Ο Αμερικάνος του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, υπό την σκηνοθετική επιμέλεια αλλά και με την αφήγηση του Θανάση Σαράντου, κλείνει τον κύκλο τεσσάρων χρόνων επιτυχίας στα καλοκαιρινά φεστιβάλ της Αττικής. Μετά την επιτυχημένη παρουσίασή του ανά την Ελλάδα και στην Αθήνα, στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης το χειμώνα, ο Θανάσης Σαράντος μιλάει στο Culturenow.gr για το έργο του Παπαδιαμάντη λίγο πριν πέσει για τελευταία φορά η αυλαία της παράστασης.

CultureNow: Φέτος ήταν η τέταρτη χρονιά που το έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ο Αμερικάνος, παρουσιάστηκε με ιδιαίτερη επιτυχία και συνεχίζει για το καλοκαίρι με παραστάσεις σε μεγάλα φεστιβάλ. Μιλήστε μας λίγο για το έργο και πείτε μας που νομίζετε ότι οφείλεται η επιτυχία που γνωρίζει; Είναι επειδή είναι ένα κλασσικό έργο ή η νέα ματιά που υπάρχει στις παραστάσεις του δίνει κάτι ιδιαίτερο;

Θανάσης Σαράντος: Η επιτυχία οφείλεται στον συγγραφέα πιστεύω. Ο Έλληνας θεατής αποζητά ό,τι πιο αυθεντικό και αληθινό μπορεί να του δώσει λίγη παρηγοριά στα προβλήματα που τον κατατρέχουν. Η τέχνη πάντα λειτουργεί ως αντίδοτο στην κατάσταση των πραγμάτων. Ειδικά το διήγημα “Ο Αμερικάνος” του Σκιαθίτη συγγραφέα είναι άκρως επίκαιρο στην εποχή μας αφού εξιδανικεύει την αγάπη ως προορισμό του ανθρώπου σε αντίθεση με την κάλπικη αξία του χρήματος. Ιδού τα αποτέλεσματα σήμερα της όποιας “οικονομικής κρίσης”. Τρέχουμε όλοι να εξυπηρετήσουμε τα συμφέροντα των τραπεζών και των διεθνών μονοπωλίων.

 

C. N.: Πείτε μας λίγα λόγια και για τον “Αμερικάνο”…

Θ. Σ.: Το διήγημα αναφέρεται στον Γιάννη Μοθωνιό, έναν Έλληνα μετανάστη στην Αμερική που επιστρέφει μετά από 25 χρόνια στη γενέθλια γη του στην Σκιάθο. Τα πάντα έχουν αλλάξει, δεν τον αναγνωρίζει κανείς και εκείνος δυσκολεύται ν\’ αναγνωρίσει τον τόπο του. Οι γονείς του έχουν πεθάνει, το πατρικό του είναι πλέον χάλασμα και το μόνο που τον κάνει να ελπίζει είναι αν η γυναίκα που αγαπά τον περιμένει ακόμα. Έχει εργαστεί σκληρά στην ξενιτιά, έχει αποκτήσει χρήματα αλλά δεν φαίνεται να νοιάζεται για αυτά πλέον. Να πώς μας τον περιγράφει ο Παπαδιαμάντης όταν αντικρύζει τα χαλάσματα του σπιτιού του : “εστήριξε το μέτωπον επί των ψυχρών λίθων της γωνίας εκείνης και αφού έμεινε γονυκλινής επί τρία λέπτα, ηγέρθη, εσπόγγισε τους οφθαλμούς του και απεμακρύνθη βραδέως…”
C. N.: Εκτός από τον ρόλο του αφηγητή έχετε επίσης και την σκηνοθετική επιμέλεια. Η δική σας θεατρική διασκευή τι διαφορετικό δίνει στον θεατή, πόσο επικαιροποιημένο είναι το έργο στη μορφη που του δώσατε;

