Ο βραζιλιάνος σκηνοθέτης, Βάλτερ Σάλες ξαναβγαίνει στους δρόμους, αφήνοντας την μοτοσικλέτα του νεαρού Τσε Γκεβάρα («Ημερολόγια Μοτοσικλέτας») και κρατώντας το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του Τζακ Κέρουακ «Στο Δρόμο», ταξιδεύει στη δεκαετία του ΄40 για να πιάσει με την κάμερά του τον σφυγμό της γενιάς Beat και να εντοπίσει το πολυπόθητο «Κάτι» (“It”) που οι δύο πρωταγωνιστές πυρετωδώς αναζητούσαν.

Από την Ελένη Φιλίππου

Ο τρόπος με τον οποίο ανοίγει ο Σάλες το φίλμ του σε γεμίζει με την προσδοκία ότι ο σκηνοθέτης κατάφερε να μπει στο σύμπαν του Κέρουακ: μαύρη οθόνη και μια φωνή σιγοτραγουδάει.

Καθώς ο στίχος «Πίσω δεν γυρίζω» τονίζεται εμφατικά, το μαύρο κενό δίνει σιγά σιγά την θέση του στην παρουσία ενός χωματόδρομου που τον περπατά ένα ζευγάρι πόδια: «…Απαλατσικόλα, …Οκλαχόμα, …Οπελούζα, …Σαν Αντόν….. Πίσω δεν γυρίζω…». Κουρασμένη αναπνοή, η κάμερα γυρνάει στην σκιά του διαβάτη και καταλήγει πάλι στον χωματόδρομο όπου το ζευγάρι ποδιών συντροφεύεται από τη σκιά του και τη λαχανιασμένη αναπνοή, “Home I’ll never be, Home I’ll never be” και η σεκάνς ολοκληρώνεται με την εισαγωγή του τίτλου, «Στο Δρόμο».

Μέσα σε δύο λεπτά και κάτι, ο Σάλες χαρτογραφεί αρκετά από τα στοιχειά που κατοικούν στο βιβλίο και στον ίδιο τον Κέρουακ: Την αναζήτηση και κατάκτηση του «Κάτι», την φυγή από τα τετριμμένα στερεότυπα, την αδιάκοπη υπαρξιακή αυτό-ανάκριση, τον διακαή εσωτερικό πόθο για εύρεση ενός νοήματος που θα πήγαζε από το εσάνς μιας ζωής μεστής ουσιαστικών βιωμάτων. Ο Σάλες επιλέγει άκρως επιτυχημένα την διαμελισμένη προβολή των ποδιών του περιπατητή και όχι ολόκληρη την φιγούρα του ή το πρόσωπό του, καθώς ο βασικός άξονας που διατρέχει το βιβλίο είναι ακριβώς ο δρόμος ως οντολογικό πεδίο μάχης συγκρότησης του ‘Προσώπου’.

Οι ήρωες του Κέρουακ ξεκινούν ως απροσδιόριστα όντα τα οποία αποκτούν ‘Πρόσωπο’ σταδιακά, μέσα από έναν συνεχή, επίπονο, αγωνιώδη διάλογο μεταξύ «ενταύθα» και «επέκεινα». Η σύλληψη του Σάλες να αφήσει διασκορπισμένα (εντός και εκτός κάδρου) τα στοιχεία εκείνα που υπονοούν, ως κομμάτια παζλ, την εν δυνάμει ανθρώπινη ύπαρξη είναι εξαιρετική. Το πρόβλημα είναι ότι η συνέχεια που ακολουθεί δεν καταφέρνει να συναρμολογήσει αυτά τα κομμάτια, ούτως ώστε να αποκτήσει το φιλμ το σώμα (τόσο σε φόρμα όσο και σε περιεχόμενο) που υπόσχεται στην αρχή, ή διαφορετικά, να προχωρήσει στην αποσαφήνιση, στην ανάλυση αυτής την υπέροχα σκηνοθετημένης δηλωτικής πρότασης.

Πέραν των δύο αυτών λεπτών, ο Σάλες με τον Κέρουακ δεν ξανασυναντιούνται μέσα στο φιλμ, καθώς ο πρώτος επιλέγει να συνεχίσει με μια εντελώς επιφανειακή και περιγραφική προσέγγιση των όσων ο δεύτερος εξιστορεί. Ενώ έχει φροντίσει και την παραμικρή λεπτομέρεια ώστε να αποδώσει πιστότατα την εποχή (αμάξια, ρούχα, διακόσμηση, μπαρ, κλπ.), επέλεξε ένα καστ ανήμπορο να ενσαρκώσει τους ήρωες του μυθιστορήματος και να δώσει αυτό το «Κάτι», το “It” του συγγραφέα.

Ο Σαμ Ράιλι ως alter-ego του Κέρουακ δίνει μια αδιάφορη ερμηνεία, ενώ ο Γκάρετ Χέντλουντ, ως Μοριάρτι/Κάσσαντι αδυνατεί να γίνει ο ήρωας που στο πρόσωπό του ένιωσε ο Κέρουακ/Πάρανταϊς την έλξη και την συγγραφική έμπνευση, καρπός της οποίας ήταν το πυρετώδες «Στο Δρόμο». Δεν υπάρχει ούτε μία στιγμή που ο Χέντλουντ να καταφέρει να θυμίσει σε κάτι από τον Μοριάρτι. Η σκοτεινή γοητεία του Μοριάρτι που έκανε τον Κέρουακ να γράψει  «οι μόνοι άνθρωποι που υπάρχουν είναι αυτοί που τρελαίνονται να ζήσουν, τρελαίνονται να μιλήσουν, τρελαίνονται να σωθούν, που ποθούν τα πάντα ταυτόχρονα, αυτοί που ποτέ δεν χασμουριούνται ή λένε έστω και μια κοινοτοπία, αλλά που καίγονται, καίγονται, καίγονται σαν τα μυθικά κίτρινα ρωμαϊκά κεριά…» δεν εντοπίζεται ποτέ. Και αυτό γιατί ο Χέντλουντ δεν γοητεύει, δεν αποπλανεί, δεν έλκει και δεν φλέγεται ποτέ από τα στοιχειά που κυνηγούν τον Μοριάρτι. Η μόνη εξαίρεση στο καστ που τραβάει το ενδιαφέρον και την προσοχή είναι η Κρίστεν Στιούαρτ.

Η ακαδημαϊκή κινηματογράφιση, η ανέμπνευστη και κυρίως, η εκτός μυθιστορηματικού πνεύματος μεταφορά του βιβλίου καθιστά την ταινία μια ιστοριούλα με δύο τύπους που αρέσκονταν στα ναρκωτικά, στα ποτά και στο σεξ προκειμένου να σπάσουν την ανία και την πλήξη τους. Όσοι έχουν διαβάσει και αγαπήσει το βιβλίο θα κατεβάσουν με απογοήτευση τους οφθαλμούς, ενώ όσοι θελήσουν να γνωρίσουν τον συγγραφέα που όρισε την Μπιτ γενιά, δεν θα πάρουν μυρουδιά.     

Σκηνοθεσία: Βάλτερ Σάλες

Σενάριο: Χοσέ Ριβέρα (βασισμένο στο βιβλίο του Τζακ Κέρουακ)

Πρωταγωνιστούν: Σαμ Ράιλι, Γκάρετ Χέντλουντ, Κρίστεν Στιούαρτ

Διάρκεια: 124

Διανομή: Rosebud / Odeon