Από της εκδόσεις Άγρα κυκλοφορεί το βιβλίο Θέατρο του Jean-Luc Lagarce με πρόλογο του Olivier Descotes.

Σχεδόν συμβολικός ήταν ο τρόπος με τον οποίο ο θάνατος θέρισε στο άνθος της νιότης τους, ωσάν διάττοντες αστέρες, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, μεταξύ 1989 και 1996, τους τρεις Γάλλους θεατρικούς συγγραφείς B.-M. Koltès, J.-L. Lagarce και D.-G. Gabily – τους δυο πρώτους από την ασθένεια της εποχής, το Έιτζ. Τρεις πρωτότυποι αστέρες, οι οποίοι ανανέωσαν εκ βάθρων ο καθένας με τον τρόπο του τη θεατρική γραφή, επανατοποθετώντας το λόγο στο κέντρο του παιχνιδιού. Είκοσι χρόνια μετά το θάνατό του, το έργο του Lagarce έχει μεταφραστεί και παίζεται σε όλες τις γλώσσες.

 Ως θέατρο λόγου, το έργο του Λαγκάρς εστιάζει στην ομιλία και στη δυσκολία της έκφρασης των πραγμάτων. Ένα από τα σταθερά μοτίβα του έργου του είναι το σχήμα λόγου της επανόρθωσης : τα πρόσωπα επαναλαμβάνουν κατά τη βούλησή τους τα λόγια τους, αλλάζοντάς τα. Και όσο πληθαίνουν οι διαδοχικές διευκρινίσεις, τόσο πιο συγκεχυμένα γίνονται τα πράγματα. Υπ’ αυτή την έννοια, το θέατρο του Λαγκάρς είναι από πολλές απόψεις μια τραγωδία της έκφρασης.

          

Οι κανόνες του σαβουάρ βιβρ στη σύγχρονη κοινωνία (1993) αποτελεί αρχετυπικό παράδειγμα. Πρόκειται για το μονόλογο μιας «Κυρίας» που περιγράφει, θεσπίζει και σχολιάζει τους κανόνες που πρέπει κανείς να ακολουθήσει ώστε να μπορέσει να αντιμετωπίσει ήρεμα και αποτελεσματικά τις μεγάλες στιγμές της ύπαρξης.

Στο έργο Μιούζικ Χωλλ (1988) μια τραγουδίστρια επιστρέφει στην ενεργό δράση, και μαζί με τους δύο κολλητούς της σχηματίζουν ένα είδος τραγικοκωμικής χορωδίας. Κι εδώ, επίσης, η εξελισσόμενη τραγικοκωμωδία είναι πρωτίστως γλωσσική: μονόλογος σε παρελθοντικό χρόνο, το θεατρικό βρίθει από στερεότυπες εκφράσεις και παροιμίες, που αφήνουν να εννοηθεί ότι η ιστορία αυτή είναι ήδη μια παλιά ιστορία, εφόσον, βέβαια, υπήρξε ποτέ…

Από τα τρία θεατρικά, το Ακριβώς το τέλος του κόσμου (1990) είναι μακράν το πιο αυτοβιογραφικό. Ο Λουί, 34 ετών, στην ηλικία σχεδόν του Λαγκάρς την εποχή της συγγραφής του έργου, επιστρέφει για να ανακοινώσει στην οικογένειά του το επικείμενο και αναπόφευκτο τέλος του. Καθώς όμως η επιστροφή του προκαλεί συγκίνηση, ανασύρει μνήμες και γεννάει εντάσεις, δεν κατορθώνει να εκφραστεί, όντας τελικά πιο μόνος από ποτέ απέναντι στο θάνατο. Το έργο είναι μια τραγωδία με θέμα την επιστροφή, με ευθεία αναφορά στην παραβολή του Άσωτου Υιού, αλλά και στην επιστροφή του Οδυσσέα στην πατρίδα: όπως ο ήρωας της Οδύσσειας, ο Λουί επιστρέφει κοντά στους δικούς του για να τον αναγνωρίσουν. Για τελευταία φορά, χωρίς όμως επιτυχία. Το έργο θεωρείται σήμερα από πολλούς το αριστούργημά του.