Η New Star παρουσιάζει από 19 Φεβρουαρίου 2015 στους κινηματογράφους σε επανέκδοση ένα από τα κορυφαία έργα του ποιητικού ρεαλισμού στον σοβιετικό κινηματογράφο του ΄30, το αριστούργημα του Μαρκ Ντονσκόι, Tα παιδικά χρόνια του Μαξίμ Γκόρκι”, βασισμένο στην αυτοβιογραφία του Μαξίμ Γκόρκι.

«Την “ηθική των αφεντικών” την αντιπάθησα όσο και την “ηθική των δούλων”. Μια τρίτη ηθική έβλεπα να διαμορφώνεται μέσα μου: Δίνε το χέρι σου σε όποιον σηκώνεται».” 

 “Τώρα, καθώς θυμούμαι το παρελθόν, έχω μια δυσκολία να πιστέψω οτι ήταν στ’αλήθεια έτσι…Αλλά η αλήθεια είναι πέρα από οποιαδήποτε συμπόνια…”.

“Στη ζωή… να φτιάξουμε κάθε τί καλό και ανθρώπινο, μέρος της καρδιάς και της ψυχής μας.” 

Μαξίμ Γκόρκι


Ο σκηνοθέτης Μαρκ Ντονσκόι «γράφει με την κάμερα» και γίνεται ο μυθιστοριογράφος του Γκόρκι.

Η τέχνη του Ντονσκόι είναι δημιουργία βασιζόμενη στην εμπιστοσύνη στον άνθρωπο. «Εμείς – γράφει ο σκηνοθέτης – μπορούμε να αγαπάμε, γιατί πιστεύουμε πως κάθε ανθρώπινο ον έχει στην ψυχή του μεγάλη καλοσύνη… το μόνο που χρειάζεται είναι να μπορείς να την ανοίξεις».

Τα παιδικά χρόνια του Μαξίμ Γκόρκι

Ο Αλεξέι Πέτσκωφ, μετέπειτα Μαξίμ Γκόρκι, μένει ορφανός από πατέρα και ζει πλέον στο σπίτι του παππού του. Εκεί παρακολουθεί τους συνεχείς καυγάδες των θείων του για τα κληρονομικά ενώ ο παππούς του δεν χάνει την ευκαιρία να τον ξυλοφορτώνει τακτικά ελπίζοντας έτσι να τιθασεύσει τον πεισματάρικο χαρακτήρα του. ‘Όταν το οικογενειακό τους εργαστήρι καίγεται αναγκάζονται να μετακομίσουν. Τότε αρχίζει μια περίοδος οικονομικής παρακμής που οδηγεί στην πτώχευση. Σ’ αυτή την περιπέτεια ο μικρός Αλέξης έχει για παρηγοριά την αγαπημένη του γιαγιά.

 

Σύνοψη

Πρώτο μέρος μιας τριλογίας πάνω στα παιδικά και νεανικά χρόνια του Μαξίμ Γκόρκι, που μαζί με την Τριλογία του Μαξίμ των Κόζιντσεφ και Τράουμπεργκ, αποτελεί την κορυφαία έκφραση του ποιητικού ρεαλισμού στο σοβιετικό κινηματογράφο του ’30. Ο Μάρκ Ντονσκόι, ο βάρδος της επαρχιακής Ρωσίας, δεν ενδιαφέρεται για μια μνημειακή βιογραφία του μεγάλου συγγραφέα( που πέθανε ένα χρόνο πριν την ολοκλήρωση του πρώτου μέρους). Μακριά από το ρητορικό και δημαγωγικό ύφος των περισσότερων ταινιών του σοσιαλιστικού ρεαλισμού και χωρίς τις γνωστές πολιτικολογίες που ενοχλούν τον σημερινό θεατή. Η Τριλογία του Μαξίμ Γκόρκι είναι μια πιστή αναπαράσταση της ζωής του λαού στην επαρχία της Τσαρικής Ρωσίας του 19ου αιώνα: οι σκονισμένοι και λασπωμένοι δρόμοι, τα καπηλειά, οι οικοτεχνίες όπου οι εργάτες δουλεύουν σαν ζώα, οι αλήτες του λιμανιού, οι λαϊκές γιορτές και αγορές, οι μεθυσμένοι που δέρνουν δημόσια τις γυναίκες τους, οι πεισματάρηδες γέροι, οι γριές με τις δοξασίες τους, οι σπιούνοι του τσάρου, οι αμφισβητίες-φοιτητές, οι πολιτικοί εξόριστοι, με λίγα λόγια η μεγαλοσύνη αλλά και η σκληρότητα του Ρώσου, η μιζέρια και γενναιοδωρία του, το πείσμα και η δειλία του, ο σκοταδισμός και η δίψα του για γνώση.

