Η συγγραφέας του “Φρανκενστάιν” συγκλονίζει και ταράζει με την “Ματίλντα“. Όλα στροβιλίζονται γύρω από το πρόσωπό της, όλα εκεί επικεντρώνονται στην άδικη ζωή που διανύει και στην ερώτηση που πλανάται ένα γιατί αναρριχάται.

Το νήμα της αφήγησης δεν μπορεί να χαθεί σε καμία στιγμή της εξιστόρησης, γιατί πολύ απλά πρόκειται για μια εξομολόγηση ενός ανθρώπου που είναι αγκαλιά με τον πόνο, την χαρά, την αγωνία και την απελπισία, την ελπίδα σε μία εναλλαγή εκφράσεων και συναισθημάτων σαν του καιρού τα περίεργα παιχνίδια, μέσα στην ροή η βροχή δίνει την θέση της στον ήλιο. Αυτό το βιβλίο είναι πλούσιο σε εξωστρεφή και εσωστρεφή ελάσματα μίας ψυχής που παλεύει με το εγώ της πρωταγωνίστριας, της Ματίλντας, ενός κοριτσιού βαμμένου με τα χρώματα της ευγενούς άμιλλας σε έναν κόσμο απόμακρο, αλλόκοτο, ξένο. Βαλτώνει, αναγεννάται πρόσκαιρα και μετά πάλι ακροβατεί θαλασσοδαρμένη στον χρόνο που κυλάει ακυβέρνητος όπως το ρυάκι μέσα στο δάσος. Αποκαλύπτονται αδυναμίες ανθρώπινες και η Ματίλντα γυρεύει τα νερά της πηγής που θα ξεδιψάσει την πίκρα της και την δυστυχία της αλλά η σφαίρα της φωτεινότητας μοιάζει όνειρο χαμένο.

Δεν μπορεί κανείς να αναλύσει την συγγραφέα με διαδικασίες ταχυδρομικής αποστολής γιατί θα απλοποιούσε μία κατάσταση που είναι μεν νεφελώδης και ταραχώδης για την ίδια την ηρωίδα αλλά είναι και έντονα συνδεδεμένη η όλη αλήθεια που αναβλύζει με την ίδια την Shelley, τι μαγικά ποτάμια και τι αλάνθαστες περιπλανήσεις κρύβει η ψυχή όταν μιλάει! Ανούσια θα είναι αν αναλωθεί κάποιος σε επιφανειακές ψυχολογικές ενδοσκοπήσεις που ίσως θα μοιάζουν με απάτητη άμμο, εδώ όλα είναι άνθρωπος και εσώψυχα. Κάθε φράση είναι χείμαρρος και κελάηδισμα, η αγνή ψυχή είναι για όλα έτοιμη και για όλα ικανή, να υπηρετήσει και να φτερουγίσει για κάτι διαφορετικό από το επίγειο που δεν την χωράει και την πνίγει. Όλα περιφέρονται γύρω από την ανάγκη της Ματίλντας για ανακούφιση έπειτα από την απώλεια του πατέρα της, του μοναδικού της στηρίγματος, της ανάσας της που με την απώλεια του κάθε τι γύρω της σκοτείνιασε, συννέφιασε και ξαφνικά έπαψε να της εμφυσά πάθος για ζωή. Χάνεται κάθε νόημα που προηγουμένως της έδινε πνοή και λόγο ύπαρξης. Γράφει: “Όταν αφανίστηκε το μοναδικό συναίσθημα αγάπης που οι συνθήκες μου επέτρεψαν να νιώσω, αφανίστηκε μαζί του και η ύπαρξή μου”.

Ο δρόμος του καλού και του κακού μάχονται με ισχυρά κονταροχτυπήματα σε μία αρένα πάλης μέχρι τελικής πτώσης. Η δύναμη της πτήσης για άλλες πολιτείες μακριά από λύπες και αδικίες είναι πιο ισχυρή από την ίδια την θέληση για ζωή? Ποιος είναι ο κινητήριος μοχλός που μία νεαρή κοπέλα βυθίζεται στην ίδια της την απόγνωση γιατί κανένα μέλλον δεν προδιαγράφεται ευοίωνο? Κάθε χαρά ισοδυναμεί με θλίψη, αναφέρει: “Ρούφηξα μέλι από κύπελλο μαγεμένο, στον πάτο όμως είχε χολή”. Η συγγραφέας κλείνεται στις ίδιες της τις ανησυχίες και τους προβληματισμούς για αυτό που ονομάζουμε ζωή. Ποια τα όρια που χωρίζουν την ζωή με τον θάνατο, την ευτυχία με την απώλεια και το δάκρυ με το γέλιο; Εκεί έγκειται μέρος της φιλοσοφίας της Shelley που μας γητεύει με τον παραδεισένιο της λόγο, έναν λόγο εμφανώς επηρεασμένο από τα αναγνώσματά της όπως του έργου του Δάντη που διάβαζε από μικρή αλλά και τις ποιητικές αναφορές σε ποιητές της εποχής της. Μπροστά από την εποχή της και οι οικείοι της πίσω από την δική τους άρα το χάσμα αγεφύρωτο; Υπάρχει έντονη η νύξη στην αρχαία ελληνική τραγωδία που θα έλεγε κανείς πως αναδύεται και ανεβαίνει στην σκηνή για χάρη των χαρακτήρων της.

