Από τις εκδόσεις Αντίποδες κυκλοφορεί το βιβλίο του Γκαϊτό Γκαζντάνοφ, Το φάντασμα του Αλεξάντρ Βολφ, σε μετάφραση της Ελένης Μπακοπούλου και σε επίμετρο του Χρήστου Αστερίου.

Κατά τη διάρκεια του ρωσικού εμφυλίου, ένας νεαρός στρατιώτης των Λευκών σκοτώνει στην ουκρανική στέπα έναν καβαλάρη. Χρόνια αργότερα, εξόριστος στο Παρίσι, όπου εργάζεται ως δημοσιογράφος, θα διαβάσει τυχαία ένα διήγημα, γραμμένο από κάποιον Αλεξάντρ Βολφ, όπου περιγράφεται το περιστατικό που τον σημάδεψε από τη σκοπιά του θύματος.  Η αναζήτηση του φασματικού Βολφ οδηγεί σε ένα μεταφυσικό νουάρ, με όλα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το είδος: νυχτερινές διαδρομές, υπόκοσμος, αγώνες μποξ, μοιραίες γυναίκες. Ο Γκαζντάνοφ, που το περίτεχνο ύφος του συγκρίνεται με εκείνο του Ναμπόκοφ αλλά και του Προυστ, προσδίδει σε αυτή την περιπετειώδη πλοκή υπαρξιακό βάθος, διερευνώντας τα προβλήματα της ταυτότητας, της μνήμης και της ιστορίας.

Για το Φάντασμα του Αλεξάντερ Βολφ, ο Νίκολας Λέζαρντ έγραψε στον Guardian:

«[…] πρόκειται για ένα έργο μεγάλης εμβέλειας, παρά τη σχετικά μικρή του έκταση […]. Αλλά ο αντίκτυπός του είναι πολύ ισχυρότερος από τον όγκο του, και έχω την αίσθηση ότι θα σας συνοδεύει για την υπόλοιπη ζωή σας. Έζησα με αυτό το βιβλίο περίπου για μία εβδομάδα –πολύς χρόνος για ένα σύντομο έργο– αλλά θέλησα συνειδητά να το διαβάσω αργά, να το απορροφήσω προσεκτικά.»



Ο Γκαϊτό Γκαζντάνοφ (1903-1971) γεννήθηκε στην Πετρούπολη. Μετά το 1917 συμμετείχε στον ρωσικό εμφύλιο, πολεμώντας στο πλευρό των Λευκών. Μετά την ήττα έφυγε από τη Ρωσία και το 1923 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου δούλεψε ως αχθοφόρος, ως βοηθός σε πλυντήριο αυτοκινήτων, ως εργάτης της Citroën, και προς τα τέλη της δεκαετίας του 1920 ως οδηγός ταξί. Συμμετείχε ενεργά στη ζωηρή πολιτιστική ζωή της ρωσικής παροικίας του Παρισιού. Δημοσίευσε διηγήματά του σε διάφορα ρωσόφωνα περιοδικά, και το 1929 δημοσιεύτηκε το πρώτο του μυθιστόρημα Μια βραδιά στης Κλαιρ . Ακολούθησαν η Ιστορία ενός ταξιδιού (1938), η Φυγή (1939), το Δρόμοι της νύχτας (1941), που στηρίζεται στις εμπειρίες του ως οδηγού ταξί. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής ενεπλάκη στη γαλλική αντίσταση, και το 1947 δημοσιεύτηκε σε συνέχειες το Φάντασμα του Αλεξάντρ Βολφ, ένα από τα σημαντικότερα έργα του. Από το 1952 δούλεψε στο ραδιόφωνο και έζησε στο Μόναχο, όπου και πέθανε το 1971. Τα έργα του μεταφράστηκαν στις περισσότερες ευρωπαϊκές γλώσσες, όμως παρέμειναν στην αφάνεια, ιδίως στη Ρωσία, όπου ανακαλύφθηκε εκ νέου κατά τη δεκαετία του 1990. Οι επανεκδόσεις των μυθιστορημάτων του στα γερμανικά, τα αγγλικά και τα γαλλικά από το 2010 και μετά αναζωπύρωσαν το ενδιαφέρον για το έργο του. Θεωρείται πλέον ένας από τους πιο σημαντικούς Ρώσους λογοτέχνες της διασποράς.