Βασίλης Αλεξάκης: “Η μελωδία των αναμνήσεων”

Τέτοια λογοτεχνία παράγει ο Αλεξάκης: συγκινητική, αμακιγιάριστη, ενδοσκοπική και ειλικρινή. Την λογοτεχνία εκείνη που ανοίγει δρόμους για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Την ευφυέστατη εκείνη λογοτεχνία που αγκαλιάζει και αποδέχεται το αναπόφευκτο.

Το ‘χουν στο ριζικό τους τελικά οι άνομοι έρωτες, αγαπητέ μου. Εμφανίζονται στη φέξη του φθινοπώρου, και αλαργεύουν πριν της άνοιξης τη χάση. Πρόκειται για σύντομα και αυτοτελή επεισόδια καρδιάς που διαστρέφουν την συναισθηματική καριέρα των πρωταγωνιστών τους. Για αποδημητικά πουλιά που ό,τι και αν κάνεις, δεν θα σταθεί αρκετό για να αποφευχθεί το ταξίδι τους στα μήκη και τα πλάτη της γης. Για νερό που δεν φυλακίζεται στις χούφτες, και ήλιο που δεν παγιδεύεται ανάμεσα στα ντουβάρια. Πρόκειται για αστρικές περιπλανήσεις σε κόλπους πρόσκαιρης ευτυχίας. Για ξένους κόσμους που δίνουν κρυφό ραντεβού στον ισημερινό του πάθους, και μετά ερημιά. Για έργα τέχνης που οι ίδιοι οι καλλιτέχνες τους τα αποκηρύττουν, εφόσον δεν γίνεται διαφορετικά. Πρόκειται για τη στιγμή που αντιλαμβανόμαστε ότι στα μείζονα ζητήματα της ζωής είμαστε ολομόναχοι σαν αλατιέρες πάνω σ’ ένα τραπέζι που δεν στρώθηκε. Όπως και στους αξιοπρεπείς χωρισμούς, όπου η παρουσία μας απέχει ένα βουβό ποτάμι δάκρυα από τις εκκωφαντικές χαρές των άλλων.

Τον είδε για πρώτη φορά στης Μάγδας, κι απόρησε. Με την αναπάντεχη αντίδρασή της στη γοητεία και τη φινέτσα του. Το όνομα αυτού Γρηγόρης. Η ζωή του τακτοποιημένη στην πόλη του Φωτός δεκαοχτώ χρόνια τώρα, η καριέρα του αμετακίνητη από το βάθρο του ΟΟΣΑ, και τα εκφραστικά του μάτια σαϊτιές πόθου στα γυμνά σημεία του κορμιού της. Η σύγκρουση της Ελένης με τον έρωτα μετωπική, παρόλο που αυτός ήταν περαστικός από την Αθήνα. Λίγο αφότου επέστρεψε στο βροχερό Παρίσι, άναψε ανάμεσά τους το παιχνίδι της αλληλογραφίας. Η Ελένη δεν χάρισε όπου κι όπου την καρδιά της. Έτσι νόμιζε τουλάχιστον. Ο Γρηγόρης που για χάρη της εμφιάλωσε λίγη παρισινή βροχή, την είχε σκλαβώσει. Κι έμελλε να την κατακτήσει ολοκληρωτικά όταν τής πρότεινε να περάσουν μια εβδομάδα ερωτικού κορεσμού στη Βαρκελώνη. Ελεύθεροι, πρωτόπλαστοι. Αποδεσμευμένοι από συζύγους, μη, πρέπει και δεν. Οι δυο τους. Δυο αγύρτες της αγάπης κάτω από τον θερμόαιμο ισπανικό ουρανό. Υπάρχει άραγε γυναίκα που θα τού το αρνούνταν;

