Η τελευταία ταινία του Σόντερμπεργκ που δεν βρήκε ποτέ τον δρόμο προς τις κινηματογραφικές αίθουσες της Αμερικής, καθώς ήταν “too gay” για να βρει στουντιακή υποστήριξη, προβλήθηκε από το κανάλι του HBO.

Αυτός είναι και ο μοναδικός λόγος που δεν θα διαβάσουμε τα ονόματα των δύο πρωταγωνιστών του, Μάικλ Ντάγκλας και Ματ Ντέιμον, στην φετινή Οσκαρική λίστα καλύτερης ανδρικής ερμηνείας. Και αυτό είναι λυπηρό, καθώς το «Behind The Candelabra» θα το θυμόμαστε ακριβώς για τις ερμηνείες-σταθμούς στην καριέρα τόσο του Ντάγκλας όσο και του Ντέιμον.

Από τον τίτλο κιόλας καταλαβαίνει κανείς τις διαθέσεις του Σόντερμπεργκ, που δεν είναι άλλες από το να ρίξει φως στον άνθρωπο που έκανε το κηροπήγιο σήμα κατατεθέν του ονόματός του, του μοναδικά αστραφτερού Λιμπεράτσε. Βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του τελευταίου συντρόφου του Λιμπεράτσε, Σκοτ Θόρσον («Behind The Candelabra: My Life with Liberace»), ο Σόντερμπεργκ εστιάζει στην προσωπική ζωή της τελευταίας δεκαετίας του διάσημου πιανίστα, ο οποίος πέθανε από τον ιό του Aids το 1987.  

Ο Σκοτ Θόρσον (Ματ Ντέιμον) ήταν μόλις 18 χρονών όταν γνώρισε τον διάσημο και κατά σαράντα χρόνια μεγαλύτερό του, Λιμπεράτσε (Μάικλ Ντάγκλας). Είναι ενδιαφέρον ότι ο Σόντερμπεργκ επιλέγει να ανακαλύψει την περσόνα του Λι (όπως συνήθιζαν να τον αποκαλούν οι οικείοι του) μέσα από τα μάτια του συντρόφου του, για αυτό και η ταινία ξεκινάει με την σύσταση του νεαρού Σκοτ, ως φροντιστή σκύλων σε κινηματογραφικά πλατό. Ο Σκοτ θα γνωρίσει τον Λιμπεράτσε μαζί με τον θεατή, όταν επισκέπτεται παρέα με τον φίλο του το κέντρο όπου εμφανίζεται ο διάσημος πιανίστας. Υπό τους «boogie woogie» ρυθμικούς χτύπους των πλήκτρων αποκαλύπτεται ο πιο ακριβοπληρωμένος και ακριβοντυμένος entertainer της Αμερικής του ΄70. Το κοινό, κυρίως γυναίκες, δείχνει να προβληματίζει τον νεαρό Σκοτ όταν ρωτάει εάν το κοινό είναι γκέι. Η απάντηση που δίνεται από τον Μπομπ (Σκοτ Μπάκουλα) θέτει το πρώτο δομικό χαρακτηριστικό της προσωπικότητας του Λιμπεράτσε, «δεν ξέρουν ότι είναι γκέι».

Σε μια συντηρητική Αμερική, ο Λι πάλευε με νύχια και με δόντια για να αποκρύψει την ομοφυλοφιλία του, όχι μόνο για λόγους καριέρας αλλά και για την ανέτοιμη ακόμη κοινή γνώμη να αποδεχτεί τέτοιου είδους σεξουαλικούς προσδιορισμούς.

Το συγκλονιστικό που βρίσκει κανείς στο biopic του Σόντερμπεργκ, δεν είναι ούτε η σκηνογραφία, ούτε η ενδυματολογία, ούτε καν ο ίδιος ο Λιμπεράτσε. Αυτό που σε δένει με την ταινία είναι η χημεία του ζευγαριού: οι αδυναμίες τους, τα κόμπλεξ τους, η σαρκοφάγα ανασφάλειά τους, ο κύκλος του έρωτα, της αγάπης και της συντριβής.

