Βρισκόμαστε στα 2009, λίγο πριν ξεσπάσει η οικονομική κρίση, τότε όμως που η κρίση αξιών μαστίζει τη χώρα και έχει αλλοιώσει αρκετά τις συνειδήσεις. Η συνάντηση μετά από χρόνια του λέκτορα Γερμανικής Φιλολογίας  στην παραλία Δρεπάνου με μια γυναίκα γνώριμη από τα φοιτητικά του χρόνια γίνεται η αφετηρία αυτής της νουβέλας που γράφει ο Ανυφαντάκης και ταυτόχρονα η αφορμή για να σκεφτούμε πόσο αλλάζουν οι άνθρωποι, πώς όλα όσα ορίζουν το παρελθόν μας, όταν τα δούμε μέσα από την απόσταση του χρόνου φαίνονται τόσο διαφορετικά και πως τελικά αναμετράμε τις πληγές και τις απώλειες μέσα στο χρόνο.

Στη συνάντησή αυτών των δύο ανθρώπων ο λέκτορας βλέπει μπροστά του, όχι τη φοιτήτρια που έκανε διδακτορικό για το έργο του Τόμας Μαν «Θάνατος στη Βενετία» αλλά μια μητέρα τριών παιδιών που δεν του θυμίζει σε τίποτα τη φιλόλογο που είχε γνωρίσει. Ο ίδιος προσπαθεί να τελειώσει μια μελέτη για τις «Απόψεις ενός κλόουν» του Μπελ, γεγονός που σκέφτεται εμμονικά σχεδόν, κάνοντάς τον να νιώθει μια γενική ατονία που του περιορίζει την προσωπική και κοινωνική του ζωή. Είναι δε τόσο απορροφημένος στην έρευνά του που συχνά  νιώθει πως ταυτίζεται με τον ήρωα του Μπελ.

Προσωρινά οι δυο αυτοί άνθρωποι θα ζήσουν μια ερωτική διαφυγή για να γυρίσουν αμέσως μετά και οι δύο στη μονοτονία της ζωής που έχουν επιλέξει, χωρίς να χρησιμοποιήσουν  τον έρωτα ως όχημα διαφυγής από τη μονοτονία της ζωής τους. Η νουβέλα τελειώνει με τον σιωπηλό αποχαιρετισμό των δύο αυτών ανθρώπων σε κάποιο ΚΤΕΛ και παράλληλα μοιάζει ο αποχαιρετισμός αυτός να σηματοδοτεί το τέλος της νιότης τους, μέσα σε ένα κλίμα νοσταλγικό και ήπιο που ταυτόχρονα αφήνει στον αναγνώστη το χρόνο να κάνει τους προσωπικούς του απολογισμούς.

Στη νουβέλα αυτή ο συγγραφέας κάνει ένα παιχνίδι με τον χρόνο. Μέσα από μια ανάδρομη αφήγηση και ατέλειωτα φλας μπακ ανακαλεί στο παρόν το παρελθόν τους, μιλώντας για τα φοιτητικά τους χρόνια, τότε που για πρώτη φορά είχε σχέση με τη συγκεκριμένη γυναίκα, περνάει κατόπιν στην περίοδο της εκπαιδευτικής του απασχόλησης στην Κρήτη, τότε που η γυναίκα αυτή παντρεύεται και ουσιαστικά χάνει κάθε ενδιαφέρον για τις σπουδές και την καριέρα της. Από το 2009 περνάμε στο 2002 και πιο πριν στο 1997, για να παρακολουθήσουμε έτσι τρεις διαφορετικές περιόδους εξέλιξης των πρωταγωνιστών.

Ωστόσο, δεν ξέρουμε αν η μνήμη του είναι αξιόπιστη επειδή, κάθε φορά που η αφήγηση περνάει στο παρελθόν ο ίδιος ο συγγραφέας μας δίνει άλλες πληροφορίες για συγκεκριμένα θέματα για τα οποία έχει ήδη μιλήσει, επιβεβαιώνοντας ότι η μνήμη επινοεί ή αλλάζει γεγονότα που ζήσαμε κατά τον τρόπο που εκείνη θεωρεί κατάλληλο.

Ο συγγραφέας όμως, δεν αρέσκεται μόνο στο να παίζει ένα παιχνίδι με το χρόνο αλλά στήνει κι ένα διακειμενικό παιχνίδι ανάμεσα στα έργα του Τόμας Μαν και του Μπελ για να προσθέσει σταδιακά και το έργο Μαντάμ Μποβαρί του Φλομπέρ και  στρέφει κάθε φορά τη ματιά του, τονίζοντας άλλοτε την κριτική του στάση απέναντι στον κοινωνικό του περίγυρο, άλλοτε τη μοναξιά ενός νέου ανθρώπου μέσα στην καθημερινότητα και την κοινωνική απαξίωση της εποχής που βιώνει.

Και μέσα σε όλα αυτά, ο έρωτας τελικά μοιάζει να είναι μια δύσκολη περιπέτεια. Η εξαφάνιση της μικρής Άννιας στην Κρήτη γίνεται η αφορμή να βυθιστεί το μυαλό του καθηγητή σε μια ερωτική φαντασίωση κι εμείς να νιώσουμε την ερωτική ερημιά του πρωταγωνιστή και την προσωπική του απελπισία απέναντι στον έρωτα. Το κείμενο συνεχίζει να συνομιλεί με διαχρονικά λογοτεχνικά κείμενα. Κι εδώ το παιχνίδι της διακειμενικής συνομιλίας συνεχίζεται με την με τη Λολίτα του Ναμπόκοβ.

Ο ήρωας του Ανυφαντάκη τολμάει να αναμετρηθεί με το παρελθόν, να κάνει έναν απολογισμό της ζωής του, να μετρήσει τις απώλειες, να μιλήσει για τον έρωτά του με τη συγκεκριμένη γυναίκα αλλά και με άλλες που πέρασαν από τη ζωή του, αλλά περισσότερο να επινοήσει τρόπους με τους οποίους θα πολεμήσει την αβάσταχτη ερωτική μοναξιά του, που παρέμεινε λαγαρή στο πέρασμα του χρόνου και παρά τις γυναίκες που πέρασαν από τη ζωή του.

Κι αν η μνήμη του φέρνει στο νου ερωτικές περιπέτειες και ανθρώπινες σχέσεις και επαφές δεν καταφέρνει να περιορίσει τα αισθήματα ματαιότητας που βιώνει απέναντι σε όλα όσα έζησε. Η μελαγχολία του διαχέεται στο κείμενο, μια μελαγχολία που σχετίζεται με τη διάψευση ονείρων, ενθουσιασμών και αισθημάτων και μας παροτρύνει να δούμε καλειδοσκοπικά το δικό μας παρελθόν.

Το βιβίο του Ιάκωβου Ανυφαντάκη, Αλεπούδες στην Πλαγιά, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη. Διαβάστε πληροφορίες για το βιβλίο, εδώ