Ο Μαρξ είχε δηλώσει κάποτε πως η θρησκεία είναι το όπιο του λαού και όχι άδικα. Με αυτό το πολιτικό μυθιστόρημα ο Μοράβια έρχεται να μας θυμίσει πως και η πολιτική όταν διχάζει, όταν απομονώνει και αποξενώνει, όταν σπέρνει μίση και ίντριγκες μεταξύ των ανθρώπων είναι ένα δηλητήριο που σκοτώνει τις ανθρώπινες σχέσεις και άρα λειτουργεί σαν τρωκτικό που ροκανίζει κάθε έννοια σεβασμού και αξιοπρέπειας.

Η ιστορία των δύο φίλων, του Σέρτζιο και του Μαουρίτσιο που έλαβε τον τίτλο “Οι δύο φίλοι” από τους ερευνητές του Ιδρύματος Μοράβια βρέθηκε σε χειρόγραφα που υπήρχαν σε βαλίτσα στο σπίτι του Μοράβια και σώθηκαν. Κανείς δεν είναι σίγουρος αν ο Μοράβια ήθελε να εκδώσει αυτή την ιστορία ή αν είχε επιμελώς αποκρυφτεί για να την συνεχίσει σε άλλο χρόνο ή πάλι ήταν η εισαγωγή για ένα άλλο μυθιστόρημα που ετοίμαζε, όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοικτά. Εικάζεται πάντως από τους ερευνητές πως αυτά τα χειρόγραφα γράφτηκαν στις αρχές της δεκαετίας του ’50 κάπου μεταξύ ’51 και ’52 και εδώ ο Μοράβια θίγει ζητήματα που τον απασχολούσαν και καταθέτει και δικά του βιώματα.

Αν ανατρέξει κανείς στην ιστορία και αυτή έχει να μας διδάξει πλείστα παραδείγματα, η φιλία είναι κάτι πολύ ισχυρό και ιερό που συνδέει δύο ανθρώπους. Πολλοί ορκίζονται στο όνομά της, μνημονεύουν την ύπαρξή της  και οι αντοχές της δοκιμάζονται κάθε φορά που προκύπτουν προβλήματα και είτε οι διαφορές γεφυρώνονται είτε προκαλούν οριστικό χάσμα και διάλυση. Αχιλλέας και Πάτροκλος, Μέγας Αλέξανδρος και Ηφαιστίωνας, Κάστωρ και Πολυδεύκης, οι λεγόμενοι Διόσκουροι είναι ορισμένα φωτεινά παραδείγματα πίστης και αφοσίωσης που ξεπέρασαν εμπόδια, άντεξαν στον χρόνο και χαλυβδώθηκαν από εξωγενείς παράγοντες που θέλησαν να πλήξουν το οικοδόμημα της φιλίας τους με διάφορα μέσα.

Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο στην περίπτωση του Σέρτζιο και του Μαουρίτσιο καθώς το μέλλον της φιλίας τους κρίνεται σε μία κλωστή και η γραμμή που τους χωρίζει όλο και μεγαλώνει. Οι κοινωνικές τους διαφορές, ο Σέρτζιο φτωχός και ο Μαουρίτσιο πλούσιος, το αίσθημα κατωτερότητας που αισθάνεται ο Σέρτζιο και που προκύπτει από αυτήν την διαφορά είναι αιτίες που θα τους φέρουν σε ρήξη. Αυτό όμως που σπάει τα δεσμά και τους ακυρώνει συθέμελα είναι οι πολιτικές πεποιθήσεις του Σέρτζιο με τον κομμουνισμό να τον κατατρώει σαν σαράκι και θέλοντας να παρασύρει στην ίδια κατάσταση και τον φίλο του Μαουρίτσιο, υπεισέρχεται σε έναν αγώνα ζωής και θανάτου για να τον πείσει να ενταχθεί στο κομμουνιστικό κόμμα.