Το «Τάλγκο» του Βασίλη Αλεξάκη που κυκλοφόρησε για πρώτη φόρα από τις Εκδόσεις Εξάντας τον Ιανουάριο του 1982, κι επανακυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο τον Μάιο του 2016, αποτελεί έναν συρμό φλογερών συναισθημάτων και μια βαθιά συνειδητοποίηση ότι κάποιοι άνθρωποι που θα μπορούσαν να ήταν οι καλύτεροι φίλοι, προτίμησαν πρώτα να γίνουν εραστές και έπειτα δυο θλιβεροί ξένοι. Το βιβλίο που έχει ξεπεράσει τις 200.000 πωλήσεις και συνεχίζει ακάθεκτο, είναι μια κασέλα αναμνήσεων και ένας ψυχαναλυτής, ή πιο σωστά ο καλός ακροατής, στα βάσανα ενός έρωτα που έχει πια εκπνεύσει. Ήταν επειδή η Ελένη βιάστηκε να προβάλλει γυναικείες ψευδαισθήσεις και αυταπάτες πάνω στον επίγειο θεό της. Δεν υπολόγισε όμως ότι ο καλός διπλωμάτης του έρωτα σιωπά πάντα εκεί όπου ο άπειρος φλυαρεί. Τέτοιος ήταν ο Γρηγόρης. Απόλυτα αφοσιωμένος στη μεγάλη του φιλοδοξία: να ευχαριστεί μονάχα τον εαυτό του. Τέτοιος ήταν. Έγκαυμα στο δέρμα της, μια θεαματική έκρηξη, ένα παράπονό της. Το μεγαλύτερο. Τέτοιος. Ελεύθερος παρότι παντρεμένος. Και αυτό γιατί ήξερε να ξεφεύγει από τα ερωτικά παραστρατήματά του, πριν τον παρασύρουν μαζί τους στον βυθό της αλληλεξάρτησης.

Το «Τάλγκο», στο οποίο ο Βασίλης Αλεξάκης δίνει αφηγηματική φωνή σ’ ένα λαβωμένο από του έρωτα το βέλος, θηλυκό, μεταφέρθηκε με μεγάλη επιτυχία στις κινηματογραφικές αίθουσες το 1984 σε σκηνοθεσία, παραγωγή και σενάριο του Γιώργου Τσεμπερόπουλου, με τίτλο «Ξαφνικός Έρωτας». Πρωταγωνιστές η Μπέτυ Λιβανού σε μια από τις συγκλονιστικότερες ερμηνείες της, και ο Αντώνης Θεοδωρακόπουλος στην πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση. Με μουσικό χαλί τις ευαίσθητες νότες του Σταμάτη Σπανουδάκη και την αισθαντική φωνή της Ελένης Βιτάλη, ο θεατής θέτει σε παύση για 100′ τους δικούς του έρωτες, και αντιλαμβάνεται ότι οι άντρες που τα καταφέρνουν καλύτερα με τις γυναίκες, είναι αυτοί που τα καταφέρνουν περίφημα και χωρίς αυτές. Και στο τέλος δεν έχει παρά να θυμάται πως όλοι οι παράνομοι έρωτες είναι πρόσκαιρες συμβάσεις, όπου οι άλλοι δεν υποχρεούνται να κολλήσουν ένσημα αιώνιας πίστης. Το «Τάλγκο» δεν ορίζει την ευτυχία. Μιλά για όσα τη δημιουργούν, και τα άλλα. Τα τραγικά. Που την καταστρέφουν μέχρι να ‘ρθει ξανά σαν πουλάκι και με το ράμφος της να μάς χτυπήσει το τζαμάκι της ψυχής.

