“Δεν είναι η γραφή αλλά ο θάνατος που έχει την τελευταία λέξη στον εξώστη” γράφει ο Γιάννης Δημητρακάκης στο επίμετρο της έκδοσης του μυθιστορήματος. Ο Καχτίτσης, μη γνώριμος στο ελληνικό κοινό, είναι η πεμπτουσία του καταραμένου συγγραφέα με την έννοια πως όλη του η ζωή κύλησε σαν το ποτάμι που ποτέ δεν ησυχάζει.

Μόνιμα κατατρεγμένος και κυνηγημένος από τα ίδια του τα βιώματα περιδιάβηκε και ταξίδεψε στην Ευρώπη, την Αφρική και τον Καναδά διωγμένος από την μοίρα του. Γιατί η μοίρα του του εξασφάλισε κακουχίες, βασανιστήρια εν μέσω εμφυλίου πολέμου και έναν ψυχισμό βαθιά καταρρακωμένο, ανάστατο και μελαγχολικό από τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Τότε που παιδί ακόμα ένιωθε ξένο σώμα και κλεινόταν στον εαυτό του παραδομένος στην μοναξιά του όπως ο σχοινοβάτης που μόνος του αγκομαχεί να ισορροπήσει.

Ο Εξώστης είναι η επιτομή και το απαύγασμα της ίδιας του της προσωπικότητας που προσπαθούσε να ισορροπήσει σε μία πραγματικότητα ξένη, αλλόκοτη και απειλητική. Αγαπημένες του ασχολίες ήταν πάντα η αλληλογραφία με φίλους, όπου άλλοι τον πλήγωσαν και άλλοι τον στήριξαν, η γραφή ποιημάτων – μάλιστα μικρός ακόμα κέρδισε σε διαγωνισμό  στο σχολείο το 1941 – και βέβαια η συγγραφή εν γένει καθ’όλη τη διάρκεια του ταραγμένου όσο και δημιουργικού βίου του. Μοιάζει η ζωή του με αρχαία ελληνική τραγωδία που όσο φτάνει προς το τέλος της κορυφώνεται σε έναν χορό που έχει πίκρες, λίγες χαρές και πολύ πόνο. Αυτό το μυθιστόρημα γεννήθηκε μέσα από τα εσώψυχά του, την καρδιά του που νιώθουμε να σφίγγεται όταν διώχνεται και απομονώνεται μην θέλοντας τίποτα και κανέναν. Ο Καχτίτσης εμπεριέχεται και αυτοαναφέρεται με τα σημάδια του αόρατου και αφανούς ήρωά του που μονίμως αισθάνεται ένα χέρι εχθρικό να θέλει να τον αγγίξει για να του κάνει κακό. Ένα αδέσποτο σκυλί είναι ο πρωταγωνιστής σε μία θάλασσα μοναξιάς και περιθωριοποίησης γιατί οι καιροί, οι τότε και οι σημερινοί είναι σκληροί και απάνθρωποι.

Οι λέξεις κλειδιά και οι φράσεις που χρησιμοποιεί με τόνο απελπισμένο και τελεσίδικο αποκαλύπτουν τον δικό του κόσμο, αυτόν που γεύτηκε και έμελλε να ζήσει στον εμφύλιο πόλεμο όταν και κατηγορήθηκε για συμμετοχή σε αντιστασιακή δράση και αυτό γιατί διατηρούσε αλληλογραφία με ένα μέλος της ΕΠΟΝ. Κατόπιν τούτου βίωσε το θέατρο του πολιτικού παραλόγου και βρέθηκε σε έναν κυκλώνα σωματικής βίας προς το άτομό του που τον στιγμάτισε βαθιά σε όλη του την ζωή. Το γεγονός επίσης πως στο κείμενο σημειώνει συχνά πως ο θάνατος είναι ο μόνος δρόμος που μπορεί να τον ανακουφίσει γιατί πολύ απλά κανείς δεν θα ψάξει να τον βρει, αποδεικνύει έναν άνθρωπο βαθιά δυστυχισμένο και απογοητευμένο που μαραζώνει εκεί μακριά στα πέρατα της Αφρικής, μακριά από την πατρίδα του και μην έχοντας την λύση της επιστροφής γιατί δεν γνωρίζει τι θα αντιμετωπίσει. Εδώ υπεισέρχεται το αέναο μικρόβιο της επιστροφής του Οδυσσέα που διακατέχει κάθε Έλληνα και βέβαια και με αυτό το σημείο δεν μπορούμε να μην ταυτίσουμε τον ίδιο ως αφηγητή, αυτός που έφυγε από τον τόπο του και περιπλανήθηκε για να μην βρει ποτέ χώμα φιλόξενο όπως εκείνος θα το επιθυμούσε.

