But remember this, my brother. See in this some higher plan. You must use this precious silver to become an honest man…

…  By the witness of the martyrs, by the passion and the blood, God has brought you out of darkness. I have bought your soul for God…”

Από την Ελένη Φιλίππου

Ο Γιάννης Αγιάννης (Χιου Τζάκμαν), ή αλλιώς 24601, στέκει σαστισμένος μπροστά στα λόγια υπεράσπισης του επισκόπου (Κολμ Γουίλκινσον). Για πρώτη φορά, ο βαριά καταδικασμένος για ένα κομμάτι ψωμιού Αγιάννης βρίσκεται ενώπιον της καλοσύνης, της εμπιστοσύνης και της συγχώρεσης. Και δυσκολεύεται να τα κατανοήσει. Γιατί δεν τα γνώρισε ποτέ. Το μόνο οικείο σε εκείνον είναι η ανέχεια, η φτώχεια, η πείνα, η αδικία, το κακό ριζικό και μια δικαιοσύνη μεταμφιεσμένη σε κουφή και τυφλή ρομφαία.

Ο Αγιάννης καταδικάστηκε στα κάτεργα επειδή αναγκάστηκε να κλέψει ψωμί για να φάει το άρρωστο παιδί της αδερφής του. Μετά από δεκαεννιά χρόνια, ο Αγιάννης αφήνεται ελεύθερος με αναστολή από τον φύλακα Ιαβέρη (Ράσελ Κρόου). Εξουθενωμένος βρίσκει προσωρινό καταφύγιο στον επίσκοπο της Ντιν, όπου του προσφέρουν στέγη και φαγητό. Μέσα στην νύχτα, ο Αγιάννης εξαφανίζεται μαζί με τα ασημικά του επισκόπου. Την επομένη, ο Αγιάννης θα βρεθεί ξανά μπροστά στον επίσκοπο συνοδευόμενος από τον Ιαβέρη και την ομάδα του, που τον συνέλαβαν για κλοπή. Ο επίσκοπος προστατεύει τον Αγιάννη, ισχυριζόμενος ότι τα ασημικά ήταν δώρο.

Ο Αγιάννης αφήνεται ελεύθερος ξανά. Η πρώτη πράξη του έργου τελειώνει και ήδη ο θεατής έχει μυηθεί στον κόσμο του Βίκτορος Ουγκώ. Η σκηνή του επισκόπου, που τραγουδάει την συγχώρεση του Αγιάννη για την κλοπή των ασημικών και τον καλεί να πορευτεί σε άλλο μονοπάτι είναι και η στιγμή που το μιούζικαλ του Τομ Χούπερ έχει κερδίσει την συναισθηματική, αν μη τι άλλο, εμπλοκή του θεατή. Η συμπάθεια προς το πρόσωπο του καταπονεμένου Αγιάννη κλειδώνει στο άκουσμα του μονόλογού του “what have I done?”, όπου ψυχή και συνείδηση παλεύουν με τον θυμό και την καλοσύνη και νιώθοντας ξανά την ζεστασιά από το φως που έριξε ο επίσκοπος εντός τους, διαλέγουν τον δρόμο που οδηγεί προς τα πάνω, σε έναν ενάρετο βίο. Ο μετανοημένος Αγιάννης, θα αλλάξει όνομα και σπάζοντας την αναστολή, θα εγκατασταθεί σε άλλη πόλη. Στην εξαφάνιση του Αγιάννη, ο Ιαβέρης ορκίζεται να τον κυνηγήσει και να τον ξαναφέρει ενώπιον της δικαιοσύνης.