Η δραματικότητα είναι ένα ρούχο που φοράει άνετα στους ήρωές της και τους οδηγεί μαθηματικά όλο και πιο κοντά στον ίδιο τον αναγνώστη που παραμένει εν αναμονή των εξελίξεων σε ένα έργο ανοικτό σε ποικίλες ερμηνείες και καταλήξεις, εκείνη κρατάει τα χαλινάρια της αφηγηματικής άμαξας. Είναι οι αλληγορίες το βασικό της εργαλείο με το οποίο κατορθώνει αυτή την σύζευξη με το παρελθόν. Η ποιητική διάθεσή της ενισχύει την παράθεση των εσωτερικών διαλόγων που ποτίζονται και ανθίζουν μέσα από ένα μωσαϊκό λυτρωτικών ομολογιών για μίαν αγάπη που πέθανε και για μία πραγματική αγάπη που γεννιέται μέσα από τις στάχτες της και μετά ξαναρίχνεται στην πυρά γιατί πολύ απλά οι ελπίδες αποδείχτηκαν κάτι παραπάνω από φρούδες. Η Ματίλντα, που η συγγραφέας εμφανέστατα χρησιμοποιεί, είναι μία μαριονέτα που παίζει στα δάχτυλά της για να μας πει το μυστικό του δικού της δράματος και της όδευσής της προς το άγνωστο του επέκεινα, του ταξιδιού χωρίς επιστροφή που για εκείνην είναι η μόνη δίκαιη λύση, το νερό που θα την δροσίσει από την πυρά της εγκόσμιας θολής πραγματικότητας.

“Η ψυχή μου ολόκληρη είναι μέσα σ’ αυτά που λέω, γι’ αυτό μην προσπαθείς να με σωπάσεις με λόγια στερημένα νοήματος”. Αυτά απαντάει στην προσπάθεια του Γούντβιλ, ενός γλυκού καβαλάρη και ενός μελιστάλαχτου πρίγκιπα ο λόγος του οποίου σε άλλη περίπτωση θα αποτελούσε έναυσμα και βάλσαμο για επαναπροσδιορισμό και περίσκεψη για μία ζωή που δεν έχει οριστικά τελματωθεί. Και μάλιστα της ξεκαθαρίζει σε μία απέλπιδα προσπάθεια να της εμφυσήσει αισιοδοξία: “Δεν πρόκειται ποτέ να εγκαταλείψω τον αγώνα παρά μόνον όταν ξεριζωθεί από μέσα μου και αυτή η τελευταία ελπίδα ότι ο αγώνας μου είναι ένας κρίκος στη χρυσή αλυσίδα, με την οποία όλοι μας προσπαθούμε να σύρουμε την Ευτυχία”. Αυτή όμως η οδός είναι σβησμένη από το πέρασμα του χρόνου, καμία γραμμή δεν φαίνεται στον ορίζοντα γιατί η Ματίλντα έχει οριοθετήσει τον δικό της δρόμο. Στο πρόσωπο του Γούντβιλ μάλλον καθρεφτίζεται η απελπισία και η μαχαιριά που τόσο άδοξα βίωσε, δεν χωράει δεύτερη ευκαιρία στη σκέψη της.

Τελικά μήπως η ζωή έχει διπλή ισχύ και άλλη ενέργεια όταν μεταφέρεται σε άλλη σφαίρα, μακριά από κινδύνους και φοράει τον λευκό της μανδύα, αδύνατη πια να μολυνθεί; Είναι τέτοια η δύναμη της φυγής που κάθε προσπάθεια για παραμονή σε έναν κόσμο υλικά και μοναχικά πλασμένο να φαντάζει περιττή και κωμική, ψυχοφθόρα και ανώφελη; Τα λόγια της είναι χαρακτηριστικά: “Θα ξαπλώσουμε, θα κλείσουμε τα μάτια μας, θα πούμε καληνύχτα και όταν ξυπνήσουμε θα είμαστε ελεύθεροι”. Και τελειώνει: “Το χορτάρι σύντομα θα φουντώσει πάνω στον τάφο μου και οι βιολέτες θ’ανθίσουν. Για μένα εκεί υπάρχει η ελπίδα, εκεί και η απαντοχή, ενώ για σένα υπάρχουν σ’ ετούτον τον κόσμο”.

“Η αγάπη, που είναι η ψυχή της φιλίας, είναι ένα λεπταίσθητο αίσθημα και σπάνια βρίσκεται, παρεκτός κι αν δύο ευαίσθητα πλάσματα συναντηθούν κι αγαπηθούν στα νιάτα τους, ή πάλι αν τα ενώσουν οι κοινές τους ταλαιπωρίες και οι ασχολίες τους”

Το βιβλίο της Mary Shelley, Ματίλντα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νεφέλη.