Εκ πρώτης, ο τίτλος «Ο  Μαξιλαρένιος» παραπέμπει σε κάτι παιδικό και παραμυθένιο, ανάλαφρο όσο ένα μαξιλάρι.

Από τη Φωτεινή Τσαρδούνη

Το μαξιλάρι όμως μπορεί και να πνίγει. Αυτή την ιδιότητά του την αξιοποιεί ο συγγραφέας Μάρτιν Μακ Ντόνα και γράφει το 2003 τον «Μαξιλαρένιο», που κατατάσσεται από τους σύγχρονούς μας στο “in yer  face” θέατρο. Θέατρο που «πετάει στα μούτρα» του θεατή, χωρίς υπεκφυγές, τη βία και τη σκληρότητα του ανθρώπινου κόσμου. Το συγκεκριμένο έργο πραγματεύεται μέσα από τις επιλογές του την κακοποίηση και τα εγκλήματα εις βάρος των παιδιών, θίγοντας και άλλες μορφές βίας και τις επιπτώσεις τους.

Η ομάδα Εμιγκρέδες, έχοντας ήδη στο παρελθόν επαφή  με άλλο έργο του ιδίου συγγραφέα (‘Μοναξιά στην Άγρια Δύση’), ανεβάζουν τον ‘Μαξιλαρένιο’ σε διασκευή και σκηνοθεσία του Ηλία Βαλάση.

Η παράσταση ξεκινά δυνατά με το πρώτο της φως. Η εικόνα μας χτυπά και ο ήχος, σας ξυπνητήρι που μας ξυπνά, τριβελίζει τ’ αυτιά μας. Δεν λείπουν  οι αντιθέσεις και οι στιγμές αγωνιώδους ηρεμίας μέσα από την χρήση θεάτρου σκιών. Κι έτσι από την αρχή δημιουργείται μία ατμόσφαιρα συγκρουσιακή, παιδικής αθωότητας από τη μια και κρύα αίθουσα αστυνομικών ανακρίσεων από την άλλη. Ο καλός και ο κακός μπάτσος ανακρίνουν έναν συγγραφέα ιστοριών. Δύο παιδιά αγνοούνται. Ο συγγραφέας νοιάζεται περισσότερο για τον αδελφό του που έχει νοητική καθυστέρηση και βρίσκεται  στην διπλανή αίθουσα. Και η ιστορίες τους βγαίνονυ σιγά σιγά στην επιφάνεια…

Οι ερμηνείες των ηθοποιών, ιδιαιτέρως του κακού μπάτσου (Ηλία Βαλάση) και του συγγραφέα ( Αλέξανδρος Θωμάς), ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των ρόλων τους. Από την αρχή γίνεται παιχνίδι πάνω στην σκηνή μεταξύ των ηρώων, βλέπουμε καθαρά τις σχέσεις τους, το σταδιακό ξεδίπλωμά τους, είναι από την αρχή μέσα στους χαρακτήρες που καλούνται να υπηρετήσουν. Δεν φοβούνται την βία που πρέπει ν’ ασκήσουν και την ασκούν.  Καταφέρνουν να διατηρούν την απειλή, όποιου είδους, σε πρώτο πλάνο. Ο νοητικά καθυστερημένος αδερφός μας παρουσιάζεται αρκετά ρεαλιστικός και όχι με υπερβολές. Ο καλός μπάτσος παραμένει μεν λίγο «καλός» όταν έρχεται η στιγμή να φανερώσει το κακό του πρόσωπο, αλλά αυτό δεν αποδυναμώνει τον ρόλο του, γιατί ενισχύεται από την ήδη τεταμένη ατμόσφαιρα του έργου και της σκηνής.

 Ό,τι δεν βλέπουμε , αλλά ακούμε από την σκηνή, το συμπληρώνει το μονταρισμένο και σοκαριστικό βίντεο – γροθιά που συμπληρώνει κάθε πτυχή αυτού του βίαιου εγκλήματος που ονομάζουμε ‘παιδική κακοποίηση’.

Μία καλά κουρδισμένη παράσταση, με ένταση και ωμότητα, που δεν αφήνει τον θεατή ν’ αναπαυθεί, αλλά αντίθετα του σφίγγει το στομάχι. Παρ’όλη τη βία του έργου, η τελευταία εικόνα που μου έμεινε είναι το ότι όλοι έχουμε υπάρξει παιδιά κάποτε και αυτό το κάποτε το κουβαλάμε μέσα μας συνεχώς , έως το τέλος μας.