Οι εποχές που διανύουμε στη χώρα μας χαρακτηρίζονται ήδη ιστορικές. Η οικονομική κρίση έχει επηρεάσει για τα καλά την καθημερινότητά μας…

… και αυτό διακρίνεται εμφανέστατα στην αποχαυνωμένη διάθεση σχεδόν όλων των συνανθρώπων μας.

Σε αυτές λοιπόν τις δύσκολες συγκυρίες κάποιοι προσπαθούμε με νύχια και με δόντια να κάνουμε τη δουλειά μας που για κάποιους χαρακτηρίζεται είδος πολυτελείας: Τέχνη και συγκεκριμένα το είδος μας, το θέατρο.

Μπορεί να χαρακτηριστεί όντως ως είδος πολυτελείας στις εποχές που ζούμε; Όταν ακόμα και τα προς το ζειν αποκτούνται με μόχθο και δυσκολία, μπορεί κάποιος να αφιερώσει ένα μέρος του πενιχρού μισθού του για την Τέχνη; Και τέλος όταν υπάρχουν σοβαρές ελλείψεις στις χρηματοδοτήσεις του κράτους (υγεία, παιδεία, κλπ) είναι θεμιτό να δίνονται χρήματα για τον Πολιτισμό;

Η τέχνη αποτελούσε πάντα μέρος της ανθρώπινης οντότητας. Ακόμα και ο άνθρωπος των σπηλαίων που χαροπάλευε στην κυριολεξία για το φαγητό του είχε την ανάγκη να ζωγραφίσει στους τοίχους των σπηλαίων την καθημερινότητά του. Η Τέχνη για τους ίδιους τους καλιτέχνες είναι ανάγκη: η δημιουργία που αποφέρει διέξοδο. Για τους θεατές όμως είναι;

Ο σύγχρονος άνθρωπος πιστεύει πως η τέχνη είναι χρήσιμη στην καθημερινότητά μας για στιγμές χαλάρωσης, «για να ξεχαστεί» όπως συνηθίζεται να λέγεται «από τα καθημερινά προβλήματα». Όμως είναι κάτι παραπάνω.

Ο θεατής έχει ανάγκη να βιώσει, σε οποιοδήποτε θέαμα κι αν παρακολουθεί, κάτι πολύ οικείο. Με λίγα λόγια την ίδια του τη ζωή. Υποσυνείδητα έχει ανάγκη να δει τον εαυτό του, την πραγματικότητά του είτε στην τηλεόραση, είτε στο θέατρο, είτε στους στίχους ενός τραγουδιού, είτε ακόμα και σε ένα πίνακα ζωγραφικής. Η τέχνη χρειάζεται λιγότερη σκέψη, και περισσότερη συνείδηση και η συνείδηση φέρνει την συγκίνηση, προκαλεί δηλαδή συναισθήματα που αναγνωρίζει ο θεατής σε προσωπικές του καταστάσεις. Η τέχνη είναι προσωπική υπόθεση μεταξύ του καλλιτέχνη και του κοινού.  Ο καλλιτέχνης οφείλει να είναι διαθέσιμος, να μοιράστει απλόχερα το έργο του, να έρθει σε επαφή με κοινά θέματα που αφορούν και τους δύο, ενώ ο θεατής εφόσον είναι ανοιχτός στη σχέση αυτή, δέχεται την πρόταση που του κάνει ο «συνομιλητής του» και επηρεάζεται υποσυνείδητα από τη σχέση αυτή. Έστω κι αν δεν του αλλάξει τη ζωή (είναι υπεροπτικό να πιστεύουμε οτι το κάνουμε αυτό ως καλλιτέχνες, παρ’ότι αυτός πρέπει να είναι ο στόχος μας), επηρεάζει για λίγη ώρα τη διάθεσή του, τα συναισθήματά του και κατά συνέπεια τον τρόπο σκέψης του. Αν και την επόμενη μέρα ο θεατής έστω και για λίγα δευτερόλεπτα έρθει με τη σκέψη του σε επαφή με το  αντικείμενο, τότε η σχέση αυτή έχει πετύχει.

Επομένως ο καλλιτέχνης μπορεί να επηρεάσει, αλλά και να επηρεαστεί ο ίδιος από το κοινό, σχεδόν υποχρεωτικά. Έχει την «υποχρέωση» να φέρει το κοινό σε επαφή με θέματα που τον αφορούν. Θα αναρωτηθεί κάποιος,  «γιατί να πάω να δω ένα θέαμα που θα μου δείχνει τη μίζερη κατάσταση που βιώνουμε»; Καταρχάς πέρα από το πρωταρχικό για τους περισσότερους οικονομικό ζήτημα ο άνθρωπος εξακολουθεί να απασχολείται από τα ίδια  διαχρονικά ζητήματα: Έρωτας, φιλία, οικογένεια, ζωή, θάνατος κλπ που εξακολουθούν να επηρεάζουν την προσωπική μας ζωή (άλλους λιγότερο, άλλους πρισσότερο) και τα οποία εξακολουθούν να είναι σοβαρά θέματα για καλλιτεχνική δημιουργία. Το κυριότερο όμως είναι πως η τέχνη οφείλει να δώσει στο θεατή το κάτι παραπάνω. Το βήμα παραπέρα. Οφείλει να είναι ένα βήμα μπροστά από οτιδήποτε άλλο συμβαίνει γύρω μας. Με αυτόν τον τρόπο ο θεατής θα έρθει πιο κοντά στο έργο το οποίο σίγουρα δε θα του αλλάξει τη ζωή αλλά οπωσδήποτε θα την επηρεάσει. Έστω και για λίγες στιγμές.

Η καθημερινότητα είναι για τους περισσότερους τρομακτικά δύσκολη. Είναι όμως και μια ευκαιρία να κοιτάξουμε τη ζωή μας λίγο διαφορετικά. Οι μεγαλύτεροι να αναγνωρίσουν τα λάθη τους και να διδάξουν, ενώ οι νεότεροι να διδαχθούν και να τα αποφύγουν. Η τέχνη έχει ένα μικρό «ρολάκι» σε αυτήν την υπόθεση. Έστω και κομπάρσου που είναι δύσκολο να γίνει πρωταγωνιστής, αλλά σχεδόν αδύνατον να μη του δώσεις καμμία σημασία.

Info:
Ο Θάνος Τοκάκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980. Είναι απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου. Έχει συνεργαστεί με την Μικρή Πόρτα, το Θέατρο του Νότου (Αμόρε), το Δη. Πε. Θε. Σερρών, το Εθνικό Θέατρο, το Θέατρο Αλίκη, το Θεάτρο Χορν, το Θέατρο της Οδού Κυκλάδων και τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών με σκηνοθέτες τους Θ. Μοσχόπουλο, Ν. Μαστοράκη, Θ. Γκόνη, Μ. Φριτζήλα, Γ. Χουβαρδά και Λ. Βογιατζή. Συμμετείχε σε τηλεοπτικές και κινηματογραφικές παραγωγές. Είναι πτυχιούχος του Τμήματος Ηλεκτρονικής του Τ.Ε.Ι. Αθήνας. Το 2011 τιμήθηκε με το Βραβείο Χορν.

Photo: Γιάννης Ανθούλης