Η ανεργία σε κάνει να αισθάνεσαι άνθρωπος… «ανίκανος». Πάρα πολύ. Ανίκανος, ότι… είμαι 24 και δεν έχω κάνει τίποτα στη ζωή μου, κάτι δικό μου. Κάτι να ‘χω στα χέρια μου, κάτι. Αν δούλευα πιστεύω ότι θα ήμουν και στην προσωπική μου ζωή πιο «τυχερή». Θα αλλάζανε πολλά πράγματα. Μπορεί να γνωρίσω… θα συναναστραφώ με άλλον κόσμο, μπορεί να γνωρίσω κάποιον, θα έχω τη δικιά μου τη ζωή, θα ‘χω τα χρήματα μου, θα ‘ναι διαφορετικά. Έτσι το σκέφτομαι εγώ… Τώρα, απ’ τη στιγμή που είμαι ψυχολογικά χάλια, ξέρω ότι δεν μπορώ να γνωρίσω κάποιον. Δεν έχω… δεν έχω επιδιώξει. Δεν το βάζω στο μυαλό μου, δεν έχω…

Δυστυχώς η παραπάνω μαρτυρία μίας άνεργης κοπέλας από την Άρτα, που φτάνει στ’ αυτιά μας μέσα από τις συνεντεύξεις που συνέλεξε ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, αντικατοπτρίζει την συναισθηματική κατάσταση που βιώνουν οι νέοι άνθρωποι σήμερα, ύστερα από την παρατεταμένη κοινωνική πολιτική και οικονομική κρίση που μαστίζει τη χώρα μας. Η κραυγή οδύνης των σημερινών ανέργων έρχεται να συναντήσει το εκκεντρικό δοκίμιο του Πωλ Λαφάργκ, σε μία ιδιαίτερη καλλιτεχνική πρόταση που θα παρουσιαστεί στο Φεστιβάλ Αθηνών 2014, 8 και 9 Ιουνίου, από το Δη.Πε.Θε Καβάλας και τον Θοδωρή Γκόνη.

Λίγες μέρες πριν την ¨εμφάνισή¨ του στην Πειραιώς 260, ο δημιουργικός σκηνοθέτης, στιχουργός, συγγραφέας, καλλιτεχνικός διευθυντής σε Δη.Πε.Θε και Φεστιβάλ, μας μίλησε για τα ψυχολογικά αδιέξοδα της ανεργίας που αναζητούν μία απάντηση στο σκοτάδι, για το παιχνίδι με τις μουσικές καρέκλες που μοιάζει με τη ζωή μας, για τον διττό ρόλο της τέχνης, για γόνιμες πολιτιστικές ανταλλαγές, αλλά και για τα επόμενα καλλιτεχνικά του σχέδια…

Συνέντευξη: Ερριέττα Μπελέκου

Culturenow.gr: Στις 8 και 9 Ιουνίου 2014, ¨προσγειώνεστε¨ με το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Καβάλας, στο Φεστιβάλ Αθηνών και στην Πειραιώς 260, για να παρουσιάσετε τις εκκεντρικές απόψεις του Πωλ Λαφάργκ, από το «Δικαίωμα στην Τεμπελιά», που συναντούν την κραυγή οδύνης των σημερινών ανέργων, μέσα από τις συνεντεύξεις που συνέλεξε ο Νίκος Παναγιωτόπουλος. Για ποιο λόγο επιλέξατε να συνδυάσετε στοιχεία από αυτά τα κείμενα, ποιες είναι οι κοινές συνισταμένες μεταξύ τους;

Θοδωρής Γκόνης: Αρχίσαμε να δουλεύουμε με τις συνεντεύξεις ανέργων, υλικό μιας μελέτης που πραγματοποιεί ο Νίκος Παναγιωτόπουλος εδώ και μια δεκαετία. Τα κείμενα αυτά είναι συγκλονιστικά. Αποτυπώνουν  όλη την αγωνία και την απόγνωση αυτών των ανθρώπων, τις τοξικές συνέπειες της ανεργίας, που πέρα από το ζήτημα της επιβίωσης καθαυτό, δημιουργεί κι ένα ψυχολογικό αδιέξοδο. «Η ανεργία σε κάνει να αισθάνεσαι άνθρωπος ανίκανος», λέει μια κοπέλα από την Άρτα, οδύνη ακόμα πιο βαριά απ’ τη φτώχεια.

Υπήρχε όμως ο φόβος ότι αυτός ο καταρράκτης απελπισίας, συμπυκνωμένος σε μια ώρα θεατρικής δράσης, θα έκανε τελικά το θεατή να αποστασιοποιηθεί. Όπως γίνεται με τους άστεγους και τους κάθε λογής εξαθλιωμένους που βλέπουμε κάθε μέρα στους δρόμους, και μπορεί να είσαι καλός άνθρωπος και να θέλεις να βοηθήσεις, αλλά από την άλλη ξέρεις ότι δεν μπορείς να κάνεις τίποτα στην ουσία κι έτσι «κατεβάζεις ρολά», τους κοιτάς χωρίς να τους βλέπεις.

