Λεπτεπίλεπτος λυρισμός και εντυπωσιακή ωριμότητα χαρακτηρίζουν τον ήχο του διεθνούς φήμης Quartetto di Cremona, τα νεαρά μέλη του οποίου κοσμούν με την παρουσία τους φημισμένες μουσικές σκηνές σε όλο τον κόσμο. Οι τέσσερις ερμηνευτές του έρχονται στην Αθήνα για μία και μοναδική συναυλία που συνδιοργανώνεται από το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και το Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο στην Αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος, την Πέμπτη 5 Μαρτίου (ώρα 20:30), στο πλαίσιο του Κύκλου Μουσική δωματίου.

Το Κουαρτέτο της Κρεμόνας θα παρουσιάσει έργα Βέμπερν, Χάυντν και Μπετόβεν. Το πρόγραμμα θα σχολιάσει πριν από την έναρξη της συναυλίας ο πιανίστας Νίκος Λαάρης. Αυτές οι σύντομες εισαγωγικές ομιλίες εντάσσονται στο πλαίσιο των ειδικών παρουσιάσεων που έχει καθιερώσει το Μέγαρο πριν από την έναρξη των συναυλιών στην Αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος, οι οποίες αποσκοπούν στην εξοικείωση του κοινού με τη μουσική δωματίου, τους συνθέτες και τους ερμηνευτές.

Η μουσική δωματίου γεννήθηκε τον 19ο αιώνα στη Γερμανία  και, χάρη σε μεγάλους συνθέτες της εποχής, καθιερώθηκε και επεκτάθηκε στις άλλες χώρες ως το απόσταγμα της μουσικής σκέψης και ευαισθησίας. Παραδόξως, είναι ένα είδος που συνυφαίνεται με έναν ιδιότυπο «ερασιτεχνισμό», γεγονός που οφείλεται στο ότι το κοινό, τότε, δεν ήταν απλώς ένα φιλόμουσο ακροατήριο, αλλά άνθρωποι που καταγίνονταν οι ίδιοι με τη μουσική πράξη στον ελεύθερο χρόνο τους.

Δύο αυστριακοί και ένας γερμανός συνθέτης που ασχολήθηκαν συστηματικά με τη μουσική δωματίου συναντώνται στο πρόγραμμα της συναυλίας του Κουαρτέτου της Κρεμόνας στο Μέγαρο στις 5 Μαρτίου: ο Άντον Βέμπερν (1883-1945), ο Γιόζεφ Χάυντν (1732-1809) και ο Λούντβιχ βαν Μπετόβεν (1770-1827).

Ο Βέμπερν, ένας από τους στυλοβάτες της Δεύτερης Σχολής της Βιέννης και από τους πρωτοπόρους του δωδεκαφθογγισμού, συνέθεσε το έργο Langsamer Satz für Streichquartet [Αργό μέρος για κουαρτέτο εγχόρδων] το 1905. Λέγεται ότι το εμπνεύστηκε κατά τη διάρκεια ενός περιπάτου του με τη μνηστή του στα βουνά των περιχώρων της Βιέννης. Πρόθεσή του ήταν να συνθέσει και άλλα μέρη, αλλά τελικώς περιορίστηκε μόνο σε ένα. Η σύνθεση είναι βαθιά ριζωμένη στη μεταρομαντική παράδοση και εκφράζει πληθώρα συναισθηματικών καταστάσεων, από τον δραματικό παροξυσμό έως τη γαλήνια αποφόρτιση. Πρόκειται για ένα μικρό, γεμάτο λεπτότητα αριστούργημα του Βέμπερν, το οποίο αποδεικνύει περίτρανα τη συνθετική δεινότητα του σπουδαίου αυστριακού δημιουργού του 20ού αιώνα, ενός μουσουργού που ακροβατούσε με μαεστρία ανάμεσα στο τονικό και το ατονικό σύστημα. Στο πρώτο μέρος της συναυλίας θα ακουστεί επίσης το τετραμερές Κουαρτέτο εγχόρδων, έργο 77, αρ. 1, του Γιόζεφ Χάυντν, το οποίο ανήκει στα επονομαζόμενα Κουαρτέτα Lobkowitz. Γράφτηκαν το 1799. Η επονομασία Λόμπκοβιτς οφείλεται στο γεγονός ότι ο λαμπρός συνθέτης είχε αφιερώσει τα έργα του αυτά στον Ιωσήφ Φραγκίσκο Μαξιμιλιανό Λόμπκοβιτς (1772-1816), έναν από τους αριστοκράτες πάτρονες εκείνης της εποχής, που στήριξαν με τη χορηγία τους όχι μόνο τον Γιόζεφ Χάυντν αλλά και τον Λούντβιχ βαν Μπετόβεν, με τον οποίο θα κλείσει η συναυλία μουσικής δωματίου της 5ης Μαρτίου. Ο επίλογος ανήκει, λοιπόν, στο Κουαρτέτο εγχόρδων, αρ. 15, έργο 132. Είναι έργο του 1825, αποτελείται από πέντε μέρη, φέρει αφιέρωση στον Κόμη Νικολάι Γκαλίτζιν και πρωτοπαρουσιάστηκε την ίδια χρονιά από το βιενέζικο Κουαρτέτο Σούππαντσικ, που είχε ερμηνεύσει πολλά κουαρτέτα για έγχορδα του Μπετόβεν σε  πρώτη εκτέλεση.

