Ο Όσκαρ Ουάιλντ είχε πει χαρακτηριστικά πως δεν έχω να δηλώσω τίποτα (στο τελωνείο) εκτός από την ιδιοφυία μου. Αυτή η φράση αποτυπώνει ανάγλυφα και πολύ συνοπτικά το περίφημο αυτό έργο, την «Ηδονή», ενός κατά τα άλλα άγνωστου Ιταλού συγγραφέα που όμως με έναν κεραυνό αφήγησης που στάζει άκρατο ερωτισμό παραδίδει σε όλους εμάς ένα σύγγραμμα απλής αφήγησης αλλά συνάμα εξαιρετικής διαύγειας και συνταρακτικής λεπτομέρειας σε βαθμό που ο αναγνώστης αφήνεται, όχι άδικα, πελαγωμένος σε μία θάλασσα συναισθημάτων που αφρίζουν στα κύματα της ιδιοσυγκρασίας και της προσωπικότητας του πρωταγωνιστή που αν διαβάσει κανείς το βιογραφικό του συγγραφέα θα διερωτηθεί εύλογα αν όλα αυτά δεν είναι κατά βάθος αποκυήματα ή και βιώματα της ζωής του ίδιου του γράφοντος.

Από τον Γιάννη Αντωνιάδη

Το κείμενο δεν κρύβει παγίδες, παγίδα είναι η ίδια η ζωή του Αντρέα Σπερέλλι, αυτού του άνδρα που ο έρωτας και η απογοήτευση, η χαρά και η λύπη, το βάσανο και η λύτρωση κινούνται σε παράλληλη τροχιά και σαν ένας άλλος Ντόριαν Γκρέυ προσπαθεί να σωθεί από την ίδια του την μοίρα, ν’ απελευθερωθεί από τα δεινά που μαστίζουν το μυαλό και την συνείδησή του. Η μοίρα αυτή διαγράφεται από την ανέμελη ζωή την οποία και διέπει, κατακερματισμένος όμως από τις επιθυμίες του για έρωτα, για πάθος και βέβαια για ηδονή. Δέσμιος των συναισθημάτων του και φυλακισμένος από την λατρεία του για μία συγκεκριμένη γυναίκα, την Έλενα βυθίζεται, αναδύεται και ξανακυλάει στον βούρκο της σαγήνης της, της αποδοχής και ύστερα της απόρριψης καθιστώντας τον έρμαιό της και αλυσοδεμένο αγρίμι που διψάει για έρωτα, θυμίζοντας καράβι που ψάχνει να βρει νηνεμία στην παλίρροια της ψυχής του και θηρίο που αναζητά διακαώς να απαγκιστρωθεί από την καταιγίδα και την λαίλαπα των ίδιων του των πόθων για εκείνη. Καταφύγιο για αυτήν την ταραγμένη και θυελλώδη σχέση είναι η αγάπη που του δείχνει μία άλλη γυναίκα η Μαρία, που στην πορεία όμως κατανοεί πως πλανάται πλάνη οικτρά θεωρώντας πως μπορεί να ξεχάσει την Έλενα και την γοητεία της μέσα από την θαλπωρή και την τρυφερότητα που του εξασφαλίζει η Μαρία, η αθώα Μαρία, τον έρωτα της οποίας εκμεταλλεύεται σαν ένας μεταλλωρύχος που θέλει απλά να γευτεί τα λάφυρά του αφήνοντας πίσω του στάχτες και αποκαΐδια, καταστρέφοντας ουσιαστικά κάθε όνειρό της για σύνδεση μαζί του.

