Ζώντας μέσα στη μικρή, απομονωμένη κοινωνία του ορφανοτροφείου, με συνεπήρε η αποκαλυπτική γεωγραφία των προσώπων. Βλέμματα, εκφράσεις, χειρονομίες που φανέρωναν τόσο έκδηλα τη συνθήκη των μικρών τροφίμων και το δύσκολο ρόλο των βρεφοκόμων, νοσοκόμων και εργατριών στις απλές, καθημερινές δραστηριότητες. Θεώρησα ότι, αν μπορούσα να αποτυπώσω αυτή την σύνθετη εικόνα στις διάφορες εκφάνσεις της, θα καταλάβαινα περισσότερα για αυτό τον τόσο ιδιαίτερο χώρο. Έτσι αυθόρμητα και αναπάντεχα, με την παρότρυνση και του διευθυντή του ιδρύματος,  γεννήθηκε η ιδέα για την ταινία. Χωρίς προσχεδιασμό, χωρίς οργάνωση παραγωγής, χωρίς συνεργείο και σχεδόν χωρίς εξοπλισμό. Τα παιδιά είδαν τη μικρή βιντεοκάμερα που μπήκε ξαφνικά στον κόσμο τους σαν ένα καινούργιο παιχνίδι. Ενθουσιάστηκαν, έπαιξαν, ξαναέπαιξαν και στο τέλος το βαρέθηκαν. Όπως έχασαν το ενδιαφέρον τους και για μένα, που κατάφερα έτσι σιγά σιγά, αν και ξένος στο άβατο του χώρου τους, να ξεγλιστρήσω στο περιθώριο της καθημερινότητάς τους, ως ένας παρών-απών παρατηρητής.

Ήταν στο σημείο αυτό που ουσιαστικά άρχισε η κινηματογράφηση. Για τρεις περίπου εβδομάδες ήμουν εκεί από το πρωί ως το βράδυ, παρατηρώντας και καταγράφοντας σκηνές της καθημερινότητας, χωρίς να ξέρω με σιγουριά πού θα οδηγούσε όλο αυτό. Η προσπάθειά μου στα γυρίσματα, αλλά και αργότερα στο μοντάζ, ήταν η ταινία να ανακλά τη δική μου αναζήτηση, καθώς ψηλαφούσα μέρα με τη μέρα ένα πρωτόγνωρο χώρο που με συγκινούσε και με προβλημάτιζε. Ήθελα να μεταδώσω στο θεατή αυτή τη συγκίνηση, την αίσθηση ότι “βρίσκεται εκεί”, ότι συμμετέχει στην εξερεύνηση. Για το λόγο αυτό βασίστηκα αποκλειστικά στην άμεση παρατήρηση, αποφεύγοντας οποιαδήποτε παρέμβαση στα δρώμενα και κάθε προσπάθεια αφηγηματικής “δραματοποίησής” τους.

Ομολογώ ότι η επιλογή αυτή μού δημιούργησε μια ανασφάλεια, ότι ακόμα κι όταν θεώρησα ότι είχα “αρκετό” υλικό, δεν ήμουν σίγουρος ότι είχα μια ταινία. Μόνο πολύ αργότερα, όταν έβλεπα και ξαναέβλεπα τις πολλές ώρες του υλικού στο τραπέζι του μοντάζ, συνειδητοποίησα ότι υπήρχε μια συνοχή, ότι τα θέματα που μού είχαν αρχικά εντυπωθεί ήταν εμφανή σε όσα είχα καταγράψει με την κάμερά μου. Μάλιστα, μεταφυτευμένα σε ένα χώρο συναισθηματικά πιο ουδέτερο και απομακρυσμένο από τον ακατέργαστο αυθορμητισμό της πρώτης αντίληψης, τα πλάνα αποκτούσαν καινούργιες διαστάσεις και σημασίες. Τόσο, που αποφάσισα να μη χρησιμοποιήσω εξωτερικό σχολιασμό ή κάποιο άλλο τέχνασμα σκηνοθετικής μεσολάβησης που θα καθοδηγούσε τη ματιά του θεατή και θα “ερμήνευε” την εικόνα. Ήθελα η τελική μορφή της ταινίας να είναι μια επιλεκτική συρραφή άμεσων παρατηρήσεων και μόνο, παρακινώντας τον θεατή να συνθέσει ο ίδιος τις ψηφίδες του παζλ και να αναπτύξει τους δικούς του προβληματισμούς πάνω στην πραγματικότητα αυτών των παιδιών.

 

Info: Ο Βαγγέλης Καλαμπάκας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1958. Σπούδασε Αρχιτεκτονική στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και Κινηματογράφο στη Σχολή του Ινστιτούτου Τεχνών του Σικάγο. Είναι σκηνοθέτης, παραγωγός και διευθυντής φωτογραφίας. Η φιλμογραφία του περιλαμβάνει έργα μυθοπλασίας μικρού μήκους και ντοκιμαντέρ, πολλά από τα οποία έχουν τιμηθεί με σημαντικές διακρίσεις σε διεθνή φεστιβάλ και έχουν προβληθεί τηλεοπτικά στην Ελλάδα και διεθνώς. Το εκπαιδευτικό του έργο περιλαμβάνει τη διδασκαλία στο Τμήμα Κινηματογράφου του ΑΠΘ, την παραγωγή διδακτικού υλικού για το Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο και τη διδασκαλία στο πρόγραμμα “Ακαδημία Πλάτωνος” του ΕΚΠΑ.

 

Το ντοκιμαντέρ “Ο Θεός δεν μοιράζει καραμέλες” προβάλλεται αποκλειστικά στον κινηματογράφο ΤΡΙΑΝOΝ από την Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2016.

 

€1 από κάθε εισιτήριο προσφέρεται στο Χαμόγελο του παιδιού από την παραγωγή και τον κινηματογράφο ΤΡΙΑΝΟΝ.

Trailer: https://vimeo.com/148377949

FB PAGE: Ο Θεός Δεν Μοιράζει Καραμέλες / Νo Candies from Heaven