Ο Ντονσκόι τρέφει έναν απέραντο θαυμασμό για τον απλό άνθρωπο και την κάθε είδους εκδήλωση(θετική ή αρνητική) που ξεκινά απ’ αυτόν, η οποία ορισμένες στιγμές αγγίζει τα όρια της μυστικιστικής λατρείας. Ωστόσο δύσκολα θα μπορούσαμε να τον κατηγορήσουμε για νατουραλιστή( όπως ο Ζολά). Μέσα από τις εικόνες του οπερατέρ Πιότρ Ερμόλιωφ ζωντανεύει με εκπληκτική γλαφυρότητα η ψυχολογία και νοοτροπία ενός λαού, αλλά και ο κοινωνικός χώρος, το περιβάλλον που προσδιορίζουν αυτή τη συγκεκριμένη συμπεριφορά του. Πρόκειται για το σκληρό «Πανεπιστήμιο της ζωής» που θα διαμορφώσει το χαρακτήρα και την προσωπικότητα του Μαξίμ Γκόρκι και θα του δώσει τα πρώτα ερεθίσματα για να αρχίσει να γράφει.

Στο πρώτο μέρος της τριλογίας παρακολουθούμε τα παιδικά χρόνια του Αλέξη Πέτσκωφ του μετέπειτα Μαξίμ Γκόρκι, που ορφανός από πατέρα πηγαίνει να μείνει στο σπίτι του παππού του, Εκεί παρακολουθεί συνεχείς καυγάδες των θείων του για κληρονομικά θέματα, ενώ ο παππούς του τον ξυλοδέρνει συχνά για να τιθασεύσει τον πεισματάρικο χαρακτήρα του. Όταν το εργαστήρι τους καίγεται αναγκάζονται να μετακομίσουν. Αρχίζει μια περίοδος οικονομικής παρακμής που οδηγεί στην πτώχευση. Ευτυχώς ο μικρός Αλέξης έχει σαν παρηγοριά την καλόκαρδη γιαγιά του, που ερμηνεύει η διάσημη ηθοποιός του μοσχοβίτικου θεάτρου Βαρβάρα Μασσαλιτίνοβα, εκφράζοντας απόλυτα το γυναικείο ιδεώδες του Ντοσνκόι για την απλή, μα στιβαρή μητέρα-φύση.

Ένα περίτεχνο πορτρέτο της αγωνιστικής τάξης των εργατών .

