Όταν αυτοκτόνησε η Σάρα Κέιν ήμουν 15 χρονών. Δεν την ήξερα. Αν ζούσε τώρα, είμαι σίγουρη ότι θα πήγαινα στην Αγγλία για να της χτυπήσω το κουδούνι. Γιατί το γράφω αυτό; Διότι, όπως είχε πει η ίδια, θα ήθελε να γίνει ποιήτρια, αλλά στην ποίηση δεν μπορούσε να εκφράσει τις σκέψεις και τα αισθήματά της κι έτσι στράφηκε στη σκηνή, καθώς το θέατρο  δεν έχει μνήμη και είναι η πιο «υπαρξιακή» από τις τέχνες (ελεύθερη μτφ. από άρθρο στη Guardian 13/8/1998). Έτσι η εσώτερη ποίησή της μετουσιώνεται σε θεατρικό λόγο για να πάρει πιο ακριβή μορφή. Και δεν μπορώ να στέκω ασυγκίνητη όταν δημιουργείται βαθιά ποιητικότητα από τους ανθρώπους.

Η ποίηση βέβαια δεν είναι μόνο ήλιος, ουρανός και χαμόγελο, όταν κοιτάς προς τον Παράδεισο. Η ποίηση βρίσκεται και όταν κοιτάς προς την Κόλαση. Και η Σάρα Κέιν δεν φοβόταν, ως ποιητική ρεπόρτερ, να καταγράφει και να μετουσιώνει τις εικόνες από ένα τέτοιο τοπίο. Το Πάθος το θεωρούμε θετικό, ως το σημείο που μπορούμε να το χειριζόμαστε και να το χρησιμοποιούμε υπέρ μας. Το Πάθος όμως, έχει αδερφή την Οργή. Πάθος και Οργή χαρακτηρίζονται από την Ορμή (η γιαγιά που τα μεγαλώνει) και έχουν κοινή μάνα τη Βία. Και η Βία είναι σαρωτική στο πέρασμα της και αφήνει πίσω της Ερείπια. Μία μάνα που δρα καταλυτικά στα παιδιά της. Και έχει σύζυγο αυτόν, που όταν τον φωνάζει «Αγώνα» είναι καλός και δίκαιος, όταν όμως είναι κακός και άδικος τον αποκαλεί «Πόλεμο».

Και αναρωτιέμαι ξανά, γιατί τα γράφω όλα αυτά; Γιατί όταν έγραψε η Σάρα Κέιν το Blasted (το πρώτο της θεατρικό έργο), η παράστασή του προκάλεσε καταιγισμό αντιδράσεων και αρνητικών κριτικών. Μια απίστευτη άμυνα σε όλη αυτή τη σκηνική και υποδόρια βία Η ίδια σε συνέντευξή της είχε πει «για μένα η χρησιμότητα του θεάτρου είναι να βιώσουμε κάτι μέσω της τέχνης με τρόπο που να μην είναι απαραίτητη μια ανάλογη εμπειρία στη ζωή. Αν βιώσουμε ακραία βία στο θέατρο, ίσως αυτό να μας αποτρέψει να ασκήσουμε ανάλογη και ακραία βία έξω στο δρόμο»*.

Δεν θέλω να γράψω βιογραφικά στοιχεία της συγγραφέως, να κάνω ιστορική ανασκόπηση στις παραστάσεις των έργων της, να καταγράψω και λίγο ν’ αναλύσω την υπόθεση και τη δομή του έργου. Με κυνηγά μια ματαιότητα σε όλα αυτά, καθώς το διαδίκτυο και μόνο βρίθει σχετικών αναρτήσεων. Μια ιδέα;  Ένα ζευγάρι ανθρώπων, προβληματικές μονάδες, σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, όπου, κατά το δεύτερο μέρος του έργου, ο έξω κόσμος κάνει μια τρύπα στο ρεαλιστικό δωμάτιο και εισβάλλει ένας στρατιώτης. Το τρίτο μέρος είναι άκρως ποιητικό και αισθητικό και τι να πρωτογράψει κανείς!

Και έτσι  – επιτέλους – θα προχωρήσω στην παράσταση του Δημήτρη Τάρλοου στο Θέατρο Πορεία. Κατ’ αρχάς το πρόγραμμα που έχει επιμεληθεί η Έρι Κύργια είναι κατατοπιστικότατο και διαφωτιστικό ως προς τις αναφορές που υιοθετεί στην παράστασή του ο σκηνοθέτης. Με έχει προβληματίσει όμως πως περισσότερο με συνεπήρε η ανάγνωση του προγράμματος παρά η παράσταση. Και εξηγούμαι:
Το έργο μεταφράστηκε από τον Δημήτρη Τάρλοου. Από το πρώτο μέρος του έργου ο διάλογος, αν και με αιχμηρό και προκλητικό περιεχόμενο, απέπνεε μια συντηρητικότητα στη χρήση των λέξεων, η οποία δεν δικαιολογούνταν από τον όποιο αυτοσαρκασμό ή ειρωνεία των ηρώων. Ατάκες που ανά διαστήματα έπεφταν στο κενό, καθώς η ρυθμικότητά τους προσέκρουε στον διαφορετικό ρυθμό της απέναντι ατάκας. Κυρίως στο πρώτο μέρος αυτή η αρρυθμία του λόγου συνοδευόταν και με αποσπασματικές αναπαραστάσεις των θεματικών ενοτήτων που χρησιμοποιήθηκαν. Καταλάβαινα δηλαδή, τις συναισθηματικές και όποιες άλλες μεταβάσεις των ηθοποιών, σαν να τοποθετήθηκαν με τη σειρά, πρώτη, δεύτερη, επόμενη κ.ο.κ. .

