Συνήθως αρχίζω μια παρουσίαση παράστασης με κάποιες πληροφορίες για τον συγγραφέα και μετά για το κείμενο. Εδώ τα πράγματα είναι φαινομενικά απλά. Ο συγγραφέας άγνωστος, όσο για το κείμενο, είναι ένα έμμετρο ποίημα που καταγράφηκε τον 14ο αιώνα και  εξιστορεί την προέλευση, τα κατορθώματα και τον θάνατο ενός γνωστού μας ήρωα, τουλάχιστον ως όνομα, του Διγενή Ακρίτα.

Από τη Φωτεινή Τσαρδούνη

 

Το Εθνικό Θέατρο, στο πλαίσιο των εκδηλώσεών του Άλλη Διάσταση και του κύκλου Γλώσσα Ελληνική αναθέτει στον σκηνοθέτη Δημήτρη Λιγνάδη να δώσει την δική του διάσταση, μέσα από το πρίσμα του σήμερα, στο ηρωικό ποίημα. Το έπος του Διγενή Ακρίτα  αποτελεί ιστορική πηγή της νεοελληνικής ποίησης, με γλώσσα τη λαϊκή βυζαντινή διανθισμένη με αρχαία στοιχεία.

Για πρώτη φορά, μέσα σε μια Αίθουσα Εκδηλώσεων, δεν βαρέθηκα καθόλου με την «διάλεξη» και ουσιαστικά είδα μια ολοκληρωμένη θεατρική παράσταση,  περισσότερο από άλλες που ενδύονται τον τυπικό θεατρικό σκηνικό χώρο.

Μου θύμισε λίγο θέατρο Δρόμου, από την άποψη ότι δεν περιμένεις να δεις αυτό που τελικά βλέπεις. Είσαι ανυποψίαστος, αλλά τελικά κάθεσαι και το παρακολουθείς με μεγάλο ενδιαφέρον. Στον δρόμο επίσης, δεν μπορείς να υπολογίσεις τις αντιδράσεις του κόσμου, τα λάθη που μπορεί να σου επιβληθούν από εξωτερικές συνθήκες. Στη συγκεκριμένη περίπτωση έμοιαζε να είναι μια φιλολογική βραδιά αφιερωμένη στο έπος του Διγενή, που όλα όμως πήγαν επιτυχώς στραβά!

Ο μουσικός (και όχι μόνο), ο πρώτος που παίρνει την θέση του στην σκηνή, σκοντάφτει κατά την είσοδό του. Αρχίζει να παίζει μια μελωδία στο πιάνο, τόσο σοβαρά, που όμως το άκουσμά της μπερδεύει: «Ήρθα στο σωστό μέρος; Για τον Διγενή θα μάθω εδώ;» . Η καθωσπρέπει εισηγήτρια της εκδήλωσης (Χαρά Ιωάννου), με το ταγιέρ και την μίνι φούστα της είναι εκεί για να συντονίζει ό,τι παρεκκλίνει. Και το σόου αρχίζει, μέσα απ’ το μικρό ανατρεπτικό σύμπαν που έστησε ο σκηνοθέτης Δημήτρης Λιγνάδης.

Το πάνελ της παρουσίασης απαρτίζεται από εκπροσώπους – στερεότυπα της σύγχρονης Ελλάδας. Τον παπά, έναν ηθοποιό – ειδήμονα σε παρουσιάσεις, έναν λαϊκό τύπο που δουλεύει ως ταξιτζής, μία ράπερ, έναν πρώην νεαρό φαντάρο.

Κάθε ένας παίρνει την σκυτάλη από τον προηγούμενο ή από την συντονίστρια και σηκώνεται για να παρουσιάσει, σύμφωνα με την ιδιότητα και τον χαρακτήρα του,  ένα από τα έξι μέρη του έπους. Πρώτος ο Γρηγόρης Γαλάτης, που με την αμεσότητά του μας εισάγει στην ιστορία και μας θέτει τις απορίες του σχετικά με το τι είναι για εμάς σήμερα ο Διγενής Ακρίτας. Ο παπάς (Βασίλης Καραμπούλας) ανατρέπει την περιοριστική του περιβολή με την παθιασμένη ταύτισή του με τον αφηγητή. Αποτελεί τον κανόνα του τύπου και  πως αυτός σπάει όταν πρόκειται για θέματα λογτεχνικής και ιστορικής συνείδησης που μιλούν στην καρδιά του καθένα.  Ο Δημήτρης Σαμόλης, παίζοντας με την ιδιότητα του επαγγέλματός του, ξεχειλώνει τη σοβαροφάνεια που πολλοί συνάδελφοι του σε ανάλογες παραστάσεις προβάλλουν. Η Ιωάννα Κολιοπούλου, εκφράζει με τη μουσική βάση που χτίζεται ο ρόλος της σε αυτό το πάνελ, μια σύγχρονη μερίδα μουσικών που έχουν μεν ένα διαφορετικό τρόπο έμμετρης απεύθυνσης στο κοινό, αλλά δεν παύουν να είναι κομμάτι της ιστορίας μας του σήμερα. Ο Γιωργής Τσουρής με την βοήθεια της συντονίστριας μας κάνει πιο ανάγλυφο το δικό του μέρος της εξιστόρησης, μέσα από την εικονοποίηση γκραβούρων της εποχής του Βυζαντίου. Ο νεαρός Αντώνης Πριμηκύρης, απλός και αυθόρμητος, καταλήγει μέσα από το σκοτάδι να φωτίσει  την ποιητική γαλήνη του κειμένου στον νου μας και να νοιώσουμε ότι είμαστε σήμερα η συνέχεια του χθες.

Η βραδιά προχωρούσε με καλά οργανωμένα ευτράπελα. Αναρωτιόμουν καμιά φορά τί θα γινόταν αν πήγαινε να δει αυτή την παρουσίαση κάποιος άνθρωπος αυστηρά προσκολλημένος στους τύπους. Πιθανόν να τον έπιαναν τα δαιμόνια του και ν’ αντιδρούσε ότι το έπος του Διγενή Ακρίτα γίνεται αντικείμενο παρωδίας και ασεβούς μεταχείρισής του.  Ο ίδιος ο σκηνοθέτης κάνει λόγο για την «α-γενή» σημερινή πραγματικότητα και είναι η βάση του για να μας φέρει πολύ πιο κοντά στην ουσία του ηρωικού ποιήματος απ’ ότι «ευγενείς» και στείρες ανάλογες φιλολογικές βραδιές.

Προτείνω ανεπιφύλακτα αυτή την «αντι-διάλεξη», ως ένα μάθημα, όχι μόνο για τα ηρωικά κατορθώματα του Διγενή Ακρίτα και ως ένα είδος πατριγνωσίας, αλλά γιατί μας φέρνει αντιμέτωπους με το ποιοι είμαστε σήμερα. Δεν είμαστε μονάχα αυτοί που νομίζουμε ή που θα θέλαμε, αλλά είμαστε πάντα και κάτι άλλο. Και αν λείπει αυτό το άλλο, η άποψή μας για το τί αποτελεί εθνική συνείδηση σήμερα, θα είναι λειψή.

 

Μέχρι τις 26/04/2013