Αν και το φιλμ αγνοείται από βασικά βιβλία, Τα παιδικά χρόνια του Μαξίμ Γκόρκι, είναι ευρέως γνωστό ως κλασσικό ρωσικό βιβλίο και του αξίζει κάθε έπαινος που του έχει αποδοθεί. Σε αντίθεση με τον επιθετικό φορμαλισμό για τον οποίο ο Αϊζενστάιν είναι διάσημος, αυτή η από καρδιάς παρουσίαση της Παλαιάς Ρωσίας, είναι σοφά αυθόρμητη παρόλο που ο ιδεαλισμός της Νέας Ρωσίας παρακινεί φανερά μια μετεπαναστατική ελπίδα για μια νέα κοινωνική τάξη. Ο σκηνοθέτης του φιλμ, Μαρκ Ντονσκόι, αποδέχτηκε χωρίς δισταγμό την Ρωσία των αυθεντειών του είδους, Γκογκόλ, Ντοστογιέφσκι, Τολστόι και Τσέχωφ . Ωστόσο, κάτι που δεν ταιριάζει στον Ντοστογιέφσκι, ο οποίος στους Δαιμονισμένους  κατηγορεί τη Νέα Ρωσία με χιουμοριστική ειρωνεία, ο Ντονσκόι περιγράφει, μέσω της αυταρχικής ιστορίας του Γκόρκι, την διαδρομή προς την επανάσταση σαν μια επίμονη επιθυμία για μια φωτισμένη ανθρώπινη συνείδηση. Παρά την επικρατούσα κατάσταση σήμερα, το φιλμ για τον Αλεξέι(εκπρόσωπο του Γκόρκι) συμβολίζει αυτούς που συνωμοτούν για να ανατρέψουν τον καταπιεστικό και απεγνωσμένα ξεπερασμένο τσαρισμό.

Το εξαίρετο νόημα αυτού του φιλμ δεν βρίσκεται στον επαναστατικό ιδεαλισμό αλλά ούτε στην επιδεικτική φόρμουλα που είναι γνωστή ως σοσιαλιστικός ρεαλισμός. Βρίσκεται σε μια θαυμάσια αίσθηση για ανθρώπινη αλήθεια, καλή ή κακή, αξιοθαύμαστη ή  αποκρουστική. Ένα περίτεχνο πορτρέτο της αγωνιστικής τάξης των εργατών, το οποίο εκτίθεται μέσα από απειλητικές σκιές και ελαφρούς υπαινιγμούς. 

Parker Tyler

Classics of the Foreign Film, Citadel Press 1962.


Έτος: 1938

Ασπρόμαυρο

Διάρκεια: 98’

Σενάριο : Μαρκ Ντονσκόι, Μαξιμ Γκόρκυ, Ιλια Γκρούζντεφ

Φωτογραφία: Πιότρ Γιερμολόβ

Μουσική: Λεφ Σβαρτς

Ερμηνεία: Αλεξέι Λιάρσκι, Βαρβάρα Μασαλιτίνοβα, Μικαήλ Τρογιανόφσκι

ΝΤΟΝΣΚΟΙ, ΜΑΡΚΣΕΜΙΟΝΟΒΙΤΣ

(Mark Semionovic Donskoy)

Σοβιετικός σκηνοθέτης και σεναριογράφος Μαρκ Ντονσκόι γεννήθηκε στις 21 Φεβρουαρίου στην Οδησσό και αρχικά σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Συμφερούπολης. «Ως παιδί είχα δύο πάθη : τον αθλητισμό και το θέατρο ,αναφέρει ο σκηνοθέτης. Στο υπόγειο , όπου ζούσε , ο φίλος μου ( ο πατέρας του ήταν τσαγκάρης ) , οργανώναμε κάθε Κυριακή παραστάσεις.» Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, ο Ντονσκόι υπηρέτησε στον Κόκκινο Στρατό και βρέθηκε δέκα μήνες σε αιχμαλωσία. «Οι δέκα αυτοί μήνες ήταν ίσοι με δέκα χρόνια», – έγραψε πολλά χρόνια αργότερα , ο Ντονσκόι. Το ταξίδι του στον κινηματογράφο άρχισε με το σενάριο «Το τελευταίο προπύργιο» – από την ιστορία της παρανομίας της Κριμαίας. Ο Μαρκ έφερε το σενάριο του στη Μόσχα, το οποίο και αξιοποιήθηκε αμέσως. Σκηνοθέτης της ταινίας θα ήταν ο Βσεβολόντ Μεγιερχολντ


Ο Ντονσκόι εργάστηκε για έξι χρόνια σε στούντιο του Λένινγκραντ – στην αρχή ως βοηθός σκηνοθέτη και βοηθός μοντάζ και αργότερα άρχισε να σκηνοθετεί ο ίδιος. Την παγκόσμια αναγνώριση του Ντονσκόι έφερε ητριλογία του «Τα παιδικά χρόνια του Μαξίμ Γκόρκι», που αποτελούσε την αυτοβιογραφική παραγωγή του ίδιου του συγγραφέα «Παιδική ηλικία» (1940). «Στα ξένα χέρια» (1939) και «Τα πανεπιστήμιά μου»(1940). Όπως έγραψε ένας από τους κριτικούς «κάνοντας τα έργα για τον Γκόρκι, ο σκηνοθέτης έμαθε την τέχνη της διείσδυσης στο βάθος του ανθρώπινου χαρακτήρα, τις αρχές τις τέχνης και την αλήθεια της ζωής». Την ποίηση για την αδικημένη ζωή, την μεταπήδηση από την περιγραφή της καθημερινότητας της ζωής στα ύψη της ρομαντικής αντίληψης της πραγματικότητας. Η εσωτερικότητα του μοντάζ, το βάθος της σκηνής εμφανίζονται στον Ντονσκόι ταυτόχρονα με τον Ρενουάρ μέχρι τον Ουέλς. Ο σκηνοθέτης «γράφει με την κάμερα» και γίνεται ο μυθιστοριογράφος του Γκόρκι. Η τέχνη του Ντονσκόι είναι δημιουργία βασιζόμενη στην εμπιστοσύνη στον άνθρωπο. «Εμείς – γράφει ο σκηνοθέτης – μπορούμε να αγαπάμε, γιατί είμαστε πιστεύουμε πως κάθε ανθρώπινο ον έχει στην ψυχή του μεγάλη καλοσύνη… το μόνο που χρειάζεται είναι να μπορείς να την ανοίξεις».


Στη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου σκηνοθετεί τέσσερις ταινίες: «Πως δενόταν το ατσάλι»(1942, του Οστρόβσκι), τη νουβέλα «Μαγιάκ» μαχητικό κινηματογραφικό ημερολόγιο (1942) «Ουράνιο τόξο» (1944 βασισμένο στο μυθιστόρημα του Βασιλέφσκι – βραβείο Εθνικού Συμβουλίου Κριτικών Κινηματογράφου ΗΠΑ 1946) και «Οι αδούλωτοι» (1945, βασισμένο στο μυθιστόρημα του Γορμπάτοβ, βραβείο Φεστιβάλ Βενετίας 1946). Η ταινία «Ουράνιο τόξο» θα αποτελέσει μια από τις κορυφές στιγμές δημιουργικότητας του Ντονσκόι. Ηρωική φιγούρα μιας απλής Ουκρανής γυναίκας – παρτιζάνας, καθώς και οι εκφραστικές φιγούρες των συγχωριανών της, προσέδωσαν ένα επικό εύρος αναπνοής στο φιλμ με χαρακτηριστικά λαϊκής τραγωδίας.


Για τη δημιουργία των σκηνών, ο Ντονσκόι χρησιμοποίησε τα προσωπικά του βιώματα, από την απελευθέρωση από τους Γερμανούς στα περίχωρα της Μόσχας και μιλώντας με τον κόσμο που ήταν υπό πολιορκία.

Ο Ντονσκόι είναι ένας ποιητικός καλλιτέχνης. Η σκληρή πραγματικότητα που περιγράφεται στο «Ουράνιο Τόξο» δεν τον εμπόδισαν να διατηρεί την υψηλή εκτίμηση που είχε για τον άνθρωπο.

