Το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών παρουσιάζει σε απευθείας μετάδοση από το Εθνικό Θέατρο της Βρετανίας το έργο του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ…

«Τίμων ο Αθηναίος» την Πέμπτη 1η Νοεμβρίου, στις 9 μμ.

Πλούσιος, φίλος πλούσιων και ισχυρών, προστάτης των τεχνών, φιγουρατζής οικοδεσπότης, φιλόξενος στους προύχοντες της πόλης, κραυγαλέα σπάταλος και ακραία γενναιόδωρος μέχρι κατάρρευσης, ο Τίμων ο Αθηναίος προσγειώνεται από τον 17ο αιώνα στον 21ο και σαν ένας άλλος Βασιλιάς Ληρ αποκαλύπτει τις σκοτεινές όψεις της ανθρώπινης φύσης και της δύναμης του χρήματος.

Ο ‘Τίμων ο Αθηναίος’ είναι η τρίτη (μετά τα: ‘Η τελευταία των Χάουσμαν’ και  ‘Ποιος Σκότωσε τον Σκύλο τα Μεσάνυχτα;’) της φετινής σειράς μεταδόσεων από το Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας,  που το Μέγαρο Μουσικής για τρίτη συνεχή χρονιά προσφέρει στο αθηναϊκό κοινό, σε συνεργασία με την Βρετανική Πρεσβεία και το Βρετανικό Συμβούλιο.

Ο Τίμων κατασπαταλάει τα πλούτη του, τα χρησιμοποιεί για να δημιουργήσει και να λαδώσει ένα δίκτυο εξουσίας, γίνεται ένας ημίθεος στον κύκλο των ιδιοτελών συναναστροφών του και όταν μένει απένταρος και ψάχνει για ρευστότητα -δανεικά- όλοι του γυρίζουν την πλάτη, ακόμα και όσοι ευεργετήθηκαν από αυτόν και σώθηκαν από τη φτώχεια. Τους εκδικείται με ένα τελευταίο συμπόσιο με μενού περιττώματα και αποσύρεται σε μια κυριολεκτική και συναισθηματική ερημιά από όπου σε μια άγρια έκρηξη μισανθρωπίας, κυνισμού και οργής εκτοξεύει κατάρες και αναθέματα στην ηθικά χρεοκοπημένη Αθήνα, ενώ δείχνει να ξέρει, σε επώδυνο βαθμό, ότι μέρος του προβλήματος οφείλεται στο δικό του εσωτερικό κενό. «Οι ύπατοι κυρίαρχοι, είσαστε διαβόητοι κλέφτες και νομιμοποιημένοι λωποδύτες».

Στο έργο του Σαίξπηρ η πόλη είναι η Αθήνα, αλλά ο Νίκολας Χάιτνερ το κατεβάζει στο δρόμο, σε όσα συμβαίνουν κάτω από τη μύτη μας. Έξω, μια ταραγμένη κοινωνία αγανακτισμένων και περιθωριοποιημένων έχει καταλάβει τους δρόμους. Μέσα είναι όλα πλούσια, μεγαλοπρεπή και σε αφθονία. Ο Τίμων του Σάιμον Ράσελ Μπιλ απολαμβάνει το λουτρό κολακειών στα εγκαίνια μιας νέας πτέρυγας μουσείου, την Αίθουσα του Τίμωνα, στην οποία κυριαρχεί ο πίνακας του Ελ Γκρέκο, «Ο Χριστός διώχνει τους τοκογλύφους από τον ναό». Ο πανευτυχής χορηγός είναι το όνομα στο στόμα των παρευρισκομένων. «Τίμων», ψιθυρίζουν όλοι τσουγκρίζοντας ποτήρια με πανάκριβη σαμπάνια και αγάλλονται από την απλοχεριά του.

Ο Νίκολας Χάιτνερ και ο σκηνογράφος του, Τιμ Χάτλι, κάνουν έντονες, κοφτερές δηλώσεις. Βρισκόμαστε σε έναν κόσμο του Ντέμιεν Χιρστ και της εξωφρενικής τέχνης του, γεμάτο από θορυβώδεις τραπεζίτες με τα αδιανόητα μπόνους τους, από κούφιες συζητήσεις, ρηχές συνευρέσεις και ασυγκράτητη φαιδρότητα. «Κάθε 25 περίπου χρόνια» λέει ο Χάιτνερ, «γίνεται μια επιστροφή στο έργο αυτό γιατί καταπιάνεται με ένα θέμα διαρκές, τη δύναμη του χρήματος στις ανθρώπινες σχέσεις και το στοίχημα είναι να το φέρουμε στο σήμερα». Ο σκηνοθέτης και διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου καταφέρνει να ταξιδέψει τον Τίμωνα στις μέρες μας, να τον κάνει μια παραβολή της διάλυσης του βρετανικού κατεστημένου σε μια ζωντανή παραγωγή, που οι κριτικοί ομόφωνα χαρακτηρίζουν άψογη.