Ως προς την ερμηνεία των ρόλων η επιληψία της Κέιτ (Λένα Παπαληγούρα) ήταν αρκετά σχηματική και απλά αναγκαία. Μου φαινόταν πως ο κάθε ηθοποιός έπαιζε μόνος του (πλην ελαχίστων στιγμών), ακολουθούσε τη δομή της σκηνοθετική οδηγίας και, τηρουμένων των αναλογιών της προσωπικής του εμπειρίας στο σανίδι, πάλευε να περισωθεί, ο ίδιος ως ρόλος και χωρίς αυτό να έχει αποτέλεσμα συνολικά για το έργο. Ο Ακύλας Καραζήσης κράτησε από την αρχή ως το τέλος μια δυνατή παρουσία, αλλά πάντα σε σύγκριση με τους συναδέλφους τους. Ο Μιχάλης Αφολάνιο, στρατιώτης στο δεύτερο μέρος, διαθέτει μια πολύ ισχυρή φυσική-σωματική παρουσία την οποία δεν εκμεταλλεύτηκε. Περιορίστηκε σε ένα βαρύ περπάτημα και σε φωνές και στηρίχθηκε σκηνικά στις περιγραφές-μπουνιά της συγγραφέως.

Βρήκα αρκετά εύστοχη και καίρια την ενσωμάτωση των προβολών βίντεο. Ήταν ο πιο άμεσος τρόπος, από μεριάς σκηνοθεσίας, να γίνει προφανής ο συσχετισμός του έργου και των επιρροών υπό τις οποίες γράφτηκε, π.χ. ο εμφύλιος πόλεμος στην πρώην Γιογκοσλαβία, με το σήμερα, τα επεισόδια στην Ουκρανία εν προκειμένω. Εικόνες επίσης, από ερείπια, από ποδοσφαιρικό αγώνα. Η ειρωνεία που δημιουργείται, καθώς η Σάρα Κέιν είχε πει «…Ζήτω τα ποδοσφαιρικά ματς! Εκεί επιτρέπεται να εκφράσουμε τα συναισθήματά μας ουρλιάζοντας» σε συνδυασμό με τον χουλιγκανισμό ειδικότερα και με τον φανατισμό γενικότερα προκαλεί πίκρα και αποδοκιμασία για την ανοησία του ανθρώπινου είδους. Τα βίντεο, ίσως και λόγω του μεγέθους τους, έμοιαζαν να είναι η προβολή του τι μπορεί να περνάει από το μυαλό ενός ανθρώπου σήμερα.

Η μουσική (Κατερίνα Πολέμη) έκανε αισθητή την παρουσία της και πρόσθεσε σε δραματικότητα ιδιαίτερα κατά το τρίτο μέρος του έργου, ενώ σκηνογραφικά (Ελένη Μανωλοπούλου) θεωρώ ότι αποδόθηκε φτωχά η αισθητική ενός πολυτελούς ξενοδοχείου, ώστε να επιτευχθεί και η αντίθεση με τα μετέπειτα ερείπια. Το δεύτερο και το τρίτο μέρος, εμπλουτιζόταν σταδιακά από τις σκηνογραφικές προτάσεις και εικόνες. Το αποκορύφωμα ήρθε στο τέλος, όπου με τους εξαίρετους φωτισμούς του Αλέκου Αναστασίου, δημιουργήθηκαν πραγματικοί πίνακες επί σκηνής. Οι τελευταίες εφιαλτικές εικόνες με τον  Ίαν έρμαιο, ζωντανό-νεκρό, θύμιζαν πίνακες του Ρέμπραντ. Χρησιμοποιήθηκε το φως και η σκιά για να προβληθεί η δραματικότητα της σκηνής και έτσι ο Ίαν να γίνει σύμβολο. Η μορφή του Ίαν-Χριστού α λα Castellucci στην αρχή με ξένισε, αλλά παίρνοντας το απλά ως σχόλιο και ως συνέχεια εκείνης της παράστασης του 2011**   μπορώ να το δεχτώ με τη λογική μου, αλλά αισθητικά το βρήκα περιττό, καθώς θα μπορούσε να βρεθεί κάποιος πιο “original” τρόπος ν’ αποδοθεί το μήνυμα του σκηνοθέτη.

Τελικά αναρωτιέμαι: έχει γίνει ο κόσμος τόσο σκληρός, κι εγώ μαζί, που δεν κατάφερα να βιώσω τη βία της παράστασης (και την εννοώ όπως και η Σάρα Κέιν, ως βία ενός έργου τέχνης); Και λέω παράστασης, γιατί ως έργο, και παλιότερα και εκ νέου διαβάζοντάς το, μπόρεσα και μπορώ να την βιώσω, αλλά δυστυχώς από την παράσταση έφυγα ελλιπής. Η αλήθεια είναι ότι λόγω συντελεστών και μόνο είχα μεγαλύτερες απαιτήσεις, οι οποίες, όμως, τελικά δεν εκπληρώθηκαν.

*Συνέντευξη Τύπου στο Teatro della Pergola της Φλωρεντίας κατά το Φεστιβάλ Intercity London, 1997, μτφ: Μάνος Λαμπράκης
**Societas Rafaello Sanzio του Romeo Castellucci, Φεστιβάλ Αθηνών 2011