Οχτώ χρόνια μετά, ο Αγιάννης είναι ιδιοκτήτης ενός εργοστασίου και δήμαρχος της πόλης. Στο εργοστάσιό του δουλεύει η Φαντίν (Αν Χάθαγουεϊ), η οποία θα απολυθεί από τον προσωπάρχη εξαιτίας της αποκάλυψης ότι έχει νόθο παιδί. Μην μπορώντας να βρει αλλού δουλειά, η Φαντίν θα πουλήσει τα μαλλιά της και τα δόντια της, προκειμένου να συγκεντρώσει τα χρήματα που πρέπει για να στείλει στους Θεναρντιέ (Έλενα Μπόναμ Κάρτερ και Σάσα Μπάρον Κοέν), τους ιδιοκτήτες ενός ξενοδοχείου που κρατάνε την κόρη της Φαντίν, Κοζέτ (Αμάντα Σέιφριντ). Τα χρήματα όμως δεν φτάνουν και έτσι η Φαντίν πέφτει στην πορνεία. Εδώ συναντάμε την επόμενη εξαιρετική σκηνή του έργου, με την Αν Χάθαγουεϊ να ερμηνεύει εκπληκτικά το “I Dreamed a Dream”, ένας μονόλογος που μιλάει για το πώς το όνειρο γίνεται ντροπή, όταν η ίδια η ζωή έρχεται και σκοτώνει ό,τι ο άνθρωπος τόλμησε να ονειρευτεί. Η Φαντίν θα συλληφθεί από τον Ιαβέρη με την κατηγορία της πορνείας. Ο Αγιάννης που ακούει τα λόγια της Φαντίν και μαθαίνει ότι εξαιτίας του έγινε πόρνη, θα μπει μπροστά και θα την προστατεύσει. Από εδώ και πέρα, η ζωή του Αγιάννη πρόκειται και πάλι να αλλάξει, όταν θα ορκιστεί στην ετοιμοθάνατη πια Φαντίν να προστατεύσει την κόρη της. Όρκος που κινδυνεύει να γίνει απραγματοποίητος, όταν Ιαβέρης και Αγιάννης βρίσκονται ξανά σε ρόλους γάτα – ποντίκι, καθώς ο Αγιάννης αναγκάζεται να αποκαλύψει την χρόνια κρυμμένη ταυτότητά του, υπό τους στίχους του “Who am I?”. Η δεύτερη πράξη τελειώνει με τον Αγιάννη να είναι πάλι καταζητούμενος δραπέτης, προκειμένου να βρει την μικρή Κοζέτ και να την πάρει από τους απατεώνες Θεναρντιέ.

Η επόμενη σκηνή ξεκινάει στο Παρίσι, εννέα χρόνια μετά. Η φτώχεια και η εξαθλίωση των κατοίκων του Παρισιού έχει φτάσει στο απροχώρητο. Ο μόνος κυβερνητικός σύμβουλος που διάκειται με συμπάθεια προς τους φτωχούς, είναι ο βαριά άρρωστος στρατηγός Λαμάρκ. Ο θάνατός του, θα γίνει αφορμή για μια ομάδα φοιτητών να οργανώσουν την εξέγερση των φτωχών πολιτών. Ανάμεσα τους είναι ο Μάριος (Έντι Ρέντμεϊν), ο οποίος ερωτεύεται την Κοζέτ. Η επανάσταση ξεκινάει με το εμβατήριο “Can you hear the people sing!” και οι δρόμοι του Παρισιού έχουν γεμίσει ετοιμοπόλεμα οδοφράγματα. Ο Ιαβέρης, ως κατάσκοπος, πιάνεται αιχμάλωτος και περιμένει να τον εκτελέσουν. Ο Αγιάννης, ανακαλύπτει το γράμμα που άφησε ο Μάριος και πάει να τον βρει στα οδοφράγματα. Η επανάσταση καταπνίγεται, όλοι κείτονται νεκροί εκτός από τον Μάριο, ο οποίος διασώζεται από τον Αγιάννη. Για τελευταία φορά, ο Αγιάννης θα βρεθεί αντιμέτωπος με τον αιώνια ταγμένο εχθρό του Ιαβέρη, τον οποίο θα ελευθερώσει, σώζοντας έτσι την ζωή του αστυνομικού. Το τραγούδι του Ιαβέρη “Javert’s Suicide” ξεκινάει, και μην μπορώντας να αντέξει την πάλη μεταξύ ηθικού και κοινωνικού καθηκόντος, θα τελειώσει με την αυτοκτονία του. Ο Μάριος παντρεύεται με την αγαπημένη του Κοζέτ και ο Αγιάννης, για ακόμη μια φορά δραπετεύει από την ζωή και αποσύρεται στο μοναστήρι. Ο Μάριος ανακαλύπτει ότι ο Αγιάννης ήταν αυτός που του έσωσε την ζωή και μαζί με την Κοζέτ πηγαίνουν να τον συναντήσουν.

