιον θορυβήσει ή “αλλαξοπιστήσει” η εκτέλεση και ο βασανισμός τον περιμένει σαν να είναι βούτυρο στο ψωμί των ομάδων περιφρούρησης της νέας τάξης πραγμάτων. Το έργο της επιβίωσης παίζεται με δυσμενείς όρους, η φτώχεια, η ανέχεια και οι αγκυλώσεις από τον συντηρητισμό της κοινωνίας συμπληρώνουν τον πίνακα μίας θλιβερής και μελαγχολικής ατμόσφαιρας που δεν φαίνεται να έχει ημερομηνία λήξης και σχέδιο διαφυγής.

Το τοπίο της Γίγεν Λι είναι ζοφερό, ωμά δοσμένο και πνίγεται από την αδικία. Μπροστά στον χρόνο που μοιάζει με ρολόι σταματημένο συμβαίνουν απίθανες και ακατανόητες σκηνές που θυμίζουν μεσαίωνα και σε καμία περίπτωση δεν παραπέμπουν σε σύγχρονο και πολιτισμένο κόσμο. Σατραπικές μέθοδοι που υποτίθεται πως ανήκουν σε ένα κανιβαλικό και κτηνώδες παρελθόν μαζί με αδύναμους ανθρώπους και ζώα που γίνονται βορρά στις ορέξεις επιτήδειων έξυπνων, είναι σκηνές που συναντούμε σε αυτό το ανατρεπτικό σε εικόνες μυθιστόρημα. Οι “περιπλανώμενοι” είναι άνθρωποι της διπλανής πόρτας κοιμούνται, ξυπνάνε, ονειρεύονται και δικαιούνται έναν αρμονικότερο τρόπο ζωής. Ο Πα σι χάνει την γιαγιά του και αγωνιά να την κηδέψει αλλά δεν μπορεί, η Νινί πασχίζει να αναθρέψει και να προστατεύσει τις μικρές της αδελφές που δεν έχουν ονόματα αλλά αριθμούς, όπως Εκτούλα και Πεμπτούλα, σημάδι μίας κοινωνίας που δεν τρέφει σεβασμό για τα μέλη της αλλά σπέρνει την δυστυχία. Η Γίγεν Λι μοιάζει εμπνευσμένη από τα “Ξένα χέρια” του Μάξιμ Γκόρκι που ξαναγεννιέται με δεξιοτεχνία μέσα από τις δικές της καταγραφές. Λίγα παραδείγματα ανθρώπων που η αμαρτία τους είναι πως βρέθηκαν έρμαια μίας ασταθούς πολιτικής και κοινωνικής συγκυρίας. Θα μπορέσουν άραγε τα παιδιά του Ντα Φου που δέχτηκε να υποβληθεί σε πειραματική επέμβαση για να εξασφαλίσει στα παιδιά του εργασία και βρέθηκε παράλυτος να γευτούν τουλάχιστον τους καρπούς μίας Κίνας ανθρώπινης ευημερούσας ή το Σινικό Τείχος θα μείνει η φυλακή τους;

Η Γίγεν Λι, χάρη και στην εξαιρετική απόδοση στα ελληνικά από την Τόνια Κοβαλένκο, μας μεταφέρει σε ένα νοσηρό και μολυσμένο περιβάλλον πολιτικής βαρβαρότητας που παρόλη την σαθρότητά του αφήνει ένα παράθυρο αισιοδοξίας ώστε το μπουμπούκι της πραγματικής επανάστασης να ανθίσει. Γιατί οι άνθρωποι δεν θα πάψουν ποτέ όσο βρώμικα και αρρωστημένα  μυαλά να έχουν άλλο τόσο να είναι κομιστές καλοσύνης και καλοπροαίρετων λόγων και έργων.

“‘Ο,τι μου ανήκει είναι το κεκτημένο μου, ό,τι μου χρωστάει η ζωή είναι το πεπρωμένο μου”

Το βιβλίο της Γίγεν Λι, “Οι Περιπλανώμενοι” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη