Το βιβλίο του Σταντάλ, Βανίνα Βανίνι & Η δούκισσα του Παλλιάνο, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη σε μετάφραση της Τατιάνας Τσαλίκη – Μηλιώνη.

Η νουβέλα “Βανίνα Βανίνι”, γραμμένη το 1829, μόλις έναν χρόνο πριν από το Κόκκινο και το μαύρο και μια δεκαετία πριν από το Μοναστήρι της Πάρμας, τα δύο σπουδαία μυθιστορήματα του Σταντάλ, καταπιάνεται με τον έρωτα μιας πριγκίπισσας και ενός νεαρού καρμπονάρου, Ιταλού επαναστάση που οραματίζεται μια ενωμένη και δημοκρατική πατρίδα. Οι κλωστές της μοίρας που έφεραν κοντά τους δύο νέους, όσο προχωρά η αφήγηση, ξηλώνονται μέσα σε μια διαδοχή γεγονότων ερωτικής απόγνωσης, πολιτικής αφοσίωσης, προδοσίας και τύψεων. Το περιβάλλον της Ιταλίας και η δράση των καρμπονάρων είναι πράγματα που ο Σταντάλ τα έζησε από κοντά.
Η “Δούκισσα του Παλλιάνο” έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας τραγωδίας σε πεζό λόγο: “πολιτική και ενδοοικογενειακή ίντριγκα, ύβρη, “περιπέτεια”, τρέλα, “αμαρτία”, ειρωνεία, εκδίκηση και φυσικά νέμεση. Ο συγγραφέας συνδυάζει την ιστορική παρατήρηση με την ψυχολογική ακρίβεια και το ειρωνικό βλέμμα.


Ο Σταντάλ (ψευδώνυμο του Henri Beyle) γεννήθηκε στη Γκρενόμπλ το 1783 και σε ηλικία επτά ετών έμεινε ορφανός από μητέρα. Ο πατέρας του ήταν εύπορος δικηγόρος και κτηματίας. Το 1799 έφυγε για το Παρίσι, κυρίως για να ξεφύγει από την πατρική εξουσία. Κατατάχθηκε στον στρατό του Ναπολέοντα τον Μάιο του 1800 και έλαβε μέρος στις εκστρατείες στην Αυστρία, στη Γερμανία και στη Ρωσία. Το 1815, μετά την πτώση του Ναπολέοντα, εγκαθίσταται στην Ιταλία, από όπου απελαύνεται ύστερα από επτά χρόνια ως ύποπτος κατασκοπείας. Επιστρέφει στο Παρίσι και διαμένει εκεί ως το 1831, οπότε επανέρχεται στην Ιταλία ως πρόξενος στην Τσιβιταβέκια, κοντά στη Ρώμη. Πέθανε στις 23 Μαρτίου του 1842, σε έναν δρόμο του Παρισιού, όπου είχε επανέλθει με αναρρωτική άδεια. Είχε ήδη συνθέσει την επιτύμβια επιγραφή του: “Έζησα, έγραψα, ερωτεύτηκα”. Η ζωή του ήταν γεμάτη περιπλανήσεις και ερωτικά πάθη. Στα νεανικά του χρόνια αποπειράθηκε να γράψει θέατρο. Έμαθε να ζωγραφίζει και φιλοτέχνησε αίθουσες στο Παρίσι. Έγραψε μυθιστορήματα, βιβλίο για την ιταλική ζωγραφική, βιογραφίες του Χάιντν και του Μότσαρτ, ταξιδιωτικές εντυπώσεις. Στο αριστούργημα του “Το Κόκκινο και το Μαύρο”, η Ιστορία συνδέεται με τις προσωπικές ιστορίες εμβληματικών χαρακτήρων. Έχει χαρακτηρισθεί το μεγαλύτερο μυθιστόρημα του 19ου αιώνα και είναι η πρώτη πραγματεία για την “επιτυχία”, την καινούργια κοινωνική θεότητα.


Ο Γιάννης Αντωνιάδης γράφει κριτική για του βιβλίο.