Θ. Σ.: Δεν με αφορά σώνει και καλά η επικαιρότητα στα κείμενα που επιλέγω για μια παράσταση. Το συγκεκριμένο διήγημα μου δόθηκε ως δώρο εξ ουρανού όταν το 2009 δεν υπήρχαν καθόλου χρήματα στην ομάδα μας “ηθικόν ακμαιότατον” και έτσι με βάση τον λόγο του Παπαδιαμάντη έγινε μια παράσταση για ένα ηθοποιό και ένα μουσικό. Η αφήγηση και η συνεχής εναλλαγή ρόλων σε απόλυτη συνάρτηση με την μουσική από τον συνθέτη Λάμπρο Πηγούνη χωρίς κοστούμια και σκηνικά ήταν αρκετά για να μεταδοθεί η αλήθεια της ανθρώπινης ύπαρξης. Το παίξιμο είναι σχεδόν πάντα μετωπικό και το κοινό είναι ο τρίτος παίκτης. Όλοι μαζί λέμε την ιστορία.

 

C. N.: Στην παράσταση ο λόγος του Παπαδιαμάντη πως συνδυάζεται και δένει με την μουσική; Πόσο θεατρικός παραμένει αυτός ο συνδυασμός;

Θ. Σ.: Η μουσική συμπληρώνει την ιστορία, αλλά δεν την περιγράφει. Η μουσικότητα της γλώσσας του Παπαδιαμάντη πάντα θα υπερτερεί αφού η κάθε λέξη λειτουργεί σαν λίθος στο οικοδόμημα του μεγάλου τεχνίτη συγγραφέα. Αυτός ήταν και ο βασικός λόγος που δεν έγιναν καθόλου περικοπές στο κείμενο. Έχει κρατηθεί η αυθεντική του μορφή και ο Σκιαθίτης συγγραφέας είναι απόλυτα θεατρικός χωρίς σκηνοθετικές παρεμβάσεις και τερτίπια.

C. N.:  Πόσο επίκαιρο θεωρείτε ότι είναι το έργο; Αντικατοπτρίζει ένα μέρος της σημερινής πραγματικότητας; Το θέμα της μετανάστευσης είναι κάτι που απασχολεί την Ελλάδα, είτε πρόκειται για τους ίδιους τους Έλληνες ως μετανάστες, είτε για τους μετανάστες άλλων χωρών που αναζητούν μια καλύτερη ζωή, όπως ο ήρωάς του έργου…

Θ. Σ.: Φυσικά η ιστορία μπορεί να σταθεί και σήμερα για παράδειγμα με έναν Αφγανό που επιστρέφει από την σύγχρονη Ελλάδα στην πατρίδα του. Ο άνθρωπος είναι ίδιος τελικά σε κάθε εποχή και σε κάθε τόπο.

 

C. N.:. Ως καλλιτέχνης πιστεύετε ότι σήμερα, κοιτάζοντας τις συνθήκες που ζούμε, η τέχνη έχει χρέος να ασχολείται με θέματα που αφορούν θέματα που αφορούν στην ποιότητα ζωής και στην αφύπνιση του κοινού; Υπήρξε κριτήριο για εσάς κάτι τέτοιο για την επιλογή του έργου;

Θ. Σ.: Η τέχνη δεν είναι και δεν πρέπει να θεωρείται αγαθό πολυτελείας. Προσπαθούμε στην ομάδα μας να έχουμε ως οδηγό την λέξη “ψυχαγωγία” με την αρχική έννοια της λέξης, δηλαδή να οδηγούμε τον ψυχισμό του θεατή σε κάτι ανώτερο στην ύπαρξή του.

 

C. N.: Η παράσταση θα συνεχιστεί το χειμώνα ή να περιμένουμε κάτι καινούριο από εσάς;

Θ. Σ.: Οι δύο παραστάσεις στον Βύρωνα και στην Ελευσίνα είναι και οι τελευταίες του “Αμερικάνου” στην Αττική μετά από 4 χρόνια. Η επόμενη δουλειά της “Ηθικόν Ακμαιότατον” είναι “Η Οπέρα της Πεντάρας” του Μπρέχτ σε μουσική του Κουρτ Βάιλ.