«Όλο δίνω, δίνω, δίνω… όλοι θέλουν κάτι από μένα», είναι η φράση παράπονο που επαναλαμβάνεται συχνά από τον Λιμπεράτσε και που ως έναν βαθμό είναι αλήθεια. Μέχρι να γυρίσεις το βλέμμα σου στον Σκοτ. Στον σύντροφό του, που μπορεί να θαμπώθηκε από την λάμψη, τον πλούτο και τον μύθο του Λιμπεράτσε, αλλά η απόλυτη υποταγή στις διαθέσεις του Λι τον μεταμορφώνει στην πιο τραγική φιγούρα του έργου. Μεταξύ φιλικής, συντροφικής και πατρικής αγάπης ο Σκοτ εξαφανίζεται σιγά σιγά και μεταμορφώνεται σε κάτι ερμαφρόδιτο: Κάνει πλαστικές, ώστε να φέρνει σε κάτι από Λιμπεράτσε. Ξεκινάει αμφίβολες φαρμακευτικές αγωγές, προκειμένου να χάσει κιλά και στο τέλος εθίζεται. Σειρά έχει το αλκοόλ με κόκα. Τα χρόνια περνούν, ο εθισμός τον έχει αλλοιώσει εξολοκλήρου και στο τέρμα της διαδρομής τον περιμένει ο εκτοπισμός. Ο Λιμπεράτσε κατάφερε μέσω του Σκότι να νιώσει ο Θεός Πατέρας που δίνει ζωή στο δημιούργημά του, για να έχει το ελεύθερο να το καταστρέψει κατά βούληση. Πνίγοντάς του τα προσωπικά του όνειρα και κλειδώνοντάς τον στο χρυσό κλουβί, ο Σκοτ έγινε μια κούκλα με αργόσυρτο μηχανισμό αυτοκαταστροφής.

Η σχέση των δύο αντρών βρίθει φροϋδικών συμπλεγμάτων. Ο Σκότ ήταν ορφανός και άλλαζε συνεχώς ανάδοχες οικογένειες. Από την άλλη, ο Λιμπεράτσε είχε μια μητέρα (εξαιρετική η Ντέμπι Ρέινολτς) δυνάστη, που η φιγούρα της τον καταπίεζε μέχρι τον θάνατό της. Τα συναισθηματικά κενά, η έλλειψη οικογενειακής στοργής και αγάπης, το βίωμα της απόρριψης και ο φόβος της μοναξιάς είναι υπέρ-αρκετά, ώστε να ρίξουν και τους δύο άντρες σε μια δίνη, που το ερωτικό στοιχείο δεν αρκεί για να τους ολοκληρώσει ως προσωπικότητες. Και η αντίθεση που δημιουργείται από τα φανταχτερά, καταφορτωμένα με κρύσταλλα κουστούμια τους, όταν τα κορμιά που τα φορούν είναι γεμάτα τρύπες είναι σπαραχτική. Τόσο για τον Λιμπεράτσε όσο και για τον Σκοτ.

Ο Μάικλ Ντάγκλας, ως άλλος Σον Πεν στο «Milk», ενσαρκώνει τον ομοφυλόφιλο Λιμπεράτσε υποδειγματικά. Η εύθραυστη φωνή, το στήσιμο του κορμιού του, ο τρόπος που κοιτάζει γύρω του είναι μοναδικά. Ένας ηθοποιός που έχει συνδεθεί με ρόλους απόλυτου αρσενικού (ως Γκόρντον Γκέκο στο “Wall Street” ή ως ντεντέκτιβ Κάραν στο «Βασικό Ένστικτο») κάνει την ανατροπή και μεταμορφώνεται στον ομοφυλόφιλο πιανίστα. Ο Ντέιμον είναι όμως αυτός που με λιγότερα όπλα, καθότι δεν τον σκεπάζουν ούτε γούνες, ούτε ο ίδιος ο μύθος του Λιμπεράτσε, αλλά ως ο σύντροφος πίσω από την σκιά του πιανίστα, κλέβει τελικά την παράσταση. Σκηνοθετικά, ο Σόντερμπεργκ επιλέγει μια ακαδημαϊκή κινηματογράφηση, αφήνοντας στους δύο πρωταγωνιστές του το πεδίο να μετατρέψουν τον γεμάτο γκλίτερ κόσμο τους σε δύο τραγικές προσωπικές ιστορίες. Το επιπλέον που ζητάει κανείς από την ταινία είναι μια ευρύτερη προσέγγιση της εποχής, όπου η ομοφυλοφιλία βρισκόταν ακόμα στα διαγνωστικά εγχειρίδια ψυχιατρικής, όπου η λάμψη μπορούσε να καλύψει αλήθειες καθώς και ότι ο πουριτανισμός της εποχής επέβαλλε την διπλή ζωή και έφτανε μέχρι την απόκρυψη των πραγματικών αιτιών θανάτου, καθότι το AIDS ήταν αρκετό ώστε να σε κυνηγάει ο κοινωνικός στιγματισμός μέχρι και στον τάφο.

Σκηνοθεσία: Στίβεν Σόντερμπεργκ
Σενάριο: Ρίτσαρντ ΛαΓκραβενέζε (βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του Σκοτ Θόρσον)
Πρωταγωνιστούν: Μάικλ Ντάγκλας, Ματ Ντέιμον, Ντέμπι Ρέινολτς, Σκοτ Μπάκουλα
Διάρκεια: 118΄
Διανομή: Hollywood Entertainment