«Όλες οι στενότερες ανθρώπινες σχέσεις πλήττονται από μιαν αφόρητη διαφάνεια, που μόλις αντέχεται. Γιατί καθώς από την μια, με τρόπο ισοπεδωτικό, στο κέντρο όλων των ζωτικών συμφερόντων είναι το χρήμα, κι απ΄την άλλη αυτό το ίδιο είναι φραγμός μπρος στον οποίο παραλύει σχεδόν κάθε ανθρώπινη σχέση, χάνεται τόσο στο φυσικό όσο και στο ηθικό πεδίο όλο και πιο πολύ η άδολη εμπιστοσύνη, η ηρεμία και η υγεία». Βάλτερ Μπένγιαμιν.

Από την Τέσυ Μπάιλα

«Μαρτυρία μιας εσωτερικής διαμάχης» Με αυτά τα λόγια ο ίδιος ο Μπένγιαμιν περιγράφει το βιβλίο του «Μονόδρομος» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα σε μετάφραση της Νέλλης Ανδρικοπούλου. Επί της ουσίας πρόκειται για ένα βιβλίο μέσα στο οποίο στοιχειοθετείται και προσδιορίζεται η μπενγιαμική σκέψη σε ένα «μονόδρομο» προβληματικής.

Το έργο αυτό του μαρξιστή φιλοσόφου αφορμάται από καθημερινές σκηνές της πόλης για να αναπτύξει την προβληματική του μεγάλου στοχαστή. Η εσωτερική συνοχή του Μπένγιαμιν αναδεικνύεται μέσα από τη διαλεκτική της παρατήρησης που αναπτύσσει μέσω των αισθήσεών του τις οποίες κατορθώνει να αξιολογήσει, όπως ο Χάιντεγκερ μέσα από τη φαινομενολογική ερμηνευτική τους.

Ο «Μονόδρομος», δημοσιευμένος το 1928, είναι ένα κείμενο γεμάτο εικονιστικά σχήματα, τα οποία ανασυνθέτουν έναν υπερρεαλιστικό κόσμο νοημάτων. Ο αναγνώστης καλείται να αφομοιώσει τα μονοπάτια της μπενγιαμικής σκέψης με δεδομένη μια αναγνωστική ελευθερία, με την έννοια της  προσωπικής περιπλάνησης σε νοηματικούς κόσμους που κάθε φορά ο ίδιος επιλέγει σύμφωνα με τα ενδιαφέροντά του. έτσι ο αναγνώστης μπορεί να σταθεί σε όποιο κομμάτι του βιβλίου επιθυμεί και να αξιοποιήσει κάθε φορά τα ανάλογα αποσπάσματα.

Αλληγορικοί σχηματισμοί εικόνων περνούν μέσα από την περιπλάνηση στο αστικό τοπίο στη νεωτερική επικαιρότητα και ο Μπένγιαμιν αποκρυπτογραφεί με το δικό του τρόπο την κοινωνία και την ιστορία των προϊόντων πολιτισμού που την προσδιόρισε.

Διάφανος λόγος, ονειρικό φως μιας  υπερρεαλιστικής ποιητικής, αναζήτηση του εννοιολογικού βάθους και μια αγωνία για την τύχη της πνευματικής ακτινοβολίας που χάνεται είναι στοιχεία που κάνουν το βιβλίο αυτό από τη μια να μοιάζει ασυνήθιστο και από την άλλη ένα προηγμένο δοκιμιακό κείμενο ερμηνευτικής πρότασης τόσο των μύθων όσο και των αληθειών που διέπουν την κοινωνική πραγματικότητα του νεωτερισμού.

Ο ίδιος γράφει: «… ενώ η γνήσια πολυτέλεια επιτρέπει από την φύση της στο πνεύμα και στην κοινωνικότητα να διεισδύσουν μέσα της και να την κάνουν να λησμονηθεί, αυτά που κομπάζουν εδώ σαν είδη πολυτελείας έχουν τόσο ξεδιάντροπα συμπαγή χαρακτήρα που πάνω τους θρυμματίζεται κάθε πνευματική ακτινοβολία».

Ο Μπένγιαμιν χρησιμοποιεί τους αφορισμούς με τον ίδιο τρόπο που ο υπερρεαλισμός χρησιμοποίησε το κολάζ για να εμφανίσει μια εικόνα δομημένη από στοχασμούς και νοητικές προτάσεις που η σύνθεσή τους μπορεί να αποδώσει το ουσιαστικό μήνυμα του έργου. Ωστόσο πρόκειται τελικά για μια συνειδητή του προσπάθεια να δημιουργήσει ένα κολάζ πολιτισμικών θραυσμάτων για να εξηγήσει ίσως τους τρόπους με τους οποίους ο καπιταλισμός επηρέασε τον πολιτισμό, ο άνθρωπος συρρικνώθηκε έναντι του εμπορεύματος και η πρόοδος της τεχνολογίας τερμάτισε μια προγενέστερη εποχή και καθόρισε την εξελικτική πορεία μιας νοσηρής κοινωνικής πορείας.