Το παρόν κείμενο είναι μεν «Μέρος 2ο» – συνέχεια του προηγούμενου «Άρση – Θέση» αλλά είναι έτσι διατυπωμένο που να διαβάζεται και τελείως  αυτόνομα.

 

Προ της ψηφιακής εποχής, το ευρύ κοινό (ομού με τους παραδοσιακούς μουσικόφιλους) αγόραζε μουσική από τους αναλογικούς φορείς, δηλαδή το βινύλιο και την κασέτα. Οι νεότεροι, παρακαλώ, μην σηκώνετε το φρύδι για την κασέτα ∙ οι μουσικόφιλοι σπανιότατα την προτιμούσαν, αλλά στο ευρύ κοινό  – που ήταν πάντοτε και το μακράν πολυπληθέστερο (βλ. προηγούμενο «Άρση – Θέση») –  το format αυτό σημείωνε πολύ σημαντικό αριθμό πωλήσεων. Δεν υπήρχε άλλη επιλογή για την αγορά μουσικής και το κυριότερο δεν πήγαινε και κανενός ο νους ότι μπορεί να υπάρξει ποτέ άλλη επιλογή.

Τα πράγματα κυλούσαν ρολόι. Η παραγωγή ήταν μεγάλη, ο κόσμος όλος αγόραζε μουσική. Οι μουσικόφιλοι κατέθεταν σημαντικό ποσοστό των εσόδων τους  κάθε εβδομάδα ή κάθε δεκαπέντε μέρες στα δισκοπωλεία (δεν υπερβάλω) και το ευρύ κοινό στην πλειοψηφία του αγόραζε δύο με πέντε άλμπουμ το χρόνο. Το υπόλοιπο ευρύ κοινό έφτανε να αγοράζει το πολύ ένα άλμπουμ το χρόνο. Ήταν όμως τέτοιο το αριθμητικό μέγεθος των ανθρώπων που συγκαταλέγονταν στο ευρύ κοινό που αρκούσε για πολύ μεγάλες πωλήσεις. Ή και για θηριώδεις πωλήσεις ακόμη (όπως για παράδειγμα τα «Νησιώτικά» του Γιάννη Πάριου που έφτασαν σε βάθος χρόνου το ένα εκατομμύριο αντίτυπα [!] σε μια χώρα 10 εκατομμυρίων κατοίκων).

Μετά ήρθε το cd. Γοητεία, ευκολία, το ευρύ κοινό το αγάπησε. Ακόμη και πολλοί μουσικόφιλοι γοητεύτηκαν. Οι εταιρείες δε γοητεύτηκαν απλώς! Οσμίστηκαν άφθονο χρήμα. Το νέο format είχε κατασκευαστικό κόστος τρεις φορές μικρότερο από το βινύλιο αλλά με την πρόφαση του ότι ήταν καινούργια τεχνολογία πωλούνταν αρκετά ακριβότερα από το βινύλιο! Τα πρώτα «χρυσά» χρόνια του cd χτίστηκαν αρκετές… πισίνες (και δεν είναι σχήμα λόγου).

Ύστερα (κι ενώ «το μεγάλο κόλπο» ήταν ακόμη σε εξέλιξη) το cd απαξιώθηκε στα μάτια αυτού που αποκαλούμε ευρύ κοινό. Αυτό συνέβη με διάφορους τρόπους κυρίως όμως με Δούρειο Ίππο τα premium cd που μοιράζονταν δωρεάν με τις εφημερίδες. Χρόνια μετά, η εκτίμηση μου είναι ότι η απαξίωση αυτή ήταν σε μεγάλο βαθμό εσκεμμένη. Για όλους τους λάθος λόγους.

Οι λόγοι ήταν κατά βάση δύο. Ο πρώτος λόγος, λογικά, πρέπει να ήταν γνωστός στον οποιοδήποτε εμπλεκόταν με τον ένα ή τον άλλον τρόπο εκείνη την εποχή στον δισκογραφικό χώρο: το άμεσο κέρδος. Οι εταιρείες πουλούσαν το δικαίωμα παραχώρησης στις εφημερίδες  για την κυκλοφορία του άλμπουμ έναντι αρκετών δεκάδων χιλιάδων ευρώ. (Αυτό συνέβαινε στα χρυσά χρόνια. Μην κοιτάτε τι γίνεται τώρα). Η σταδιακή εκποίηση σημαντικότατου τμήματος του καταλόγου μιας εταιρείας έφερνε στο ταμείο, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, πολύ μεγάλα ποσά και μάλιστα … άκοπα.

