Από έναν αγαπημένο τόπο των παιδικών του χρόνων άντλησε την έμπνευση του για τη δημιουργία των τριάντα έργων, όλα λάδι σε μουσαμά, μικρών και μεγάλων διαστάσεων που παρουσιάζει στη νέα, πέμπτη ατομική του έκθεση ο Φραγκίσκος Δουκάκης.

Η έκθεση με τίτλο «Το τοπίο της ΣΕΚ- Σιδηρόδρομοι Ελληνικού Κράτους» και υπότιτλο «Η πύλη των τρένων», εγκαινιάζεται στο Πολιτιστικό Κέντρο Μελίνα Μερκούρη στις 6 Μαΐου και μας ξεναγεί στην ουσία σ ένα προσφιλή τόπο μνήμης που συνθέτουν οι ατμομηχανές, τα φορτηγά βαγόνια, τα διερχόμενα αυτοκίνητα, οι φράχτες, οι γύρω αλάνες με τα αυτοσχέδια γήπεδα.

Πανταχού παρούσα σχεδόν σε όλα τα έργα η κατακόκκινη κεραμοσκεπή της αποθήκης του στρατού με τα εμπορεύματα των τρένων, η οποία γίνεται η πρωταγωνίστρια σ αυτό το τοπίο της ΣΕΚ. Όλα λουσμένα στο ελάχιστο γοητευτικό φως του στύλου, ή του φεγγαριού, καθώς ο Φραγκίσκος Δουκάκης θέλησε να δώσει σ αυτό το τοπίο της μνήμης ατμόσφαιρα νυχτερινή και συνάμα παραμυθένια και μαγική. Άλλωστε τέτοιες ήταν κατά κύριο λόγο οι εικόνες από το παρελθόν που του επέβαλαν την παρουσία τους, δεδομένου ότι αυτός ο τόπος του φανερωνόταν μετά το σχολείο όταν μαζευόντουσαν  για παιγνίδι ,η απογευματινές βόλτες.

Δεν έλειψαν και οι σημερινές επισκέψεις στον τόπο των παιδικών χρόνων που έδωσαν την ιδέα και δημιούργησαν αυτή την ανάγκη για το ταξίδι στο χρόνο:  «Το έναυσμα για αυτήν την ενότητα έργων, ήταν οι κλειστές βαριές πόρτες που συναντάς σήμερα, σε αντιπαράθεση με το παρελθόν που ήταν η πύλη των τρένων», σημειώνει ο Φραγκίσκος Δουκάκης μιλώντας γι αυτόν τον κύκλο δουλειάς.

«Σημαντικό για εμένα ήταν να αποδώσω την επιβλητική, και συνάμα υποβλητική ατμόσφαιρα που είχε χαραχθεί στην μνήμη μου, αυτό το ιδιαίτερο που είχε ο στρατώνας με το φώς από τον στύλο που έπεφτε  πάνω στις ράγες και την μαγική παρουσία των τρένων. Εικόνες και ήχοι τόσο έντονα χαραγμένα μέσα μου.

Ζωγραφίζοντας αυτά τα έργα  δεν ήθελα να αντιγράψω αυτό που βλέπω τώρα, αλλά να δημιουργήσω μια καινούργια εικόνα ,το έργο να έχει από μόνο του ένα ξάφνιασμα, μια αυτοπαρουσίαση.  Θέλησα  να είμαι ο ενδιάμεσος μεταξύ θεατή και έργου, και η παρουσία μου να γίνεται αισθητή από την χειρονομία, και τον χειρισμό του υλικού», καταλήγει ο Φραγκίσκος Δουκάκης.