Σαν πουλάκι έρχεται και ο καλός φίλος στη ζωή μας, κι επιβεβαιώνει κάτι πολύ συγκεκριμένο κι αληθινό: πως ο άνθρωπος γερνά τη μέρα που χάνει τη μάνα του, και γίνεται δεσμώτης της σιωπής όταν χάνει το συνοδοιπόρο του. Τον άνθρωπο δηλαδή, που μας αποδέχεται όπως είμαστε, και στις κρίσεις της προσωπικής ταυτότητάς μας, μάς θυμίζει πως στη ζωή του είμαστε αναντικατάστατοι. Μολονότι, η φιλία δεν είναι απαραίτητη για την επιβίωση, είναι αυτή που τη νοηματοδοτεί, έτσι δεν είναι; Όταν χάνεται μέσα από τα χέρια μας, μοιάζει με την απώλεια ενός μέλους του σώματός μας. Ο χρόνος μπορεί να απαλύνει τον πόνο της πληγής, αλλά ποτέ δεν θα κάνει το παραμικρό για να αποκαταστήσει τη ζημιά.

Ο αφηγητής στο «Κλαρινέτο» το ξέρει. Ο Βασίλης Αλεξάκης τού δανείζει πολλά από τα στοιχεία της ζωής του με σημαντικότερη την συνεργασία που ανέδειξε την συγγραφική του ανθηρότητα στη Γαλλία. Αυτή που διατηρούσε με τον επί 40 χρόνια εκδότη του, Ζαν – Μαρκ Ρομπέρτς, και διακόπηκε βίαια όταν η επάρατη νόσος στήθηκε ως οδόφραγμα ανάμεσά τους. Με αφήγηση λιτή και συνάμα βαθυστόχαστη, ο αναγνώστης βρίσκεται ενώπιον μιας αδελφικής σχέσης που αποτελεί ένα δεύτερο εγώ, μια σωσίβια λέμβο, και κάνει τις συμφορές των άλλων κτήμα μας. Είναι μαχαίρι αυτή η αντρική φιλία μεταξύ συγγραφέα και εκδότη, που μοιράζει στα ίσα την εκτίμηση, την αγάπη, την εμπιστοσύνη και τη συμπάθεια. Ως τη στερνή στιγμή δίνουν ο ένας στον άλλον χείρα βοηθείας.

Ο συγγραφέας παρά το γεγονός πως κάνει ταξίδια στην Ελλάδα, αφιερώνει τον λογισμό του σε όσα έζησε και ζει κοντά στον Ζαν – Μαρκ. Προσπαθεί να τα κλείσει μέσα στις χούφτες του προτού διαβούν τις πύλες της λήθης. Η μνήμη είναι θείο πράγμα για ‘κείνον. Θα το διαπιστώσει όταν θα πασχίζει να θυμηθεί τη λέξη «κλαρνέτο», και δεν θα μπορεί. Ο Ζαν – Μαρκ που αλλοιώνεται ραγδαίως σαν πολυκαιρισμένη ελαιογραφία, θα τον βγάλει από το αδιέξοδο δίνοντας την ίδια στιγμή την ιδέα για τον τίτλο του παρόντος μυθιστορήματος. Η μνήμη αλλωστε, είναι η αυστηρή θεά που δεν αστειεύεται με τους πιστούς της. Πότε ανακουφίζει όπως ο ήλιος μετά τη μπόρα, πότε στοιχειώνει ως αδικημένο πνεύμα. Κινεί τα νήματα του νου. Είναι μηχανή αλέσεως εμπειριών, γνώσεων και πόθων. Χωρίς αυτήν είσαι καμένο χαρτί.