Ο δεύτερος λόγος ήταν «άνωθεν» κι «έξωθεν» καθοδηγούμενος και οι εμπλεκόμενοι στο παιχνίδι του άμεσου κέρδους και της συνεπαγόμενης απαξίωσης του μέσου ήταν στην πλειοψηφία τους περίφημα ανυποψίαστοι. Ήταν απλό ∙ η προετοιμασία για την έλευση της ψηφιακής πώλησης. Και φυσικά της συνεπαγόμενης πλήρους κατάργησης των υλικών φορέων ήχου που θα έφερνε ακόμη μεγαλύτερα κέρδη στο τότε κραταιό trust των πολυεθνικών που είχαν εκπονήσει το σχέδιο.

Ύστερα ήρθε η ψηφιακή πώληση. Δεν «πήγε». Για την Ελλάδα, δεν το συζητάμε καν. Απέτυχε παταγωδώς. Ακόμη και στην Αμερική (πιθανότατα τη μητέρα της όλης ιδέας) η ψηφιακή πώληση δεν απέδωσε και δεν αποδίδει τα αναμενόμενα. Σύμφωνα με την έκθεση της Nielsen για το 2014 η πώληση σε cd (σε επίπεδο άλμπουμ)  παρότι σημείωσε πτώση πωλήσεων 14,9% παραμένει με σεβαστή διαφορά πρώτη έναντι της ψηφιακής πώλησης (η οποία επίσης σημείωσε πτώση 9,4%.

Δεν τραβάνε τα νούμερα λέεεεεμε….

Της ψηφιακής πώλησης πάντα. Γιατί το cd, αν και έπεσε, παραμένει πρώτο. Το δε βινύλιο γλίτωσε την εξαφάνιση, ανεβαίνει ραγδαία τα τελευταία χρόνια αλλά κατέχει μόλις το 6% της συνολικής πίτας των πωλήσεων.

Εν μέσω του «πολέμου των format» το ευρύ κοινό ποτέ δεν έπαψε να έχει την ανάγκη να ακούει μουσική. Και ποτέ δεν σταμάτησε να έχει την ανάγκη να «έχει» μουσική. Μόνο που δεν το ενδιέφερε πια να «έχει» μουσική σε φυσικό φορέα. Γιατί ο μόνος «επίσημος» φυσικός φορέας (μετά την παρ’ ολίγον εξαφάνιση του βινυλίου και την εξαφάνιση της κασέτας) ήταν το cd, το οποίο ήταν απαξιωμένο…

Κι έτσι, με την ως άνω τροπή που πήραν τα πράγματα στο πεδίο των διαθέσιμων format, το ευρύ κοινό (το οποίο εξακολουθεί να έχει την ανάγκη να «έχει» μουσική) την «έχει» μέσω του… You Tube που είναι άμεσα διαθέσιμο και το οποίο κυριολεκτικώς έχει υποκαταστήσει τις δισκοθήκες.  (Άντε το πολύ-πολύ και με ολίγον από Spotify). Με δυο λόγια το κοινό δεν πολυασχολήθηκε με όλο αυτό. Απλώς έβγαλε την αγορά μουσικής από τις συνήθειες του φροντίζοντας παράλληλα να καλύψει την ανάγκη του.

Κι έτσι έχουμε φτάσει στο εξής σημείο:

–  Το βινύλιο πλέον (και μετά από ότι έχει μεσολαβήσει), όσο και αν το αγαπάμε οι μουσικόφιλοι, δεν είναι φιλικό στο ευρύ κοινό. Είναι ιδανικό για πιο προσωπικές ακροάσεις.  –  Το cd (ο μόνος φυσικός φορέας που βρίσκεται σε συμβατότητα με το τεχνολογικό περιβάλλον της εποχής) παρότι είναι φιλικός στο ευρύ κοινό, έχει απαξιωθεί στα μάτια του.

– Το ψηφιακό format δεν κατάφερε να πάρει το ρόλο που είχαν οι προηγούμενοι φυσικοί φορείς. Στην ουσία αντικατέστησε κατά κάποιο τρόπο την κασέτα. Είναι κατάλληλο α) για πιο «πρόχειρες» ακροάσεις (να ρίξω μια «αυτιά» για να έχω μια πρόχειρη εντύπωση για το τάδε), για «διερευνητικές» ακροάσεις (να τσεκάρω αν μου αρέσει και μετά βλέπουμε) και φυσικά για mixtapes (που ήταν και το μακράν μεγαλύτερο πλεονέκτημα της κασέτας η οποία στην ουσία σχεδόν εξαφανίστηκε).

Αν δεν επανακάμψει το cd ή αν δεν λανσαριστεί ένα φυσικό format φιλικό στο ευρύ κοινό οι πωλήσεις δεν θα φτάσουν ποτέ στα νούμερα των προηγούμενων δεκαετιών. Ακόμη και αν ο κόσμος ακούει περισσότερη μουσική από ότι άκουγε ποτέ. Ακόμη κι αν η μουσική γίνει συναρπαστικότερη από ποτέ.