Εγωπαθής, νάρκισσος αλλά και παντελώς αφερέγγυος καθώς έχει τυφλωθεί από τα ερωτικά παιχνίδια που η Έλενα του παίζει για να τον εξουθενώσει, ταλαιπωρεί και ταλαιπωρείται, απογειώνεται εν ριπή οφθαλμού και προσγειώνεται ανώμαλα στον διάδρομο της έλξης για έναν έρωτα ανίκητο που κάθε μέρα τον αφυδατώνει. Αδυνατεί να παραδώσει τα όπλα, δεν εγκαταλείπει το πεδίο μάχης αλλά η μαχητικότητα του στο μέτωπο της επανακατάκτησης της Έλενας δεν βρίσκει αντίκτυπο και αυτό είναι μαχαιριά πισώπλατη για αυτόν που εκλιπαρεί για ένα της φιλί και για ένα της βλέμμα. Ο Ντ’Αννούντσιο, ουσιαστικά μας προσφέρει τις δικές του ερωτικές ανησυχίες ντυμένες και ραμμένες στο κουστούμι του Αντρέα Σπερέλλι, μιας και ο ίδιος βρίσκεται με αυτό το βιβλίο, που γράφτηκε το 1889 και τον εδραίωσε ουσιαστικά στο λογοτεχνικό προσκήνιο των λογοτεχνικών κύκλων της εποχής εκείνης, να θαλασσοδέρνεται και να αναλώνεται σε ανεκπλήρωτους έρωτες και ατελέσφορες συναναστροφές με γυναίκες που τον καταστρέφουν και τον ανυψώνουν, εκείνες τον παρασέρνουν και αυτός τις διεκδικεί σε μία ατελείωτη φαρσοκωμωδία συναισθηματικής και σαδομαχιστικής φύσεως, όπως αυτή που έχει περιγράψει στα βιβλία του ο Μαρκήσιος Ντε Σαντ.

Ο Ντ’ Αννούντσιο εμμέσως πλην σαφώς, και αυτό τεκμηριώνεται από τον ρου της αφήγησης και την εξαιρετική και απαράμιλλη καταγραφή των γεγονότων που μας ξεδιπλώνει, έρχεται να ταράξει τα λογοτεχνικά νερά γιατί μιλάει κατευθείαν στην γλώσσα της ανθρώπινης παλινωδίας, γλωσσοπλάστης και σκαλιστής της εσωτερικής γαλήνης ή ανατροπής, επιδιώκει να πλάσει ένα πρόσωπο που να αποτυπώνει έκδηλα την παρακμή μίας ολόκληρης κοινωνίας, μίας λατρείας και ηδονής όχι για τον ίδιο άνθρωπο που κανονικά έπρεπε να βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχής αλλά για την ύλη που έχει καταδυναστεύσει τον καθένα και την καθεμία και έχει γκρεμίσει κάθε έννοια αλληλεγγύης, καθιστώντας γλαφυρό και σε πρώτο πλάνο τον ξεπεσμό και την ιδιοτέλεια που διακατέχουν το ανθρώπινο είδος. Η ηδονή, ένας όρος που σαφώς παραπέμπει στην συναισθηματική φύση του ανθρώπου εδώ μεταμορφώνεται σε μία φλογοβόλα ψύχωση για την απόκτηση αγαθών που όμως εκφράζεται μέσω της ανθρώπινης σωματικής επιθυμίας που σαν ένα σεντόνι αόρατο και διαφανές αποκρύπτει το αμιγώς ανθρώπινο για να προβάλλει την ουτοπία και το κυνήγι της ύλης.

Σε κάθε περίπτωση αυτό το βιβλίο καθίσταται, όπως είναι αντιληπτό, επίκαιρο και τρέχον σε μία εποχή που ο ρομαντισμός και ο συναισθηματισμός έχουν παραδώσει πνεύμα δίνοντας την σκυτάλη στην ανάγκη για αύξηση της περιουσίας ενώ κανονικά περιουσία και κληρονομιά μας και κατά τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς ήταν το πνεύμα και τα συν αυτώ. Όταν ο Ντ’Αννούντσιο έγραφε αυτές τις σελίδες σίγουρα δεν είχε στο μυαλό του την απόλυτη παρακμή και τον πάτο που η σημερινή κοινωνία έχει βιώσει και συνεχίζει να βιώνει. Οπότε ας λάβετε αυτό το βιβλίο, με την εξαιρετική μετάφραση της Ηλιοφώτιστης Παπαστεφάνου που αναδεικνύει το ύφος του συγγραφέα, ως οδηγό για μία άλλη οπτική γωνία των πραγμάτων και για μία διαφορετική κατεύθυνση που δεν στηρίζεται στο εφήμερο αλλά στο μακρόχρονο και το μακροπρόθεσμο. Είθε να είναι αυτό ευλογία και όχι γραφικότητα εκ μέρους μου!

«Η θάλασσα δεν ήταν για εκείνον απλώς μία απόλαυση για τα μάτια, αλλά και ένα αθάνατο κύμα γαλήνης με το οποίο ξεδιψούσαν οι σκέψεις του…»


Το βιβλίο του Γκαμπριέλε Ντ’ Αννούντσιο, η Ηδονή, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Printa.