Ψάξαμε λοιπόν για κάποιο αντιστάθμισμα, κάποιου είδους απάντηση σ’ αυτό το σκοτάδι, και σταθήκαμε στο κείμενο του Λαφάργκ. Ο οποίος, με χιούμορ, με μια λεπτή ειρωνεία, λέει τελικά ένα πράγμα αυτονόητο, ότι η εργασία σε μια κοινωνία θα έπρεπε να μοιράζεται δίκαια, «όπως μοιράζουν το νερό σ’ ένα πλοίο που βρίσκεται σε κίνδυνο», κι έτσι όλοι να έχουν τα προς το ζην, και να περισσεύει και κάμποσος ελεύθερος χρόνος. Μια ιδέα τόσο αυτονόητα σωστή που καταντά αδύνατον να εφαρμοστεί, ως είθισται.

 

Cul. N.: Ποια ήταν η διαδικασία που ακολουθήσατε, από σκηνοθετικής πλευράς, για να βρουν τα κείμενα τον δρόμο για την σκηνή; Πως μετατρέψατε το λόγο –συνεντεύξεις Ν. Παναγιωτόπουλου και δοκίμιο Π. Λαφάργκ- σε σκηνικές εικόνες;

Θ. Γ.: Κάναμε μερικές ευφάνταστες υποθέσεις εργασίας. Είπαμε ότι υπάρχει επί σκηνής μια ομάδα «Λαφαργκιστών», που έρχεται εδώ, στην Αθήνα του 2014, στο πιο κατάλληλο μέρος δηλαδή, για να μας εκθέσει αυτές τις εκκεντρικές απόψεις και ταυτόχρονα να μας δείξει μέσα από ζωντανά παραδείγματα, που καταντάει ο άνθρωπος όταν σκέφτεται λανθασμένα. Τι πλάνη πλανάται όταν καταλήγει να θεωρήσει υπεύθυνο τον εαυτό του για μια κατάσταση οδυνηρή, που είναι όμως αναπόφευκτη και επιβεβλημένη εν τέλει από την κοινωνία. Γιατί όταν υπάρχει 30% ανεργία, 30% των ανθρώπων θα είναι άνεργοι. Είναι σαν το παιχνίδι με τις μουσικές καρέκλες, όταν σταματά η μουσική αναγκαστικά κάποιος μένει όρθιος γιατί οι καρέκλες είναι λιγότερες από τους παίκτες. Αυτοί είναι οι κανόνες του παιχνιδιού.

Cul. N.: «Έξοχα μυαλά που περικλείατε όλη την ανθρώπινη σκέψη, τι απογίνατε; Καταντήσαμε μικροί κι εκφυλισμένοι. Οι τρελές αγελάδες, η πατάτα, τα τεχνητά χρωματισμένα κρασιά, σοφά συνδυασμένα με την καταναγκαστική εργασία, εξασθένησαν τα κορμιά μας και περιόρισαν το πνεύμα μας.» Ψυχοκοινωνικές επιπτώσεις της ανεργίας αλλά και της εργασίας.…Ποια είναι η λύση – έστω και έμμεση- που προτείνει η σκηνική σας σύνθεση;

Θ. Γ.: Η μόνη λύση είναι να αλλάξουν οι κανόνες, να φτιάξουμε δηλαδή ένα σύστημα περισσότερο δίκαιο. Αλλιώς ο καθένας παλεύει για τον εαυτό του κι αυτό δεν μπορεί να λύσει το πρόβλημα, γιατί το πρόβλημα είναι κοινωνικό, όχι προσωπικό.  Και όπως λέγαμε προηγουμένως με τις  καρέκλες, μοιραία πάντοτε μια μερίδα της κοινωνίας μένει αποκλεισμένη.

Κι από κει γεννιούνται χίλια δεινά, ο θυμός και η βία που φέρνει κι άλλη βία. Και η πρόσφατη άνοδος του φασισμού στην Ευρώπη και στην πατρίδα μας συνδέεται άμεσα με όλα αυτά.

