4′- 5′

Υπεραλχημείες

Η συνεργασία Netflix-Marvel επιχειρεί από την αρχή μια ιδιαίτερη αλχημεία, ενώνοντας δυο κυρίαρχες τάσεις: Από την μια πλευρά, το χάρτινο και αφελές νοηματικά σύμπαν των υπερηρώων και της κόμικ μυθολογίας, που κυριαρχεί στον κινηματογράφο·  Από την άλλη, η τάση για σκεπτόμενες, υψηλής αισθητικής δημιουργίες, με ενίοτε τολμηρές κοινωνικές προεκτάσεις, που κυριαρχούν στον «κινηματογράφο» της σύγχρονης τηλεόρασης. Με το ζόρι παντρειά; Όχι και τόσο- το αποτέλεσμα ως τώρα δικαιώνει τις προθέσεις και «ριζώνει» καλύτερα την υπερηρωϊκή μυθολογία στην pop κουλτούρα, ανοίγοντας όλο και περισσότερο το κοινό της.

Ο σκοτεινός αιφνιδιασμός του Daredevil αποπειράθηκε να μιλήσει για τις περιπτώσεις που η δικαιοσύνη δεν είναι τυφλή, σαν τον Matt Murdock, αλλά απλά λοξοκοιτάει, ενώ η Jessica Jones αποπειράθηκε να διεισδύσει στην κουλτούρα του βιασμού, στην ψυχική αποκατάσταση των θυμάτων και στην σύγκρουση με την πατριαρχία. Εύλογα, ο Luke Cage (είχε ήδη κάνει την εμφάνισή του ως εραστής της Jessica Jones), ήταν ο hero-for-hire για να πραγματευτεί ένα φλέγον, σύγχρονο ζήτημα: Την Αμερική του Black Lives Matter, που είναι η ίδια Αμερική που νεαροί μαύροι βιώνουν καθημερινά θανατηφόρα αστυνομική βια επειδή φορούν κουκούλα (hoodie).

Bulletproof Love for Luke

 

Οπότε, ας ξεχάσουμε το disco-corny-χαβαλεδιάρικο blaxploitation του Luke Cage (aka Power Man) των ‘70s  και 80’s κόμικ. Η σειρά είναι γεμάτη με τις σχετικές αναφορές, αλλά τις παρωδεί- σε αντίθεση με τις ενστάσεις του Tarantino, θεωρεί πως έχει πιο σοβαρά πράγματα να συζητήσει, και έτσι φοράει στον στωϊκό και αλεξίσφαιρο Mike Colter μια κουκούλα και αδειάζει πάνω του κάθε πιθανό όπλο, με μουσική υπόκρουση ένα ανθολόγιο-κομψοτέχνημα της black culture (από τον Method Man μέχρι τον Charles Bradley). Προς τα τελευταία επεισόδια, η σειρά αντισταθμίζει τα όποια σεναριακά της ελλείματα με εικόνες-σύμβολα: Πολίτες με διάτρητες από σφαίρες ζακέτες με κουκούλα να βλέπουν στον Luke Cage ένα σύμβολο ενάντια στην καταστολή και στις ψεύτικες υποσχέσεις «επενδύσεων» στο Harlem της Νέας Υόρκης, με τον Method Man να ραπάρει με πάθος το «bulletproof love» στα ραδιόφωνα.

Ο Luke Cage έχει όλα τα στολίδια: Την μουσική, τους όμορφα κινηματογραφημένους δρόμους του Harlem, τις αναφορές στην Ιστορία, τον λαϊκό ήρωα, ένα σύνολο έξοχων δευτεραγωνιστών (πλην ενός, βλ. παρακάτω). Είναι δηλαδή ένα σύνολο με εξαιρετικά παρελκόμενα αλλά με απουσία μιας κεντρικής ιδέας. Το δεύτερο μισό της σειράς μοιάζει αποπροσανατολισμένο ανάμεσα στις κόμικ καταβολές του και τις μοντέρνες ανησυχίες του, πιθανότατα δείχνοντας και τα όρια του υλικού. Από την στιγμή δηλαδή που εμφανίζεται ο χαμένος αδερφός (Diamondback, ο καλός Erik Harvey σε κακογραμμένο ρόλο) στο μίγμα προστίθεται η θεολογία και ο Luke Cage γίνεται τρωτός (όντως, όχι  μόνο μεταφορικά).

Οργισμένοι vegetarians

Στην Βίβλο, ο Κάιν δολοφονεί τον Άβελ από φθόνο και οργή·  Είναι βέβαια επειδή ο Θεός πρώτος ξεχώρισε τους δυο πρωτογέννητους, αποδεχόμενος την προσφορά του Άβελ με τα κατσικάκια γάλακτος και απορρίπτωντας την προσφορά του γεωργού Κάιν με τα καλαμπόκια και τα καπνά του. Αργότερα, ο Θεός ρωτά τον Κάιν για τον αδερφό του και ο Κάιν κάνει τον ανήξερο: I don’t know; Who am I, my brothers’ keeper? Η φράση αυτή διατρέχει το δεύτερο μισό περισσότερο από το «Sweet Christmas», την ατάκα σήμα κατατεθέν του Luke Cage.

