Ο σκηνοθέτης Τηλέμαχος Μουδατσάκις απαντά στις ερωτήσεις του Γρηγόρη Χαλιακόπουλου για την τέχνη του θεάτρου, τις ιδιομορφίες της αρχαίας τραγωδίας, το ρόλο της μετάφρασης αλλά και τον «Ορέστη» του Ευριπίδη που θα παρουσιαστεί από τις 24 μέχρι τις 28 Οκτωβρίου 2012 στο Θέατρο «Έναστρον».

Συνέντευξη: Γρηγόρης Χαλιακόπουλος

Culturenow.gr: Ποια εσώτερη διαδικασία σας οδηγεί στην αρχαία ελληνική τραγωδία;

Τηλέμαχος Μουδατσάκις: Η αρχαία τραγωδία είναι το μέγιστο επίτευγμα του ανθρώπινου  πνεύματος, όπου η ποίηση συναντά την ιστορία των ιδεών, τον οδυνηρό κλήρο, τη μοίρα του ανθρώπου στο σύμπαν, αυτό ωστόσο που με καθηλώνει  είναι το πάθος ως κέλυφος μέσα στο οποίο εκκολάπτεται ο ήρωας, ο  αγώνας του, που είναι μάταιος ακόμη και όταν έχει καρποφόρο έκβαση. Ο  ίδιος ο ήρωας είναι ένας αθροιστικός άνθρωπος, που πάσχει, καθώς ζητά  να αποκληρωθεί από την οδύνη. Έτσι, ένα πρόσωπο δεν είναι ποτέ μόνο  του, έχει σύμμαχο τους άλλους, αλλά και συχνά αντίμαχο τον ίδιο τον  εαυτό του. Αυτό το πάθος, σμαλτωμένο από τα ηδύσματα της ποιητικής  τέχνης και τις δραματικές ανατροπές αναδεικνύεται ως έσχατο ζητούμενο  στο θέατρο, αλλά εν γένει στις τέχνες, κυρίως στις αφηγηματικές. Αγγίζοντας έτσι ένα έργο π.χ. τον «Ορέστη» του Ευριπίδη, ο  καλλιτέχνης θα εστιαστεί οπωσδήποτε στο επίκεντρο της ποιητικής του  πάθους, των ιδεών, του συμπαντικού παιγνίου της μοίρας, της σοφίας που  είναι το απόσταγμα του προαιώνιου σφάλματος, της ύβρεως, την οποία  διαπράττει αναπόφευκτα ο τραγικός ήρωας. Δρω στο αρχαίο θέατρο σημαίνει πάσχω για να αποτρέψω τις συνέπειες της ύβρεως την οποία έχω εξάπαντος διαπράξει. Ιδού η μεγάλη πρόκληση.

Cul.N.: Υπάρχουν όρια στη διασκευή ενός αρχαίου κειμένου και στη σκηνοθετική  διαμόρφωσή του;

T.M.: Δε θα πρέπει να υπάρχουν αν ο σκηνοθέτης ή εν τέλει οι πρακτικοί του  θεάτρου είναι πραγματικοί καλλιτέχνες. Πάντως, μια παράσταση αρχαίας  τραγωδίας οφείλει να κάνει μια πρόταση και εδώ αναφύονται οι προκλήσεις. Αυτή η πρόταση πρέπει αφενός να εγγράφεται στη μέθοδο του  σκηνοθέτη, στην προοπτική των αναζητήσεών του και κυρίως στην  εκφραστική δυναμική του, που είναι τεχνικό ζητούμενο. Έτσι, μια  διασκευή, μια ερμηνευτική σύλληψη ακολουθεί μοιραία τις αναζητήσεις  του σκηνοθέτη και τους τρόπους παραστασιοποίησης. Τα όρια πάντως δεν  μπορεί να είναι αυθαίρετα, δεσμεύονται από την ποιητική του δημιουργού, ο οποίος δεν μπορεί να παραβλέπει τα αισθητικά ρεύματα της εποχής του, όχι μόνο στο θέατρο, αλλά και σε όλες τις τέχνες.

Cul.N.: Ο Ευριπίδης με το να φέρει τον μύθο πιο κοντά στα ανθρώπινα μέτρα  ασκεί συνάμα και πολιτική;

T.M.: Το αρχαίο ελληνικό θέατρο είναι και πολιτικό θέατρο. Οι Αθηναίοι  είχαν την ευκαιρία να βλέπουν ως και εξήντα παραστάσεις τον χρόνο. Το  θέατρο ήταν ένα εκπαιδευτήριο μεγάλης ολκής. Όπου η ρήξη με την εξουσία, το καθεστώς του πολιτικού ανδρός, αλλά και οι διώξεις της ύβρεως, η διαταραχή του μέτρου, η αθεΐα (όπως αυτή του Κρέοντα) ήταν  μεγάλα πολιτικά στοιχήματα. Ο Ευριπίδης, με τους νεωτερισμούς του,  ενίσχυσε το πολιτικό σκέλος του θεάτρου. Κατά τη γνώμη μου ο  διάλογος, με τις εντάσεις του, κραταίωσε την άποψη για την έννοια των  επιχειρημάτων στη σύνθεση των θέσεων των προσώπων ως συνομιλητών. Ενώ η γείωση της υπόθεσης, του μύθου στην πραγματικότητα ενίσχυσε την παρουσία του καθεστώτος του ήρωος, ως πολιτικού όντος στην πολιτεία.