Ο Καχτίτσης με την καφκική εμπειρία από το διάβασμα στα αγγλικά τόσο της “Δίκης” όσο και του “Πύργου” σφίγγει τον κλοιό και υποφέρει ο ίδιος μέσω του πρωταγωνιστή του περιμένοντας σαν τον Γκοντό την λύτρωση που ίσως και ποτέ να μην φτάσει. Πρόκειται άραγε για έναν ήρωα της εποχής του που παλεύει με τα τέρατα της ψυχής του ή είναι μία σκιά της ύπαρξής του και ζει την κάθε μέρα μην γνωρίζοντας το αύριο? Σημειώνει ο ίδιος: “Τρέφω τις πιο σκληρές ιδέες για κείνους που πάνε να μου ταράξουν την ησυχία στην μοναξιά μου”. Δεν ονοματίζει τον ήρωά του, τον αφήνει να συνομιλεί άλλοτε με τον ίδιο του τον εαυτό ή μάλλον το άλλο του μισό με το οποίο σαν ένας άλλος Οξαποδώ που τον έχουν πάρει στο κατόπι προσπαθεί να αποδεσμευτεί από τις αλυσίδες του νου του και άλλοτε πάλι με κάποιο πρόσωπο το οποίο πάλι δεν ξέρουμε αν υφίσταται και αν υφίσταται εξουθενώνεται από αυτήν την συνομιλία τους, η οποία παίρνει διαστάσεις κόλαφου και μαρτυρίου. Η κατάληξή της κουβέντας τους δεν βγάζει πουθενά γιατί οι απόψεις του δεν διασταυρώνονται όπως δύο πτέρυγες εχθρικές που αν βρεθούν θα καταλήξουν σε μάχη σώμα με σώμα. Είναι μία συνεχόμενη πάλη με την ύπαρξή του και την αναζήτηση της που επιχειρεί ο Καχτίτσης. Τελικά τι ζητάει πάνω σε αυτόν τον πλανήτη και σε αυτή τη γη, γιατί να πληρώνει το τίμημα αυτό; Έλεγε ο ίδιος: “Είμαι το ζωντανό μνημείο του ανυπόφορου ανθρώπου”.

Σαν τα κοράκια που πλανώνται στους πίνακες του Βαν Γκογκ προμηνύοντας τον θάνατο και την απώλεια, το μαύρο σε έναν ουρανό που είναι τώρα γαλανός έτσι και εδώ υποβόσκει συνεχώς μία τάση φυγής, αυτήν που τόσο λαχταρούσε από μικρός ο συγγραφέας, αυτός ο σκοτεινός ιππότης που δεν έχει άλλη συντροφιά από το άλογό του, την γραφή του. Σε μία του φράση συμπυκνώνει όλη την ανησυχία του και την αγωνία του: “Ξαναβλέπω τον εαυτό μου να σταματά, να στρέφει τα μάτια στον ουρανό και να καταριέται το Θεό που με έφερε σε αυτόν τον κόσμο ολομόναχο”.

“Δεν ξέρω τι δυσκολίες θα βρω. Δεν ξέρω πότε θα πεθάνω. Δεν ξέρω αν είναι αρκετή η τιμωρία που επιβάλλω στον εαυτό μου”

Το βιβλίο του Νίκου Καχτίτση με τίτλο Ο Εξώστης κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη. Διαβάστε πληροφορίες για το βιβλίο, εδώ.