Προκύπτει λοιπόν, ότι ο «νόθος» αδερφός, που δεν κέρδισε ποτέ την αποδοχή/αναγνώριση του πατέρα, πέραν του ότι είναι στυγερός αρχιμαφιόζος, μισεί θανάσιμα τον Luke Cage και τον θεωρεί υπαίτιο. Εδώ, ο σεναριακός «παραλογισμός» (γιατί να μην τα βάλει με τον πατέρα απ’ευθείας και να μπει σε τόσο κόπο;) αφουγκράζεται μεν τον παραλογισμό της Βίβλου (ε, εντάξει, θα μπορούσαν τα αδέρφια να πουν στον Θεό να μην τα ξεχωρίζει) αλλά κάνει την σύγκρουση των αδερφών μια κόμικ, τραβηγμένη υπερβολή.

Μέχρι όμως την βιβλική επίλυση, η σειρά κυλάει υπέροχα: Αυτό γιατί ο Cage τα βάζει με κανονικούς, περίπλοκους και βασανισμένους μαφιόζους (ο γνωστός από το House of Cards Mahersala Ali στον ρόλο του Cottonmouth), διαπλεκόμενες πολιτικούς (η σταθερά καλή Alfre Woodard στο ρόλο της Mariah Dillard) και ένα σύστημα τάξης και δικαιοσύνης εντελώς ανεπαρκές να κάνει κάτι παραπάνω από το να τραμπουκίζει μειονότητες. Εντός αυτού του συστήματος δίνεται χώρος στην γνωστή black power heroine Misty Knight να λάμψει (Simone Missick), ή τουλάχιστον να αποτύχει με αρκετούς τρόπους μέχρι να καταλάβει το μέγεθος της αδυναμίας της μπροστά στην διαπλοκή. Σε αυτό το σημείο ο πάντα απρόθυμος για υπερηρωϊσμούς Luke Cage αναδύεται από τις λαϊκές γειτονιές ως ήρωας, όχι επειδή φοράει φαντεζί κάπα αλλά επειδή η ίδια του η γειτονιά τον χρειάζεται.

Η πραγματικότητα είναι διάτρητη από σφαίρες

 

Η πραγματικότητα των αριθμών λέει ότι για το 2015, η αστυνομική βια οδήγησε στο θάνατο 102 μαύρων στους δρόμους της Αμερικής. Δηλαδή περίπου 2 την εβδομάδα, με τα επίσημα στατιστικά να λένε ότι περίπου οι μισοί ήταν άοπλοι (ακόμα και τα συγκριτικά ποσσοτά ενόπλων που δολοφονούνται είναι συντριπτικά εις βάρος της μαύρης κοινότητας). Η κυριαρχούμενη από τον «λευκό απολογητισμό» παραγωγή σε τηλεόραση και κινηματογράφο βρίσκει στον Luke Cage ένα σύμβολο για να πει κάτι, μα, σε τελική ανάλυση, τι να πεις; Το θέμα παραείναι βαθύ και οξύ, ικανό να διαπεράσει ακόμα και την άτρωτη επιδερμίδα του πρωταγωνιστή. Πολύ δε περισσότερο, όταν στον ίδιο του τον πυρήνα, ο Luke είναι και λίγο συντηρητικός: Ο μόνος του μονόλογος που κάπως μένει είναι όταν τραμπουκίζει έναν νεαρό να μην χρησιμοποιεί την λέξη nigga. Η βασική του έγνοια είναι τα νέα παιδιά να μην πάρουν «τον στραβό το δρόμο». Σήμερα στην Αμερική, έχουν βγει οδηγίες για το πώς να συμπεριφέρονται νεαροί μαύροι αν τους σταματήσει η αστυνομία για να μην κάνουν κάποια λάθος κίνηση και προστεθούν στην άθλια στατιστική: Ο Luke Cage μοιάζει σαν τον τύπο που θα δίνει συμβουλές σε αυτόν τον παραλογισμό, και όχι ως ο τύπος που θα τα κάνει όλα λίμπα για να πάψει να υφίσταται.

Από την άλλη, στα πλαίσια της καθαρά τηλεοπτικής ψυχαγωγίας, ο Luke Cage χτίζει ένα πολύ ενδιαφέρον σύμπαν στο πρώτο μισό, και ύστερα ταλαντεύεται από το βάρος που έχει στους ώμους του- ίδια προβλήματα αντιμετώπισε και η δεύτερη σεζόν του Daredevil. Αυτό φυσικά, δεν εμποδίζει τα δεκατρία επεισόδια της σειράς να προκαλέσουν ένα μίνι εθισμό, ανάλογο της μόδας του binge-watching που έχει φέρει η Netflix (όπου όλα τα επεισόδια μιας σειράς «ανεβαίνουν» με τη μια, χωρίς την εβδομαδιαία αναμονή). Ούτε εμποδίζει την επεκτατική πολιτική της Marvel, που συνεχίζει κινηματογραφικά με καμιά δεκαριά ταινίες προγραμματισμένες μέχρι το 2019 (!) αλλά και τηλεοπτικά με τουλάχιστον άλλες 4-5 σειρές (μεταξύ τους, ο Iron Fist αλλά και η «συνεργασία των τεσσάρων» στο Defenders).

Μένει να δούμε που θα υποπέσει σε φάουλ αυτή η υπερσυσσώρευση και θα αρχίσει η υποχώρησή της-  o Luke Cage έδειξε κάποια πρώτα σημάδια εξάντλησης (όπως και το Civil War, κινηματογραφικά) αλλά συνεχίζει να προπορεύεται, σε ένα (κινηματογραφικό) τοπίο περιορισμένων μυθολογιών και μέτριων ιδεών.