Του Γιάννη Αντωνιάδη

Το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν είναι μία πολύ σοφή ρήση, η οποία στις μέρες μας σπάνια λειτουργεί. Είναι σημείο των καιρών η λογοτεχνία να περιορίζεται σε μία άνευ λόγου φλυαρία από ανθρώπους άκρως ακατάλληλους να συλλάβουν την έννοια της και το λειτούργημα που προσφέρει στην κοινωνία. Ευτυχώς τα φωτεινά παραδείγματα εμπνευσμένων συγγραφέων που με την πένα τους ζωγραφίζουν μία διαφορετική εικόνα άξιου λόγου δεν παύουν να υφίστανται ; αλίμονο να μην είχαμε και αυτούς δηλαδή! Ένα τέτοιο παράδειγμα λογοτεχνικής ευταξίας και αναγνωρισμένου ύφους είναι και ο Θωμάς Κοροβίνης, ένας λαϊκός αφηγητής που κάθε φορά που ένα βιβλίο του αναρριχάται στα ράφια των βιβλιοπωλείων είναι αδύνατο να περάσει απαρατήρητο πόσο μάλλον αδιάβαστο.

Αυτός ο σχοινοβάτης της λογοτεχνίας που αντέχει στον χρόνο γιατί μιλάει μία γλώσσα ανεπιτήδευτη και γνήσια, επανέρχεται μετά τον Γύρο του Θανάτου, με το οποίο κέρδισε το Κρατικό βραβείο Μυθιστορήματος πέρσι, με ένα βιβλίο διήγημα στο οποίο τιμά τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, έναν μεγάλο Έλληνα και πάνω από όλα έναν μεγάλο άνθρωπο, το μέγεθος του οποίου καταφέρνει σε πολύ λίγες σελίδες να σκιαγραφήσει.

Ο Παπαδιαμάντης είναι ο σκιαθίτης μοναχός της συγγραφής που ανάθρεψε γενιές και γενιές με τα γραπτά του, τα οποία είναι συνδεδεμένα με έναν άλλο θείο κόσμο τον οποίο καταγράφει μέσα από βιβλία όπως η Φόνισσα και ο Έμπορος των Εθνών. Μας αποστομώνει με τον λόγο που εκφέρει, με τις εικόνες που διαμορφώνει μέσα από τους χαρακτήρες που μόνον εκείνος θα μπορούσε να πλάσει σε μία τροχιά γλωσσολογική που αγγίζει ψαλμωδία. Έχει αρχαίες και βυζαντινές κυρίως καταβολές, είναι δωρικός και λιτός έτσι ακριβώς όπως επέλεξε να ζήσει ολόκληρη την ζωή του.

Ο Κοροβίνης με το κερί της αλήθειας αναμμένο στην μνήμη του κυρ Αλέξανδρου όπως τον ονομάζει, μας μεταφέρει στο 1911, έτος θανάτου του στρατηλάτη των γραμμάτων. Ο αναγνώστης ζει με αγωνία τις τελευταίες ώρες της ζωής του, η κούραση και το βάρος των χρόνων είναι έκδηλα μέσα από μία αφήγηση πολύ λεπτομερή και πλούσια σε πληροφορίες. Η ατμόσφαιρα είναι σαφώς συγκινησιακή και πολύ φορτισμένη, ο Κοροβίνης καταφέρνει με έναν λόγο βαθιά μελαγχολικό και με γλώσσα πολύ ευαίσθητη να εντάξει τον αναγνώστη σε έναν κόσμο παπαδιαμαντικό όπου κυριαρχούν σκέψεις και ενοράσεις λίγο πριν ο γλωσσοπλάστης κυρ Αλέξανδρος αφήσει τα εγκόσμια και την επίγεια πραγματικότητα για να συνεχίσει την συγγραφή του σε άλλο συμπαντικό χώρο. Αφουγκράζεται ο καθένας που κρατάει στα χέρια του αυτό το τρυφερό βιβλίο την αγωνία που περνάει στο κρεβάτι του πόνου του, του ψυχολογικού του πόνου, μιας και ο γέροντας έφυγε πλήρης ημερών όχι τόσο από άποψη ηλικίας αλλά από την οπτική γωνία της πληρότητας των εμπειριών που βίωσε.