Θα μου πείτε, μπορεί ποτέ να υπάρξει μια ιδανική κοινωνία; Επειδή η ζωή αρέσκεται στην κωμωδία περισσότερο απ’ το δράμα, ο ίδιος ο Λαφάργκ κάποια στιγμή τα παράτησε και «αφοσιώθηκε αποκλειστικά στην έρευνα για την αντιμετώπιση της μελίγκρας, των σκαθαριών και των ψύλλων στα οπωροφόρα δέντρα»

Cul. N.: Η τέχνη πρέπει να βρίσκεται σε «αντικριστό» διάλογο με επίκαιρα ζητήματα, κοινωνικά, οικονομικά, πολιτικά, και να αφυπνίζει τον άνθρωπο για να απεγκλωβιστεί κάποια στιγμή από την δίνη της κατάρρευσης ή να αποτελεί παράθυρο φυγής από όλα αυτά;

Θ. Γ.: Όλα αυτά μαζί. Είναι η δουλειά της τέχνης να συνδιαλέγεται με όλα τα θέματα που μας απασχολούν, είτε είναι η ανεργία, είτε η φτώχεια, είτε ο έρωτας, είτε η θνητότητα και το υπαρξιακό μας άγχος. Με κάθε τι σημαντικό που απασχολεί τον άνθρωπο.

Όπως σε μια συζήτηση με έναν φίλο, μπορεί να μοιραστούμε μια ενδιαφέρουσα σκέψη, κάτι να προτείνουμε, ή να παρηγορήσουμε, ή να γελάσουμε μαζί και να ξορκίσουμε τα δεινά μας. Δεν είναι ότι σώζεται έτσι ο κόσμος ή εμείς, αλλά η ζωή γίνεται πιο υποφερτή.

Τώρα, το θέατρο από τη φύση του είναι μια τέχνη παραστατική, οπότε προσφέρεται για μια συζήτηση πιο άμεση, για να ασχοληθεί κανείς με πιο χειροπιαστά θέματα. Ενώ η μουσική για παράδειγμα είναι πιο άπιαστη, πιο αφηρημένη. Μια μελωδία ενσαρκώνει μια διάθεση, μια κατάσταση του νου, μπορεί να σε ξεσηκώσει ή να σου φτιάξει το κέφι, οπότε είναι μ’ αυτή την έννοια ένα παράθυρο φυγής.

 

Cul. N.: Πόσο σημαντική είναι η παρουσία ενός Δη.Πε.Θε στο Ελληνικό Φεστιβάλ, έναν από τους σημαντικότερους θεσμούς,  που αποτελεί μία μεγάλη ευκαιρία για γόνιμες πολιτιστικές ανταλλαγές;

Θ. Γ.: Το Ελληνικό Φεστιβάλ δικαίως έχει καταστεί συνώνυμο ενός θεάτρου υψηλής ποιότητας ή πάντως υψηλής στόχευσης, και άρα η παρουσία μας σ’ αυτό εκ των πραγμάτων είναι τιμητική. Το ότι μια παραγωγή ενός Δη.Πε.Θε. έχει φτιαχτεί και δοκιμαστεί στην έδρα του και φέρει τη δική του τοπική ματιά  και ανησυχία σ’ ένα τόσο κεντρικό φεστιβάλ, είναι ένα σημαντικό «παρόν» για μας.

Γενικά, η παρουσία ενός Δη.Πε.Θε. είναι σημαντική με την έννοια ότι τα Δη.Πε.Θε. είναι θέατρα που χρηματοδοτούνται από το κράτος, και πρέπει αυτά τα χρήματα, που έτσι κι αλλιώς είναι πολύ λίγα, να ξοδεύονται για παραστάσεις είτε υψηλού επιπέδου ή τουλάχιστον ευγενών προθέσεων.

Ένα θέατρο που υπάρχει χάρη στο δήμο και στην περιφέρεια είναι υποχρεωμένο να συμμετέχει στη δημόσια συζήτηση, αλλιώς θα πρόδιδε τους στόχους του. Πρέπει να ανταποκρίνεται σε κάποια στάνταρ. Φυσικά μετά αρχίζει μια συζήτηση για το ποια είναι αυτά τα στάνταρ, και δυστυχώς άκρη δε βγαίνει, γιατί η καλλιτεχνική ποιότητα είναι μέγεθος αντικειμενικό, αλλά μετρήσιμο μόνο αναδρομικά.

Cul. N.: Το φετινό καλλιτεχνικό σας πρόγραμμα είναι αρκετά ¨πλούσιο¨ και περιλαμβάνει πολλά ταξίδια…Από την Οδό Πολυδούρη, στο Φεστιβάλ Αθηνών και έπειτα στο ¨τιμόνι¨ του 57ου Φεστιβαλ Φιλίππων…Με την ιδιότητα του καλλιτεχνικού διευθυντή πείτε μας λίγα λόγια γι’ αυτή την διοργάνωση, που φέρει τον τίτλο ¨Από τα Πεντακόσια στα Χείλια¨.