Περιτριγυρισμένος από τα αγαπημένα του πρόσωπα, ο Αγιάννης κλείνει τα μάτια του και στέκεται πλάι στην Φαντίν, τον επίσκοπο της Ντιν και στους νεαρούς επαναστάτες. Οι Άθλιοι του Ουγκώ έγιναν παγκοσμίως γνωστοί με την μεταφορά τους στο θεατρικό σανίδι. Παίχτηκε για 27 χρόνια στην σκηνή του West End στο Λονδίνο και άλλα 18 στο Broadway της Νέας Υόρκης, καθιστώντας το θεατρικό μιούζικαλ σε κλασικό αριστούργημα. Η ζωντάνια, το νεύρο, η αμεσότητα και μαγεία που αποπνέει το συγκεκριμένο μιούζικαλ μέσα στο θέατρο είναι μια εμπειρία που πολύ δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς ότι θα περάσει αλώβητη στην μεταφορά του στην κινηματογραφική οθόνη. Όποιος έχει παρακολουθήσει τους Άθλιους στο θέατρο, θεωρώ ότι θα συμφωνήσει με τον χαρακτηρισμό του έργου ως εμπειρία και με αυτό το σκεπτικό θεωρώ ότι και ο Χούπερ ξεκίνησε τα γυρίσματα της ταινίας. Είναι μια εμπειρία που είναι άμεσα προσκολλημένη στο θυμικό μέρος της ψυχής: όλο το έργο είναι ένα διαρκές αίσθημα πόνου. Πονάς για την ανέχεια, για την αδικία, για το απραγματοποίητο, για την αρρώστια και για τον θάνατο. Και όμως, όταν το έργο τελειώσει και η αυλαία πέσει, ο πόνος ως θαύμα έχει γίνει χαρμολύπη, αυτό το λεπτεπίλεπτο συναίσθημα μεταξύ χαράς και λύπης. Και όταν βγεις έξω και το ξανασκεφτείς, νιώθεις επαναστατημένα διαφορετικός. Σε ένα μεγάλο βαθμό, ο Χούπερ τα κατάφερε. Κατάφερε να δώσει τον απαιτούμενο χώρο στους ηθοποιούς του να αποδώσουν τα μέγιστα ερμηνευτικά με το να τραγουδήσουν ζωντανά κατά την διάρκεια των γυρισμάτων.

Η απόφαση αυτή είχε πολλαπλά θετικά αποτελέσματα. Οι ηθοποιοί επικοινωνούν καλύτερα μεταξύ τους, η ερμηνεία τους βγάζει τον απαιτούμενο ρεαλισμό και τα κοντινά πλάνα αποπνέουν το πάθος του κάθε ήρωα. Οι εξαιρετικές ερμηνείες των Τζάκμαν, Χάθαγουεϊ, Σέιφριντ, Ρεντμέιν και Χάτλστον υποστηρίζουν στο έπακρο την καλλιτεχνική προσπάθεια. Ο μόνος που στέκει ένα βήμα κάτω, είναι ο Ράσελ Κρόου ως Ιαβέρης. Παρότι το μιούζικαλ είναι γνώριμο έδαφος για τον ηθοποιό, πάραυτα δεν κατορθώνει να αποδώσει το εσωτερικό αδιέξοδο του Ιαβέρη. Η ύψιστη σκηνή, που ο Ιαβέρης τυφλώνεται από την αδυναμία του να κατανοήσει τι είναι δίκαιο και τί όχι, ποιός είναι ο Νόμος και ποιά η Νέμεσις, ποιός κρατάει τον κόσμο σε ισορροπία και ποιός τον διαλύει, αφήνεται σε έναν Κρόου που δείχνει να δυσκολεύεται να δώσει πνοή στην τραγικότητα του ήρωα.        

Επιπλέον, υπάρχουν αρκετές στιγμές που οι Άθλιοι του Χούπερ αδυνατούν να κρατηθούν στο επίπεδο του κινηματογραφικού ρεαλισμού, ολισθαίνοντας αναπόφευκτα στο επίπεδο της θεατρικής αναπαράστασης. Χαρακτηριστικό δείγμα μιας τέτοιας ολίσθησης είναι η σκηνή της εξέγερσης που αποδίδεται πίσω από το οδόφραγμα που βρίσκονται ο Μάριος με τους Γκαβρός, Επονίν και Ενζολράς.  Παρά τις όποιες αδυναμίες του, η κινηματογραφική μεταφορά του “Άθλιοι” είναι μια αξιοσημείωτη καλλιτεχνική προσπάθεια. Για το αν θα μπει στην κατηγορία του κλασσικού, ο χρόνος μένει να το δείξει.

Σκηνοθεσία: Τομ Χούπερ
Σενάριο: Γουίλιαμ Νίκολσον, Αλέν Μπουμπλίλ, Κλοντ-Μισέλ Σόνμπεργκ, Χέρμπερτ Κρέτσμερ (βασισμένο στο θεατρικό των Αλέν Μπουμπλίλ και Κλοντ-Μισέλ Σόμπεργκ και το βιβλίο του Βίκτωρος Ουγκώ “Les Miserables”)
Πρωταγωνιστούν: Χιου Τζάκμαν, Αν Χάθαγουεϊ, Ράσελ Κρόου, Αμάντα Σέιφριντ, Σάσα Μπάρον Κοέν, Έλενα Μπόναμ Κάρτερ, Έντι Ρέντμεϊν, Σαμάνθα Μπαρκς
Διάρκεια: 155΄
Διανομή: United International Pictures