Σαν ασκητής έζησε όλη του την ζωή και έτσι τον βρίσκει ο αναγνώστης, κουρνιασμένο στα δικά του ήθη και έθιμα, στην απλότητα της αγιοσύνης του καθώς άγγιξε με την ζωή του μία μοναστική εμπειρία σαν να ήταν σε ένα κελί και εκεί να έγραψε την δική του αποκάλυψη. Έδωσε μέσα από το έργο του την δική του προσέγγιση της έννοιας άνθρωπος μακριά από χρηματικούς επαίνους και πλουσιοπάροχες ανταμοιβές, ο αναγνώστης καθίσταται μέτοχος σε αυτήν την ανιδιοτελή διαδρομή του και σαν να θέλει να του σφίξει το χέρι λίγο πριν καταλήξει ανάμεσα σε αγγελικές μορφές έτσι όπως και ο ίδιος ο Κοροβίνης μας περιγράφει στο τέλος του βιβλίου του. Βαθιά θρήσκος εξάλλου ο κυρ Αλέξανδρος από την αγαπημένη του Σκιάθο μεταφέρθηκε στην Αθήνα και από εκεί ορμώμενος κατάφερε να κατακτήσει και τον υπόλοιπο κόσμο. Να σημειώσω πως έχει ενδιαφέρον πως ο Κοροβίνης – πράγμα σπάνιο για τα ελληνικά γλωσσικά δεδομένα της εποχής μας –  χρησιμοποιεί μία γραφή που εμμέσως πλην σαφώς καθρεφτίζεται σε αυτήν που ο Παπαδιαμάντης χειριζόταν κατά κόρον. Ένα λεξιλόγιο που έχει σαφείς ρίζες στην αρχαιοελληνική γλώσσα και στην βυζαντινή, η οποία αν μη τι άλλο είναι η γλώσσα των ψαλμών και της εκκλησίας.
Ο Παπαδιαμάντης όμως ήταν και ένας βαθύς γνώστης και μελετητής της ανθρώπινης ψυχής, ένας μύστης ισάξιος του Ντοστογιέφσκι, ένα μέγεθος με παγκόσμιο ανάστημα. Να αναφέρω εδώ πως αυτόν τον άνθρωπο που πολλοί θεωρούσαν ανέραστο και ένα απλό θρησκόληπτο παπαδοπαίδι αποδεικνύεται στα γραπτά του ένας υμνητής του έρωτα. Είναι λυπηρό που η γλώσσα που χρησιμοποιεί δεν είναι προσιτή στο ευρύ αναγνωστικό κοινό και κυρίως στους νέους που υφίστανται τις επιπτώσεις της ισοπέδωσης της ελληνικής γλώσσας εν ονόματι της «δημοκρατίας».
Το βιβλίο αυτό είναι ένας ύμνος σε μία λογοτεχνία ατμοσφαιρική, αυθεντικά κεντημένη με μεράκι και ανθρωπιά από ανθρώπους όπως ο κυρ Αλέξανδρος που την συνέλαβαν και μας την μετέδωσαν.

Ο Παπαδιαμάντης είναι από τους θεμελιωτές του ελληνικού διηγήματος και μυθιστορήματος με μία ποιητική διάθεση που πλέον σπανίζει και ο Κοροβίνης με αυτό του το εγχείρημα συνεχίζει στα χνάρια κλασσικών δημιουργών, γιατί η δημιουργία είναι λέξη που ενέχει θρησκευτικότητα και ιερότητα και κατά συνέπεια προσφέρει έργο γλωσσολογικό και πολιτισμικό βοηθώντας τους νεότερους να έρθουν πιο κοντά στην παράδοσή μας και να γνωρίσουν το λογοτεχνικό μας παρελθόν. Όσο για τους παλαιότερους απλά τους υπενθυμίζει πως οι καλές εποχές της ελληνικής γλώσσας δεν έχουν περάσει ανεπιστρεπτί αλλά αντέχουν στις επιθέσεις που δέχεται από διάφορους και διάφορες που επιθυμούν, χωρίς επιτυχία, να την αποδομήσουν. Ένα μεγάλο ευχαριστώ στον κυρ Αλέξανδρο και μία ευχή ο κυρ Θωμάς να συνεχίσει την πολύτιμο λαογραφικό του ταξίδι, η κοινωνία και ο κάθε αναγνώστης το έχουν ανάγκη όσο ποτέ.