Μία από τις σημαντικότερες μορφές του γερμανικού σινεμά, η Μαργκαρέτε φον Τρότα (“Η Χαμένη Τιμή της Καταρίνας Μπλουμ”, “Ρόζα Λούξενμπουργκ”) επιλέγει αυτή την φορά να γυρίσει την ιστορία της Χάνα Άρεντ.

 

Από την Ελένη Φιλίππου

 

Πρόκειται για τη γερμανίδα εβραία φιλόσοφο και πολιτική επιστήμονα, η οποία διαμόρφωσε την φιλοσοφική της σκέψη στα χνάρια του αγαπημένου δασκάλου της, Μάρτιν Χάιντεγκερ, εξαγρίωσε μια ανέτοιμη ακόμη ανθρωπότητα να ακούσει και να κατανοήσει το νόημα πίσω από τη διάσημη πια φράση της, «H Kοινοτοπία του Kακού».

 

Ο φακός βρίσκει την Άρεντ στην Νέα Υόρκη της δεκαετίας του ’60. Εκεί μένει μαζί με τον σύζυγό της και μαρξιστή καθηγητή, Χάινριχ Μπλίχερ, όπου μαζί απολαμβάνουν την ακαδημαϊκή και φιλική ζεστασιά μιας χώρας, που τους πρόσφερε καταφύγιο δύο δεκαετίες πριν, όταν απέδρασαν από τα στρατόπεδα των Εβραίων. Η πρόκληση ξεκινάει για την Άρεντ, όταν δημοσιεύεται η είδηση ότι ο Άντολφ Άιχμαν, συνελήφθηκε από την Μοσάντ και μεταφέρθηκε στην Ιερουσαλήμ για να δικαστεί για τα εγκλήματα πολέμου που διέπραξε την περίοδο του Ναζισμού. Η Άρεντ αποφασίζει να καλύψει δημοσιογραφικά την δίκη του Άιχμαν για λογαριασμό των New York Times, απόφαση που θα οδηγήσει στην συγγραφή του πολύ σημαντικού βιβλίου της, «Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ: Έκθεση για την Κοινοτοπία του Κακού».

 

Αυτό που η Άρεντ μπόρεσε να δει και να κατανοήσει στην φιγούρα του Άιχμαν μέσα από το γυάλινο κουτί που ήταν κλεισμένος και από όπου απολογούταν για τα εγκλήματα που κατηγορείτο, ήταν το εξής: Ο Άιχμαν, ο άνθρωπος που ήταν υπεύθυνος για την μεταφορά των Εβραίων στα στρατόπεδα του Θανάτου στο πλαίσιο του σχεδίου «Τελική Λύση του Εβραϊκού Ζητήματος», υποστηρίζει η Άρεντ, δεν ήταν το τέρας που στο πρόσωπό του το δαιμονικό κακό βρήκε την τέλεια έκφρασή του. Αντίθετα, ήταν ένας απόλυτα κανονικός άνθρωπος, ο οποίος απλά υπάκουε τυφλά στους Νόμους του καθεστώτος. Μια υπακοή όμως, η οποία δεν επιλέχθηκε με ηθικά κριτήρια και δεν αξιολογήθηκε βάσει του τι είναι καλό και τι είναι κακό. Ο Άιχμαν, συνεχίζει η Άρεντ, ήταν ένας γραφειοκράτης και μόνο, θύμα του ολοκληρωτισμού. Ο Άιχμαν ήταν ανίκανος να σκεφτεί από μόνος του. Το ολοκληρωτικό σύστημα του είχε στερήσει οποιαδήποτε δυνατότητα ατομικής αυτοσυνειδησίας, και κατά συνέπεια το δικαίωμα της ελεύθερης επιλογής, βάση της οποίας το άτομο φέρει ευθύνη για τις συνέπειες της επιλογής του.

 

Όταν ο Άιχμαν υποστήριζε ότι ο ίδιος δεν έφερε αντισημιτικά αισθήματα, και ότι δεν ευθύνεται ο ίδιος για τον θάνατο των έξι εκατομμυρίων Εβραίων, καθώς δεν είχε αγγίξει ούτε έναν από αυτούς, η Άρεντ συμφωνεί μαζί του. Ο άνθρωπος αυτός, γράφει στο άρθρο της, δεν είχε σκεφτεί πέραν των αρμοδιοτήτων του, ότι δηλαδή η μεταφορά των Εβραίων, όπου ο Άιχμαν ήταν υπεύθυνος, ήταν μεταφορά που οδηγούσε, είχε δηλαδή ως συνέπεια, τον θάνατο αυτών των ανθρώπων, και επομένως, συμμετείχε και αυτός στην εξόντωσή τους: «He was incapable of thinking!».