Η τυφλότητα της εξουσίας και της κομματικής αγκύλωσης σε όλο της το μεγαλείο. Ο πόλεμος μαίνεται, τα πολιτικά στρατόπεδα ζυμώνονται και όλοι ζουν για την επόμενη μέρα, ποιος θα κυριαρχήσει, ποιος θα επιβληθεί και ποιος θα εξασκήσει εξουσία. Ο Σέρτζιο βλέπει τον κομμουνισμό ως το προπύργιο της δύναμής του, αντλεί αυτοπεποίθηση από το πηγάδι της κομματικής ισχύος και αυτό είναι ένα βραβείο και μία απόδειξη κοινωνικής καταξίωσης για τον ίδιο, τώρα μπορεί να συγκριθεί με το αριστοκρατικό status του φίλου του και να μην νιώθει μειονεκτικά. Ένα είναι βέβαιο για την ώρα, πως η κόκκινη ιδεολογία και τα κομματικά κατάλοιπα έχουν επιφέρει επικίνδυνη πλύση εγκεφάλου στο μυαλό του Σέρτζιο, η οποία και έχει φτάσει σε προχωρημένο στάδιο και έχει παραλύσει κάθε του κύτταρο. Η σκέψη του πλέον είναι μόνο στο πως θα καταφέρει να προσηλυτίσει τον φίλο του Μαουρίτσιο και να τον κάνει μέρος του δικού του προβλήματος σβήνοντας με αυτό τον τρόπο και μία για πάντα το αίσθημα κατωτερότητας που τον συνθλίβει. Αν δεν μπορείς να φτάσεις κάποιον η μόνη λύση είναι να τον προσγειώσεις στο επίπεδό σου και να τον “κατακτήσεις” μειώνοντάς τον.

Ο Σέρτζιο “μεθυσμένος” από αυτήν την αγωνία και την ανυπομονησία να πείσει τον επιστήθιο φίλο του και να τον παραδώσει στα κομματικά χέρια επιστρατεύει όλα τα μέσα με χειρότερο όλων το ξεπούλημα της ίδιας του της φίλης, την οποία και προωθεί προς το μέρος του Μαουρίτσιο απενοχοποιημένος και ατάραχος. Ο Μακιαβέλι είχε δηλώσει πως ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, πως μπορεί όμως ένας άνθρωπος να θυσιάσει μία γυναίκα που αγαπά για να εξυπηρετήσει μικροκομματικά και μικροπολιτικά συμφέροντα? Πόσο ισχυρό είναι το κίνητρο της φιλίας και πόση ισχυρότερη μπορεί να αποδειχθεί η ανάγκη για αποδοχή σε ένα κοινωνικό περιβάλλον που εμφανίζεται ως απειλή και άρα η πολιτική μπορεί να είναι το μόνο και σωτήριο αδιέξοδο? Ως που μπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος και ποιους έχει το σθένος να προδώσει για να πετύχει τους σκοπούς του;

Ο Μοράβια εντάσσει αυτοβιογραφικά στοιχεία σε αυτή την ιστορία καθώς μαθαίνουμε στο πολύ πλούσιο εισαγωγικό σημείωμα που φωτίζει άγνωστες πλευρές του ίδιου του συγγραφέα και αφηγείται το ιστορικό της συγγραφής των δύο φίλων αλλά εγείρει και ερωτήματα πως και ο ίδιος βίωσε μία απογοήτευση από μία φιλία. Όπως μαρτυρούν και τα δικά του προσωπικά γραπτά ήθελε να συγγράψει ένα μυθιστόρημα πολιτικό, εκεί να καταγράψει όλη την καταστροφή που προκάλεσε ο πόλεμος στις συνειδήσεις και στις σχέσεις των ανθρώπων. Βρίσκει κανείς και πολλά κοινά στοιχεία, μεταξύ του Σέρτζιο και της Νέλα ή Λάλα, της γυναίκας που αγαπά και χειραφετεί και του Μοράβια και της γυναίκας του Έλσα Μοράντε με την οποία από όσο μαθαίνουμε οι τριβές και οι φιλονικίες δεν έλειπαν.

Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία κεφάλαια, τρεις γραφές όπως σημειώνουν οι ερευνητές που διαμόρφωσαν το μυθιστόρημα και σε αυτά παρουσιάζονται τρεις διαφορετικές εκδοχές της ιστορίας καθώς φαίνεται να έχουν γραφτεί σε διαφορετικές χρονικές περιόδους ανάμεσα στα έτη που προανέφερα. Αυτό που εξάγεται ως συμπέρασμα είναι πως η ίδια η ζωή και οι πτυχές της καθημερινότητάς της είναι ο δρόμος πάνω στον οποίο πάτησε ο Μοράβια για να πραγματευτεί διλήμματα και θέματα που αφορούν τον σύγχρονο άνθρωπο, τις ανησυχίες του και τις πολλές αδυναμίες του.

“Τα λογικά επιχειρήματα μας πείθουν, τα παράλογα μας ωθούν στη δράση”

Το βιβλίο του Αλμπέρτο Μοράβια, Οι δύο φίλοι κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.