Στο «Κλαρινέτο» που κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο τον Νοέμβριο του 2016, και που ο τίτλος σημειώθηκε από τον Ζαν – Μαρκ σε χαρτάκι, το οποίο διατηρεί στο πορτοφόλι του ο αφηγητής διπλωμένο με ευλάβεια, θα μας απασχολήσει η γλώσσα. Εκείνη που αποτελεί την αλχημική ουσία μες στην οποία τρέχουν οι σκέψεις, και χάρη στην οποία ευδοκιμούν. Η ξένη με την οποία συλλαμβάνουμε αλλιώτικα τον κόσμο, και η μητρική που όταν την καταχωνιάζουμε στα βάθη της ψυχής, χάνουμε σταδιακά την επαφή με την πατρίδα. Ενώ οι θεραπείες εξολοθρεύουν τόσο τα υγιή όσο και τα προσβεβλημένα κύτταρα του Γάλλου, ο αφηγητής επιμένει να στοχάζεται πάνω στο καθετί. Δεν παραλείπει την οικονομική κρίση της χώρας του. Στην καταφρονεμένη Ελλάδα, η πολιτική μοιάζει λίγο πολύ με τέχνη εξαπάτησης που μεταλαμπαδεύεται από γενιά σε γενιά. Υποχρεώνει τους πολίτες να πληρώνουν για ό,τι τους κλέβουν, και τις κυβερνήσεις να εμμένουν σε στρεβλές διαγνώσεις χορηγώντας λάθος αντίδοτα στις ποικίλες παθογένειες, όσο οι οικονομικοί δυνάστες και δανειστές τους καραδοκούν για να τους τρίζουν τα δόντια με κάθε ευκαιρία.

Είναι άδικο για την Ελλάδα να αποτελεί το μαύρο ευρωπαϊκό πρόβατο, αλλά οι χειρισμοί της ακροβατούν μεταξύ χορού και λογιστικών. Τούτη η διαπίστωση θλίβει τον αφηγητή που την πεθυμεί στα ξένα και την σκιαγραφεί κάθε φορά που πατά το πόδι του στα πάτρια εδάφη. Θλίβει κάθε συνειδητοποιημένο Έλληνα, δηλαδή. Ο Βασίλης Αλεξάκης με τον οξυδερκή τρόπο του ανοίγει παραγωγικούς διαλόγους με ‘μας. Είτε γράφει στα γαλλικά, είτε στα ελληνικά, η ψυχή του ανήκει στο χαρτί, εφόσον πράττει με θάρρος: γυρίζει το οποιοδήποτε πρόβλημα στο μυαλό του, ώσπου να μην υπάρχει πλευρά του που να μείνει αξέταστη. Και έπειτα στήνει ένα παραμύθι γύρω του από εκείνα που μάς συναρπάζουν. Μεταξύ μας, αυτό σημαίνει «χαρισματικός συγγραφέας».

Όταν η γη καλέσει τον Ζαν – Μαρκ στην υγρή αγκαλιά της, ο Αλφόνς, το στερνοπούλι του, θα σκίσει το εύθραυστο κουκούλι της εξοδίου ακολουθίας με το γοερό κλάμα του. Σε αντίθεση με όλους τους υπόλοιπους που έχουν βυθιστεί στη σιωπή του χαμού. Αυτό το παιδί, ο Βασίλης Αλεξάκης θα μας υποχρεώσει να το αγαπήσουμε πιότερο από τα άλλα. Και έχει τους λόγους του. Μέσα από μια συγκινητική σκηνή, θα μας υπενθυμίσει πώς είναι κανείς να ξεσπά για ό,τι τού πλακώνει τα σωθικά. Πώς είναι η αγάπη και η ευγνωμοσύνη του μικρού προς τον γονέα. Πώς είναι ο αποφλοιωμένος πόνος, πώς είναι το αυθεντικό πένθος. Τέτοια λογοτεχνία παράγει ο Αλεξάκης: συγκινητική, αμακιγιάριστη, ενδοσκοπική και ειλικρινή. Την λογοτεχνία εκείνη που ανοίγει δρόμους για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Την ευφυέστατη εκείνη λογοτεχνία που αγκαλιάζει και αποδέχεται το αναπόφευκτο.


Διαβάστε επίσης:

Τάλγκο – Βασίλης Αλεξάκης

Το κλαρινέτο – Βασίλης Αλεξάκης

Βασίλης Αλεξάκης: «Ένας Έλληνας στο Παρίσι»

x
Το CultureNow.gr χρησιμοποιεί cookies για την καλύτερη πλοήγηση στο site. Συμφωνώ