Οι θέσεις της Άρεντ ξεσήκωσαν θύελλα αντιδράσεων εντός και εκτός της εβραϊκής κοινότητας, αλλά εκείνη έμεινε σταθερή στις απόψεις της. Τόσο η πολιτική όσο και η φιλοσοφική της σκέψη άλλαξε άρδην τον μέχρι τότε φιλοσοφικό στοχασμό, ενώ το βιβλίο της για τον Άιχμαν αποτελεί μέχρι και σήμερα τόπο πρόσφορο για περαιτέρω πολιτικές και φιλοσοφικές αναλύσεις.

 

Η φον Τρότα δείχνει να εμπιστεύεται απόλυτα τις δυνάμεις της Σούκοβα στον απαιτητικό ρόλο της Άρεντ, και όχι άδικα: Η Σούκοβα κινείται με αυτοπεποίθηση τόσο εγκεφαλικά όσο και σωματικά πίσω από την μορφή της Άρεντ και δεν δυσκολεύεται να επικοινωνήσει τον δύσκολο λόγο της εβραίας φιλοσόφου. Η σκηνοθετική απλότητα της φον Τρότα, δεν εγείρει ερωτηματικά περί διστακτικότητας ή απουσία έμπνευσης. Ο φακός εδώ κάνει ένα βήμα πίσω για να αφήσει στην ηρωίδα του χώρο να απλωθεί ερμηνευτικά: ως φιλόσοφος, ως σύζυγος, ως φίλη, ως ακαδημαϊκός και ως συγγραφέας. Η Σούκοβα γεμίζει όλες αυτές τις πλευρές της Άρεντ με το δικό της, εξαιρετικά ταλαντούχο ανάστημα, που σημαίνει ότι, παρόλο που δεν υπάρχει εξωτερική ομοιότητα μεταξύ των δύο, είναι τόσο στιβαρή η ερμηνεία της που καταφέρνει να την επινοήσει από μέσα προς τα έξω. Με την βαριά προφορά της, τον μεστό νοημάτων λόγο της, την γερή εξάρτηση από το τσιγάρο, την αφοσίωσή της στα ακαδημαϊκά της καθήκοντα και την ακλόνητη πίστη της στα πιστεύω της.

 

Η φον Τρότα ενσωματώνει το πολύ ενδιαφέρον αυθεντικό αρχειακό υλικό από την δίκη του Άιχμαν και η πρώτη έκθεσή του σε κοινό και πρωταγωνίστρια είναι η καλύτερη στιγμή του έργου. Η ζωντανή προβολή του ανθρώπου, που θεωρούταν ο βασικός αρχιτέκτονας του Ολοκαυτώματος μπροστά στα μάτια της Άρεντ και του θεατή είναι ανεπανάληπτη. Από την στιγμή εκείνη η φον Τρότα έχει επιτύχει τον στόχο της (που απέχει από κάθε προσπάθεια εντυπωσιασμού με ευφάνταστες γωνίες λήψης, πρωτοποριακό στήσιμο πλάνου κλπ.): ο θεατής έχει φτάσει τον ίδιο παλμό χτύπων και το κοινό αίσθημα φρίκης εγκαθίσταται ατόφιο. Από εκεί και πέρα, η Σούκοβα αναλαμβάνει να μας περάσει στο επόμενο επίπεδο: σε ένα ακροατήριο θεατών που μόλις θυμήθηκε με δέος και τρόμο το ζήτημα του Ολοκαυτώματος, να μιλήσει νηφάλια και με τόλμη για την θεωρία περί «κοινοτοπίας του κακού».

 

Έτσι, η φον Τρότα, παραδίδει ένα φιλμ που είναι περισσότερο φιλοσοφικό κείμενο, παρά βιογραφία, το οποίο δεν πρόκειται να πειράξει όσους αγαπούν αυτό το πεδίο, αλλά τους υπόλοιπους ρισκάρει να τους αφήσει αδιάφορους.

 

Σκηνοθεσία: Μαργκαρέτε φον Τρότα

Σενάριο: Παμ Κατς, Μαργκαρέτε Φον Τρότα

Πρωταγωνιστούν: Μπάρμπαρα Σούκοβα, Άξελ Μίλπμεργκ, Τζάνετ ΜακΤίρ

Διάρκεια: 113΄

Διανομή: Strada Films