«Παράδοξα αγνοημένο, θανατερά κοφτερό και συχνά παράφορα ιλαρό πορτρέτο μιας ανθρωπότητας υποτελούς στο χρήμα, αυτό το δύσκολο και ατελές έργο του Σαίξπηρ, γραμμένο με τη βοήθεια, όπως εικάζεται, του Τόμας Μίντλετον, εδώ δείχνει ολοκαίνουργιο σαν μια ανησυχητική απεικόνιση της γενιάς του Πιστωτικού Ναυαγίου», γράφει ο κριτικός του Γκάρντιαν, Τόμας Μέισον. «Ο Τίμων, όπως και η Lehman Brothers, χρεοκοπεί εξαιτίας μιας κρίσης ρευστότητας, αλλά όπως και με την LB, η χρεοκοπία αυτή κρύβει μια βαθύτερη κατάρρευση. Από τη στιγμή που ο Τίμων δεν μπορεί να προσφέρει στο κοινωνικό του δίκτυο εγκαίνια σε γκαλερί, σοφτ πορν μπαλέτα, ακριβά δώρα για εξυπηρετήσεις, η κοινωνική του αξία μηδενίζεται. Πρόκειται για ένα επίκαιρο σχόλιο του Λονδίνου του 2012, κάτι που κάνει το έργο εξαιρετικά ενδιαφέρον».

«Δεν είναι μια φανταχτερή παράσταση αστέρων» σημειώνει ο Πολ Τέιλορ στον Ιντιπέντεντ, «αλλά μια βραδιά που υποδόρια αποκαλύπτει τον Τίμωνα, σαν μια μελέτη στην ανθρώπινη φύση και το χρήμα. Αντιλαμβάνεσαι γιατί γοήτευσε τον Μαρξ και μπορείς να υποθέσεις γιατί δεν παίχτηκε στην εποχή του: είναι ριζοσπαστικό και ταυτόχρονα απελπιστικό. Ο Σάιμον Ράσελ Μπιλ προσθέτει μια ακόμα στις πολλές ερμηνείες του, από αυτές που δεν πρέπει να χάσει κανείς και υποστηρίζεται από μια ομάδα ηθοποιών που αποπνέει συναρπαστικά την αρπακτικότητα των κολάκων. Στο δείπνο της εκδίκησης ο Ράσελ Μπιλ κάνει τη σκηνή συγκλονιστική στη μισανθρωπική της παραφορά και ταυτόχρονα τη γεμίζει με καθηλωτική συγκίνηση και καθώς γίνεται χολερικός και οργίλος και η γλώσσα γίνεται πλούσια, φορτωμένη με βιτριολικές επινοήσεις. Όταν έχει απορριφθεί από όλους –η άλλη όψη της παλιότερης γενναιοδωρίας του και η λογική συνέπεια της μοναχικής του απολυτότητας- μας παρασύρει στην άβυσσο ενός αναπάντητου ερωτήματος: αν δεν μπορούμε να ζήσουμε σε έναν κόσμο ανθρωποφαγίας, πρέπει να τον εγκαταλείψουμε;»

Το έργο, γραμμένο από τον Σαίξπηρ –με τη συνδρομή του Μίντλετον- το 1605 και καταχωρημένο στα προβληματικά του θεατρικά, έχει προσαρμοστεί από τον Χάιτνερ σε μεγάλο βαθμό, με αλλαγή ρόλων που ανέλαβαν γυναίκες και με μέρη που ξαναγράφτηκαν για να αποκτήσουν σαφήνεια. «Κανείς δεν θα ισχυριζόταν ότι  ο Τίμων –στο πρωτότυπο- είναι ένα άψογο έργο», γράφει ο Μάικλ Μπίλινγκτον στον Γκάρντιαν, « αλλά η παραγωγή του Χάιτνερ δίνει σε κάθε χαρακτήρα απόλυτη ταυτότητα και μετατρέπει ένα από τα αδύναμα έργα του Σαίξπηρ σε ένα δυναμικό σχόλιο για τον πλούτο και τη μοναξιά, για την τοξικότητα μιας κουλτούρας της πίστωσης από την οποία η πραγματικότητα είναι εξόριστη. Ο Σάιμον Ράσελ Μπιλ δημιουργεί μια λεπτεπίλεπτη σχέση ανάμεσα στους δυο εαυτούς του, υποστηρίζοντας ότι η οργή του δεύτερου Τίμωνα είναι μια προέκταση της συναισθηματικής μοναξιάς του πρώτου».

Με αγγλικούς και ελληνικούς υπότιτλους
Σε απευθείας μετάδοση από το Εθνικό Θέατρο της Βρετανίας