Κοιτάζοντας το φιλμ ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ρούζβελτ έστειλε στο όνομα του σκηνοθέτη τηλεγράφημα, όπου του έγραφε: «Καταλάβαμε την ταινία και χωρίς μετάφραση… Θα τη δείξουμε στον αμερικάνικο λαό με το μεγαλείο που της αρμόζει…».


Το 1947, ο Ντονσκόι δημιούργησε την ποιητική ταινία «Τη δασκάλα του χωριού» με την Βέρα Μαρετσκα στον κεντρικό ρόλο. Ο Ντονσκόϊ έγραφε «Με την ταινία αυτή ήθελα να μιλήσω για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, για την ομορφιά της ζωής και ότι η λέξη «ζωή» σημαίνει αγαπώ τη ζωή «ζωή σημαίνει εργάζομαι για την ευτυχία των άλλων».


Ακολουθεί η ταινία «Ο Αλιτέτ πάει στα βουνά» (1950 βασισμένο στο μυθιστόρημα του Σεμιούσκιν), στην οποία αναδεικνύεται το ταλέντο του οπερατέρ Σεργκέι Ουρουσέβσκι.

Το αμέσως επόμενο διάστημα ο Ντονσκόι καταπιάνεται πάλι με τα έργα του Γκόρκι. Για πολλά χρόνια ονειρευόταν να κάνει μια ταινία βασισμένη στο μυθιστόρημα του η «Μάνα».

Όταν γυριζόντουσαν οι τελευταίες σκηνές της ταινίας ο σκηνοθέτης πήρε μια επιστολή από το Λονδίνο, όπου τον ενημέρωναν ότι στο φεστιβάλ κινηματογράφου του Εδιμβούργου, η τριλογία για τον Μαξίμ Γκόρκι πήρε βραβείο «Ρίτσαρντ Ούινινγκον». Το 1956 η Ουνέσκο διένειμε κατάλογο με τους 28 καλύτερους σκηνοθέτες, όπου ο Μαρκ Ντονσκόι φιγουράρει κοντά στους ιδρυτές του σοβιετικού κινηματογράφου Αϊζενστάιν, Πουντόβνικ και Ντοβζένκο.

Ο Φιλιπ Οντίκε έγραφε για τον Ντονσκόι: «Μικρόσωμος, ευκίνητος, νευρικός, ο Μαρκ Ντονσκόι κοκκινίζει και γελάει, απαγγέλει και διαμαρτύρεται, κουνάει απειλητικά το δάχτυλο, και μετά ξαφνικά κλείνεται σε μια περίεργη σιωπή, σε βαθιά μελαγχολική σιωπή. Και μετά και πάλι ανεβάζει τον τόνο της φωνής του τονίζοντας δραματικά τις λέξεις, μιλάει για τη Χιροσίμα, για την ατομική βόμβα, για το τέλος του κόσμου, και καταλήγει με λεπτές χειρονομίες να περιγράφει προσωπικές ιστορίες.» Ο Μαρκ Ντονσκόι είναι ολόκληρος μια παράσταση , μα και ο ίδιος το πιστεύει… «εγώ λέει είμαι μια μεγάλη ορχήστρα , όπου παίζουν ήπια βιολιά άλλα και σκληρά κοντραμπάσα». Με τη σύζυγό του Ιρίνα, επίσης σεναριογράφο, ο Ντονσκόι γράφει σενάρια βασιζόμενα στις ιστορίες που έλεγε ο Κουτσιουμπίνσκι. Έτσι γεννήθηκε η ταινία «Με ακριβή τιμή», η οποία αργότερα μετονομάστηκε στη Γαλλία «Το άλογο που κλαίει». Εκεί υπάρχει μια σκηνή όπου ένα άσχημο αδύνατο, αλλά στο παρελθόν πανέμορφο άσπρο άλογο κλαίει σαν άνθρωπος επειδή το πρόσβαλε χτυπώντας το ο αφέντης του.