Το Koυαρτέτο της Κρεμόνας δημιουργήθηκε το 2000 στην Ακαδημία Stauffer της Κρεμόνας. Το βασικό του χαρακτηριστικό είναι η πλήρης αφοσίωσή του στην ανάδειξη της εργογραφίας για κουαρτέτο εγχόρδων. Το ρεπερτόριό του εκτείνεται από τον πρώιμο Κλασικισμό έως τη σύγχρονη δημιουργία και τους Βάκκι, Μπέριο και Νόνο. Απαρτίζεται από τους βιολονίστες Κριστιάνο Γκουάλκο, τον Πάολο Αντρεόλι, τον βιολίστα Σιμόνε Γκραμάλια και τον βιολονίστα Τζοβάννι Σκαλιόνε. Η διεθνής κριτική έχει επαινέσει τα μέλη του για την ένταση των ερμηνειών τους, την άψογη φραστική τους στον Μπραμς και την υποδειγματική κομψότητά τους στον Μότσαρτ. Οι τέσσερις σολίστ, που είναι όλοι απόφοιτοι της Ακαδημίας Stauffer της Κρεμόνας, μελέτησαν μουσική δωματίου με τον φημισμένο μαέστρο και καθηγητή πανεπιστημίου Χάττο Μπέγερλε. Το 2005, το  Koυαρτέτο της Κρεμόνας [Quartetto di Cremona] έλαβε την υποτροφία του Ιδρύματος Borletti-Buitoni. Ήδη, από τα πρώτα του βήματα, το Κουαρτέτο γοήτευσε κοινό και κριτικούς κατά τις εμφανίσεις του σε φημισμένα συμφωνικά κέντρα της Ευρώπης (Ακαδημία της Αγίας Καικιλίας της Ρώμης, Ουίγκμορ Χολ του Λονδίνου, Κοντσέρτχαους του Βερολίνου, κ.ά.), σε διεθνή φεστιβάλ αλλά και στις περιοδείες του στην Αυστραλία, τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ιαπωνία, το Μεξικό, την Κίνα, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ιταλία, τη Σκανδιναβία, τη Γερμανία και την Αυστρία. Στα πρόσφατα επιτεύγματά τους συγκαταλέγονται η βράβευσή τους στον 11ο Διαγωνισμό Web Concert Hall και η απονομή του τίτλου του «Μονίμου Καλλιτέχνη» της Società del Quartetto (Μιλάνο), η οποία κάλεσε το νεαρούς σολίστ του σχήματος να παρουσιάσουν όλα τα κουαρτέτα του Μπετόβεν στις επετειακές εκδηλώσεις για τα 150 χρόνια από την ίδρυσή της. Επίσης, πρόσφατα επελέγησαν ως πρεσβευτές του διεθνούς προγράμματος «Friends of Stradivari» («Φίλοι του Στραντιβάρι»). Οι δισκογραφικές καταθέσεις του Κουαρτέτου της Κρεμόνας περιλαμβάνουν όλα τα έργα για κουαρτέτο εγχόρδων των Μπετόβεν και Βάκκι και μία συλλογή με δημιουργίες ιταλών συνθετών. Τα μέλη του Κουαρτέτου της Κρεμόνας αφιερώνουν μέρος της επαγγελματικής τους δραστηριότητας  στη διδασκαλία, δίνοντας συχνά σεμινάρια τελειοποίησης. Ο ιδιαίτερος ήχος του Κουαρτέτου προέρχεται από το συνδυασμό οργάνων εποχής αλλά και νεότερης κατασκευής. Ο Κριστιάνο Γκουάλκο παίζει με βιολί Guarneri del Gesù (1737), ο Πάολο Αντρεόλι με βιολί G. B. Guadagnini (1757), ενώ ο Σιμόνε Γκραμάλια έχει βιόλα Giordano του 1995 και ο Τζοβάννι Σκαλιόνε τσέλο Capicchioni του 1975.