Ο Κάλιν Πίτερ Νέτζερ γράφει και σκηνοθετεί την «Οικογενειακή Υπόθεση» της Κορνήλιας, που παρά τα εξήντα χρόνια της παλεύει ακόμη με την ιδέα ότι ο γιος της σήκωσε το φουστάνι της και τόλμησε να ξεμυτίσει μακριά από αυτήν.

Ένα θανατηφόρο τροχαίο, το οποίο θα βαρύνει τον μονάκριβό της με την καταγγελία της ανθρωποκτονίας εξ αμελείας θα δώσει στην Κορνήλια την ευκαιρία να μαζέψει πίσω τον γιό και να περιφρουρήσει την περιοχή της, ενάντια σε οποιαδήποτε απειλή, είτε αυτή είναι η αστυνομία, ο ιατροδικαστής, ο αυτόπτης μάρτυρας ή η σύντροφος του γιόκα. Όλα είναι υπολογισμένα εκτός από την κατά μέτωπο σύγκρουση με τους γονείς, και δη, με την μάνα του μικρού παιδιού που σκοτώθηκε…

Από την Ελένη Φιλίππου

Δεν είναι τυχαίο που ολόκληρος ο πρώτος διηγηματικός κύκλος μονοπωλείται από την φιγούρα της μητέρας Κορνήλια. Όλη την οικογενειακή κατάσταση την μαθαίνουμε μέσα από τα δικά της μάτια, την δική της εκδοχή και την δική της μετάφραση. Με τον τρόπο της έχει καταφέρει να εκθέσει τον πόνο της και να ενεργοποιήσει στον θεατή την διαδικασία θυματοποίησής της: η μάνα που ανησυχεί και ενδιαφέρεται και ο γιος που αδιαφορεί. Εδώ, ο Νέτζερ κινείται πολύ έξυπνα σεναριακά, καθώς προλαβαίνει να εισάγει την αμφιβολία στα λεγόμενα της μάνας όταν καταλαβαίνουμε πως ο γιος είναι απών από τον εορτασμό γενεθλίων της μητέρας του: πράξη αδιαφορίας ή αγανάκτησης;

Από την άλλη, το προφίλ της Κορνήλια δείχνει ότι είναι μια γυναίκα μορφωμένη, επιτυχημένη επαγγελματικά, οικονομικά ευκατάστατη, με ενεργή προσωπική και δημόσια ζωή. Δεδομένα που δείχνουν ότι η εξάρτηση από το μοναχογιό δεν οφείλεται στα κλασικά δικαιολογητικά τύπου «δεν έχει ζωή», «δεν νιώθει δημιουργική, χρήσιμη, κλπ».  Έτσι όπως η παρουσία της δεσπόζει στην οθόνη έτσι ακριβώς δεσπόζει και στην οικογένεια, καθώς ο σύζυγος βρίσκεται συνεχώς στην σκιά της και ο γιος, θέλοντας και μη, γνωρίζοντας και μη, στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός της.

Ο Νέτζερ μέσα από την κινηματογράφηση της οικογένειας βρίσκει την ευκαιρία να μεταφέρει ένα ολόκληρο καθεστώς χειραγώγησης, όχι μόνο συναισθηματικής που λαμβάνει χώρα ενδοοικογενειακά, αλλά και οικονομικής, που λαμβάνει χώρα ταξιακά. Η μάνα Κορνήλια προκειμένου να «ξελασπώσει» τον μπλεγμένο υιό, βουτάει το χέρι βαθιά στην τσέπη, και με βοήθεια τις διασυνδέσεις αλλάζει καταθέσεις, αυτοψίες, λαδώνει μάρτυρες και τάζει ρουσφέτια. Η ευκολία, η σιγουριά και η αυτοπεποίθηση με την οποία χειρίζεται η μάνα την «οικογενειακή υπόθεση» της, αφαιρεί από το συμβάν την τραγικότητα που φέρει εντός του και το μετατρέπει σε απλή δουλειά προς διεκπεραίωση. Έτσι το βλέπει η ίδια και έτσι το περνάει και στον γιο της: τίποτε και κανείς δεν πρόκειται να τους βλάψει.  

Απέναντι στην σαρωτική δράση της μάνας βρίσκουμε έναν γιο, καθηλωμένο, άβουλο και τρομαγμένο, όχι τόσο για αυτό που έγινε, αλλά για το τι πρόκειται να του συμβεί. Δέχεται την μεταφορική και κυριολεκτική νάρκωση της μάνας και αποσύρεται στο παιδικό δωμάτιο με την ευχή, όταν ξυπνήσει όλα τα δυσάρεστα να έχουν δια μαγείας εξαφανιστεί. Συνεχίζει να βγάζει απέχθεια προς το πρόσωπο της μάνας, αλλά συνεχίζει να μένει υπό την σκέπη της. Αρνούμενος να αντιμετωπίσει τις ελάχιστες ευθύνες που του αρμόζουν, απαιτεί από την γενιά που τόσο λέει ότι μισεί να λειτουργήσει αυτή για λογαριασμό του.

Μέσα από την χαρτογράφηση της οικογένειας, είναι εμφανής ο προβληματισμός και η ανησυχία του Νέτζερ για την σύγχρονη κοινωνικοπολιτική κατάσταση της χώρας του, Ρουμανία. Για το κατά πόσο οι βασικοί κοινωνικοί άξονες λειτουργίας μπορούν να αλλάξουν τρόπο χρήσης περνώντας από το παλιό καθεστώς στο νέο, όταν οι εξαρτημένες σχέσεις είναι τα βασικά κανάλια κίνησης. Στο έργο πάντως παραμένει αμφιλεγόμενο το κατά πόσο ωριμάζουν οι σχέσεις και κατά πόσο δίνεται το αναγκαίο πεδίο απόστασης, ούτως ώστε να συναντηθούν τα πρόσωπα σε μια άλλη βάση, πιο υγιή και ξεκάθαρη.

Ο Νέτζερ μας δίνει μια «οικογενειακή υπόθεση» εκ Ρουμανίας μεν ορμώμενη, αλλά στον έλληνα θεατή θα φανεί τόσο οικεία, κοντινή και γνώριμη που δεν υπάρχει περίπτωση να μην γίνει και δική του, προσωπική υπόθεση. Δυνατό δράμα, χωρίς να πέφτει στα εύκολα μονοπάτια των υπερβολών, προσκολλάται στα πρόσωπα και στις διαφανείς κλωστές που κλώθονται ανάμεσα και γύρω από τους εαυτούς τους. Βραβευμένο με την Χρυσή Άρκτο και το FIPRESCI στο φετινό φεστιβάλ Βερολίνου, ο ρουμανικός κινηματογράφος αποκαλύπτεται ακόμη μια φορά στιβαρός και ουσιαστικός.