Στόχος αυτής της μεγάλης αναδρομικής έκθεσης που πραγματοποιείται στο μουσείο Φρυσίρα, στο κτήριο της

οδού Μονής Αστερίου 3, από τις 3 Οκτωβρίου 2012 έως τις 13 Ιανουαρίου 2013,  είναι να παρουσιάσει ένα πλήρες αποτύπωμα  της μακρόχρονης ζωγραφικής πορείας ενός δημιουργού που χαρακτηρίζεται όχι μόνο για την καλλιτεχνική του δεινότητα αλλά και για την χαρακτηριστική άνεση με την οποία κινείται μεταξύ διαφόρων θεμάτων; είτε πρόκειται για γυμνά και τοπία, είτε για πορτρέτα και σκηνές της καθημερινής ζωής και σχέδιο.

Αποκαλύπτεται ένας ζωγράφος sui generis, αυθεντικά Ελληνικός,  του οποίου η πινελιά διέπεται από μια δωρικότητα γεμάτη ουσία και μια οικονομία που φτάνει στα όρια της απόλυτης αφαίρεσης. Παράλληλα, αν και μεγάλος σχεδιαστής, ο Θανάσης Μακρής δεν διστάζει να εμπιστευτεί το χρώμα, το οποίο και καθιστά το πρωταρχικό μέσο για να “κτίσει” τις συνθέσεις του σχοινοβατώντας πολλές φορές μεταξύ αναπαραστατικότητας και αφαίρεσης.

Μέσα από την παράθεση των έργων, ο θεατής αποκτά την δυνατότητα να ανασυστήσει τα ίχνη μιας οργανικής καλλιτεχνικής πορείας που δομείται βήμα  βήμα, έργο με έργο, αποπνέοντας την αίσθηση μιας κινηματογραφικής αφήγησης ενώ η έντονη σωματικότητα των μορφών και η βαρύτητα των υλικών εξουδετερώνεται μέσω της  δεξιοτεχνικής διαχείρισης του  φωτός.

Έτσι, σύμφωνα με τον Λάκη Παπαστάθη, στο έργο του Θανάση Μακρή  “Η ύλη είναι σαν να κινείται στο χρόνο, σαν να μην έχει κατακαθίσει η τελική μορφή, σαν να δοκιμάζει σχηματισμούς, γιατί ο ζωγράφος μοιάζει να σκάβει αυτό που βλέπει, σαν να πάει πίσω στον αρχέγονο χρόνο, στον μύθο της γένεσης των πραγμάτων γνωρίζοντας ταυτοχρόνως πως η βασιλική οδός γι’ αυτόν τον δρόμο είναι το μέσα της δικής του ύπαρξης. Μ’ αυτή τη διαδικασία, μ’ αυτή την προσπάθεια, ο ζωγράφος Θανάσης Μακρής συναντιέται με την ποίηση. Γιατί το βλέμμα του δεν αφηγείται μια ιστορία, δεν αναπαριστά,  αλλά χορεύει σαν τον ποιητή με τις λέξεις.

Η δομή των πραγμάτων χορεύει. Ποιος ξέρει ποιος εσωτερικός πυρετώδης ρυθμός την κινεί. Νοιώθεις πως αυτή η κίνηση δεν ησυχάζει κι όταν ακόμα ο ζωγράφος κρίνει πως το έργο τελείωσε. Σαν το έργο να συνεχίζεται μέσα στους θεατές του”.