Ο Ρασίντ Μπουσαρέμπ (“London River”, “Outside the Law”) εμπνέεται από τον Μπομπ Ντύλαν και ονοματίζει το πρώτο μέρος της τριλογίας του «Just Like a Woman» για να μελετήσει διαφορές και ομοιότητες μεταξύ δυτικού και Αραβικού κόσμου.

 

Από την Ελένη Φιλίππου

Στο «Μια Γυναίκα Μόνο Ξέρει» οι δύο κόσμοι εκπροσωπούνται σε πρώτο πλάνο από την Σιένα Μίλερ και την Γκολσιφτέ Φαραχανί.

 

Η Μέριλιν (Σιένα Μίλερ) είναι 30 χρονών, παντρεμένη με έναν άνεργο, βολεμένο και παθητικό σύζυγο. Εργάζεται στην υποδοχή μιας εταιρίας επισκευής υπολογιστών, ενώ η μεγάλη της αγάπη και μοναδικός τρόπος εκτόνωσης είναι τα μαθήματα χορού της κοιλίας που παρακολουθεί. Η 26χρονη Μόνα (Γκολσιφτέ Φαραχανί), μετανάστρια από τη Β. Αφρική, δουλεύει στο μίνι μάρκετ της χήρας πεθεράς της. Η αδυναμία του ζευγαριού για τεκνοποιία, αδυναμία που μεταφράζεται από την πεθερά σε στειρότητα της Μόνα, αποτελεί την κύρια αιτία χλευασμού, απόρριψης, θυμού και εξευτελισμού από την ούτως άλλως κακότροπη πεθερά. Ο σύζυγος της Μόνα, ευνουχισμένος από την μητέρα του, αδυνατεί να υπερασπιστεί την γυναίκα του και δέχεται στωικά την μοίρα του. Η παράνομη απόλυση και η ιδίοις όμμασι σκληρή διαπίστωση της απατημένης συζύγου θα σπρώξουν την Μέριλιν στην απόφαση να εγκαταλείψει τα πάντα και να κυνηγήσει το όνειρό της, να παρευρεθεί σε έναν διαγωνισμό χορού της κοιλιάς στη Σάντα Φε. Στο ίδιο σταυροδρόμι θα βρεθεί και η Μόνα, κυνηγημένη από φόβο ότι ο ατυχής θάνατος της πεθεράς της θα την οδηγήσει στη φυλακή. Οι δύο γυναίκες θα γίνουν συνταξιδιώτισσες σε μια διαδρομή που θα τις αλλάξει για πάντα.

 

Ο Μπουσαρέμπ γυρνάει μια ταινία δρόμου στα χνάρια του «Θέλμα και Λουίζ» μόνο και μόνο για να ανακαλύψει ότι το “This is America” παραμένει σταθερά ίδιο. Το λυπηρό στην περίπτωση του Μπουσαρέμπ είναι ότι το «Μια Γυναίκα Μόνο Ξέρει» εμφανίζεται μια εικοσαετία μετά και πάραυτα δεν φέρνει κάτι καινούργιο ούτε ως προς το είδος του road movie ούτε ως προς την φύση της γυναικείας φιλίας/ψυχοσύνθεσης/συνθήκης, μήτε ως προς το βασικό αιτούμενο του ίδιου, αυτό της πολιτισμικής διαφοράς. Αντιθέτως, ακολουθεί με πιστή ευλάβεια όλα τα κλισέ και μοτίβα που συνθέτουν μια ταινία δρόμου με γυναίκες πρωταγωνίστριες: η «απόδραση» και «επανάσταση» συντελείται λόγω μιας αφόρητης πλέον υπαρξιακής λίμνασης που συντηρείται από το οικογενειακό (συζυγικό) κυρίως περιβάλλον, το ταξίδι επιφυλάσσει όλους τους αναμενόμενους κινδύνους (αφεντικά με σεξουαλικές βλέψεις, ρατσιστές και μισογύνηδες), η περιπέτεια συσφίγγει τους συναισθηματικούς δεσμούς, αναδεικνύει άγνωστες πτυχές του χαρακτήρα και το τέλος έρχεται ως συνειδητοποίηση της τελεσμένης υπαρξιακής αλλαγής.

 

Και αν τα προαναφερθέντα στοιχεία αποτελούν για τον Μπουσαρέμπ απλά ένα χαλί για να πατήσει πάνω σε αυτό και να στρέψει τον φακό στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός του, όπερ τις δυναμικές που προκύπτουν από την διαφορετική ιδιοσυγκρασία των δύο γυναικών, και πάλι η προσπάθεια κρίνεται ατυχής. Η σεναριακή σκιαγράφηση των ηρωίδων του, είναι αχνή και επιφανειακή, γεγονός που δεν επιτρέπει την απαιτούμενη εκκίνηση για μια εις βάθος πολιτισμική διερεύνηση. Ό,τι καλό προκύπτει στην συνάντηση της Μόνα με την Μέριλιν αποδίδεται σχεδόν αποκλειστικά στις ερμηνευτικές ικανότητες των δύο ηθοποιών, οι οποίες λικνίζονται, θυμώνουν, αστράφτουν, εμπιστεύονται, ονειροπολούν και δυναμώνουν μπροστά σε μια κάμερα που αδυνατεί (και όχι άδικα) να στραφεί εκτός της παρουσίας τους. Οι στιγμές που τις εγκαταλείπει (φαινομενικά μόνο, μιας και η εκτός πεδίου ηγεμονία τους έχει εδραιωθεί από νωρίς) είναι για να χαρίσει στον θεατή τα υπέροχα γενικά πλάνα που τόσο ταιριάζουν σε ταινία δρόμου, αποπνέοντας το αίσθημα της ελευθερίας και της ασυγκράτητης αισιοδοξίας των ηρωίδων για ένα καλύτερο αύριο.

 

Το «Μια Γυναίκα Μόνο Ξέρει», ως τελευταία δουλειά του Μπουσαρέμπ, δεν αρθρώνεται με την κινηματογραφική γλώσσα που μας είχε μιλήσει σε προηγούμενες δουλειές του. Η ματιά του στις ηρωίδες του δεν γίνεται διεισδυτική, η προσέγγιση του road movie γίνεται με εντελώς συμβατικούς όρους και χωρίς να είναι ένα «κακό» φιλμ πάραυτα αφήνει την αίσθηση ότι έπρεπε να το έχει ψάξει περισσότερο, τόσο σε επίπεδο σεναρίου, όσο και σε σκηνοθετικό.

 

Σκηνοθεσία: Ρασίντ Μπουσαρέμπ

Σενάριο: Τζοέλ Τουμά, Μαριόν Ντουσό

Πρωταγωνιστούν: Σιένα Μίλερ, Γκολσιφτέ Φαραχανί

Διάρκεια: 90΄

Διανομή: Strada Films