Θ. Γ.: To Φεστιβάλ Φιλίππων κάθε χρόνο έχει μια δική του θεματική. Πέρα από τις σημαντικές παραστάσεις που υποδέχεται στο αρχαίο θέατρο, μέσα στην πόλη της Καβάλας, κάθε χρόνο και σε διαφορετικούς χώρους,  διοργανώνει παραστάσεις θεάτρου, χορού, μουσικής, εκθέσεις εικαστικών. Είναι ένα πραγματικό φεστιβάλ, δεν υποδέχεται μόνο αλλά παράγει δικά του πράγματα, παρ’ όλα που τα χρήματα είναι πολύ λίγα. Αυτή του η ματιά μας ενδιαφέρει, η τοπική, και έτσι κατά τη γνώμη μας ένα φεστιβάλ έχει λόγο ύπαρξης.

Κι αν τα προηγούμενα χρόνια ήταν αφιερωμένο στους έλληνες ποιητές, στο Γιώργο Χειμωνά, στη Μάτζυ Χατζηλαζάρου, στον Καβάφη, Στον Παπαδιαμάντη, στο Ντάρελ, στους καπνεργάτες κτλ, φέτος είναι αφιερωμένο στην ίδια την πόλη της Καβάλας.

Από τα Πεντακόσια στα Χείλια με ει. Είναι οι δυο προσφυγικές συνοικίες της πόλης, στην ανατολική και στη δυτική πλευρά της, αυτός ήταν ο αριθμός των προσφυγικών κατοικιών, η μία συνοικία ήταν τα «Πεντακόσια» και η άλλη τα «Χίλια». Φανταστήκαμε το Φεστιβάλ σαν  ένα σκανδαλιάρικο μικρό παιδί να σκαρφαλώνει και να βάζει ένα έψιλον στην ταμπέλα με χρωματιστό μαρκαδοράκι.

Cul. N.: Σκηνοθέτης, καλλιτεχνικός διευθυντής για 14 χρόνια (την συγκεκριμένη χρονική περίοδο στο Δη.Πε.Θε Καβάλας και στο καλοκαιρινό Φεστιβάλ Φιλίππων), αλλά και ηθοποιός, συγγραφέας, στιχουργός.. Από που αντλείτε ενέργεια για να αντεπεξέλθετε σε αυτούς τους ρυθμούς δουλειάς, ποια είναι η κινητήριος δύναμή σας;

Θ. Γ.: Ο καθένας έχει τον τρόπο του. Ο δικός μου τρόπος είναι τα εργαλεία μου. Γυμνάζομαι. Δηλαδή μελετώ, περπατώ, παρατηρώ, βλέπω, χαζεύω. Δίνω χώρο. Πηγαίνω στην πρόβα, φτιάχνω συνάντηση. Κι όλα αυτά δεν τα κάνω μόνος μου, υπάρχουν συνεργάτες. Κάποιοι φίλοι ακριβοί, ευτυχώς και αυστηροί. Κλέβω από ακριβές τσέπες, κι από υψηλά ράφια.

Από την άλλη νιώθω ευγνώμων που σε μια τέτοια περίοδο, εγώ έχω την ευκαιρία να ζω και να βιοπορίζομαι ασχολούμενος με όλα όσα μου αρέσουν. Μη φανταστείτε όμως ότι κι εγώ δεν έχω τα πάνω και τα κάτω μου.

Cul. N.: Κλείνοντας, αφού επιστρέψετε στο ¨εργαστήρι της δημιουργίας¨ -εκτός αν το μεταφέρετε μαζί σας- έχετε κάποια επόμενα σχέδια που θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας;

Θ. Γ.: Φυσικά. Φέτος το καλοκαίρι ανοίγεται μπροστά μας το Φεστιβάλ Φιλίππων, «Από τα πεντακόσια στα χίλια» και πρέπει να το τραγουδήσουμε σωστά. Μέσα σε πάρα πολλά άλλα πράγματα υπάρχει και το καινούριο έργο που έχει παραγγείλει το Φεστιβάλ στη Γλυκερία Μπασδέκη, «Donna Abbandonata ή Πολύ με στενοχωρήσατε κύριε Γιώργο μου». Είναι κάτι που θα μας απασχολήσει αμέσως μετά τις παραστάσεις της Πειραιώς. Αλλά για αυτά έχουμε να πούμε πολλά αν θέλετε το επόμενο διάστημα.

Το Φεστιβάλ Αθηνών παρουσιάζει το έργο Η οδύνη των ανέργων και το δικαίωμα στην τεμπελιά, στις 8 και 9 Ιουνίου 2014 στην Πειραιώς 260, σε παραγωγή του Δη.Πε.Θε. Καβάλας και σκηνοθεσία Θοδωρή Γκόνη.

Περισσότερες πληροφορίες για το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου 2014: www.greekfestival.gr