Cul.N.: Τι θέλετε να περάσετε στο κοινό σας μέσα από τον «Ορέστη»;

T.M.: Ο Ορέστης είναι ο νέος των ημερών μας, που ζητά να διορθώσει το «σφάλμα» του. Είναι εκπληκτικό το ότι αναπτύσσει μια σειρά από  επιχειρήματα, τα οποία έχουν λογική και ειρμό, κινδυνεύουν όμως να  πείσουν ότι η ύβρις είναι επιβεβλημένη ως τιμωρία, ότι δηλαδή το  σφάλμα έχει ηθική υπόσταση. Ο Ορέστης είναι θρασύς και τρυφερός,  βίαιος και αδύναμος, πιστός φίλος και παραλίγο αιμομίκτης. Καμιά  σκηνή στο αρχαίο θέατρο δεν είναι τόσο τρυφερή και ταυτοχρόνως  αποτροπιαστική, όσο εκείνη όπου ο Ορέστης ζήτα να κάνει έρωτα με την Ηλέκτρα πριν αυτοκτονήσει, και αυτός και εκείνη. Όμως το στοίχημα μου στην παράσταση του «Ορέστη» είναι η πρόταση  ενός άλλου τρόπου ερμηνείας του αρχαίου δράματος, με επίκεντρο τον  πόνο που αλλάζει την μορφολογία του σώματος, τον πόνο που είναι η πεμπτουσία του τραγικού.

Cul.N.: Η οικονομική και κοινωνική κρίση ενισχύει την τέχνη ή την αποδυναμώνει;

T.M.: Από μια άποψη την ενισχύει αφού προκαλεί τον καλλιτέχνη να αντισταθεί και να καταγγείλει τις αιτίες της κρίσης, τόσες που είναι και τόσοι που τις δημιούργησαν. Πιστεύω ότι τίποτα δεν είναι πιο επικίνδυνο από τον ισχυρό επαναστατικό λόγο του καλλιτέχνη. Ούτως ή άλλως το δημιουργικό πάθος δεν μπορεί να ενταφιαστεί. Αν παρ’ όλα αυτά κατασταλεί, θα εκραγεί, θα επανέλθει ως διαμαρτυρία. Το πάθος είναι εκείνο που μας μένει, όταν όλες οι αξίες εκπίπτουν στο μηδέν και είναι αλήθεια ότι η οικονομική κρίση υπονομεύει όλες τις αξίες, εξορίζει την φαντασία, το όνειρο που είναι ο πρωτογενής πυρήνας του πολιτισμού.

Cul.N.: Η υποκριτική δεινότητα ή το βάρος ενός κειμένου γέρνει περισσότερο στο δίσκο της θεατρικής ζυγαριάς;

T.M.: Το ζητούμενο είναι να επιτύχει κανείς το ιδεώδες σε μια παράσταση, ισορροπώντας τη μνημειώδη ποίηση του κειμένου με την υποκριτική τέχνη ή την ευρηματική σκηνοθεσία. Αν και αυτό είναι ένα εντελώς υποκειμενικό στοίχημα. Τα κείμενα μένουν, οι σκηνοθεσίες αλλάζουν και οι αισθητικές συγκινήσεις από την μιαν εποχή στην άλλη. Τα κείμενα έχουν την ευλογία του επιτεύγματος-αριστουργήματος πέρα από τον χρόνο. Πάντως είναι αλήθεια ότι σε ορισμένες παραστάσεις υπερτερεί το κείμενο αν μάλιστα η μετάφραση έχει ευτυχίσει.

Cul.N.: Ποια είναι η άποψή σας για την μετάφραση;

T.M.: Για να μεταφράσει κανείς ένα τέτοιο κείμενο-ποίημα όπως τους «Πέρσες» ή τον «Ορέστη» οφείλει να γνωρίζει και τους τρεις ελληνικούς γλωσσικούς πολιτισμούς τον αρχαίο, τον μεσαιωνικό-βυζαντινό και την νεώτερη γλώσσα.

Cul.N.: Ποιους καλλιτεχνικούς στόχους θέτετε για το μέλλον;

T.M.: Θέλω να συνεχίσω τις έρευνές μου και να καθαρίσω περαιτέρω την τεχνική μου, που μετά τους «Πέρσες» το 2010 εστιάζεται εντελώς στο σώμα. Ένα σώμα που πάσχει και με τους σπαραγμούς του γράφει στην σκηνή. Θέλω να φτάσω σε μια γραφή σπαρακτική. Ως ένα σημείο το έχω επιτύχει στον «Ορέστη».

Cul.N.: Τι εννοείτε ότι το έχετε επιτύχει στον «Ορέστη»;

T.M.: Το δέρμα, οι μυς γίνονται μάρτυρες του πάθους, ούτε ένα χιλιοστό του σώματος-δέρματος δε μένει αμέτοχο στη δράση. Στόχος μου άλλωστε είναι να επανέλθω στην Avignon το 2013 με τον «Ορέστη» για 22 παραστάσεις (ύστερα από τη μεγάλη ζήτηση εισιτηρίων το φετινό καλοκαίρι), καθώς και να συμμετάσχω στα μεγάλα πολιτιστικά  φόρα, όπου έχω κληθεί με τους ηθοποιούς μου, τον Κωνσταντίνο Φερεντούρο, τη Βάσια Βασιλείου, τον Λεωνίδα Αργυρόπουλο, τον Χρήστο Βελιάνο και τον Γιώργο Κυριάκου, αλλά και τον μουσικό μου Βασίλη Πανόπουλο και το σκηνογράφο Κωστή Χρηστίδη.