Για αρκετά χρόνια ο Ντονσκόι δούλευε την ιδέα της ταινίας όπου έπρεπε να ακουστούν τα λόγια του Ιούλιου Φουτζικ «Τα παιδιά είναι ο καθρέφτης της κοινωνίας». Η ταινία «Γεια σας παιδιά» (1962), είναι μια αλληγορία. Όλοι οι άνθρωποι είναι τα παιδιά της γης, όλοι απειλούνται με την καταστροφή από την ατομική βόμβα. Το φιλμ τιμήθηκε με το «βραβείο Ειρήνης». Ο Ντονσκόι παρουσίασε την ταινία «Γεια σας παιδιά» στην Ιαπωνία. Στη Χιροσίμα επισκέφτηκε το νοσοκομείο όπου βρισκόντουσαν τραυματίες από την ατομική βόμβα. «Ήμουν σοκαρισμένος από το θέαμα – έγραφε – αυτών των ανθρώπων και σαν καλλιτέχνης και σαν άνθρωπος καταδίκασα το γεγονός και έδωσα το λόγο της τιμής μου ότι ποτέ δεν θα πάψω να αγωνίζομαι ενάντια στην απειλή ενός πυρηνικού πολέμου».


Το 1960, ο Ντονσκόι, ασχολείται με το μυθιστόρημα «Η καρδιά της μάνας» (1967) και την «Η πίστη της Μάνας» (1967) που το αφιέρωσε στη μητέρα του Λένιν Μαρία Αλεξάντροβνά Ουλιάνοβα.


Ως επιγραφή χρησιμοποίησε τα λόγια του Γκόρκι «Δόξα στη γυναίκα – μητέρα, η αγάπη της οποίας δεν έχει φραγμούς. Οι άνθρωποι είναι πάντα παιδιά για τη μητέρα τους… Χωρίς τη μητέρα δεν υπάρχει ούτε ποίηση, ούτε ήρωας».


Το 1974 θα κλείσει την τριλογία για τις γυναίκες που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη ζωή του Ι.Β. Λένιν με την ταινία «Νάντια Κρούπσκαγια».

Ο σκηνοθέτης σε όλη του τη ζωή ασχολήθηκε με μεγάλη ευλάβεια με το έργο του Γκόρκι. Η τελευταία του ταινία «Η οικογένεια Ορλοβ» (1978) ήταν μια σύντομη αφήγηση του συγγραφέα. Στις 6 Μάρτη 1981 ο Ντονσκόι έκλεινε τα 80 του χρόνια, ενώ σε δύο εβδομάδες μετά τα γενέθλιά του, στις 21 Μάρτη πέθανε.

Μαξίμ Γκόρκι- Βιογραφία

Γκόρκι Μαξίμ . Φιλολογικό ψευδώνυμο του κορυφαίου Ρώσου θεατρικού συγγραφέα Αλεξέι Μαξίμοβιτς Πεσκόφ (Νίζνι Νοβγκορόντ 1868 – Μόσχα 1936). Σε ηλικία 10 χρόνων ορφάνεψε και για να ζήσει δούλεψε στους δρόμους. Ήταν αυτοδίδακτος, αλλά το 1884 προσπάθησε να φοιτήσει στο πανεπιστήμιο του Καζάν και εκεί αναμειγνύεται και με το λαϊκό κίνημα. Το 1892 καθιερώθηκε στο συγγραφικό χώρο με το διήγημα “Μακάρ Τσούντρα” και απέκτησε παγκόσμια φήμη με τα μυθιστορήματα “Φόμα Γκορντέγιεφ” και “Οι μικροαστοί”. Γνωρίζεται με τους οπαδούς του Λένιν στη Μόσχα και μεγάλο μέρος από τα έσοδά του τα έδινε στο κόμμα. Το 1905 μετά τη σφαγή της “Ματωμένης Κυριακής” φυλακίζεται και όταν αποφυλακίζεται το 1906 φεύγει στο Βερολίνο. Εκεί γνωρίζεται με τον Λένιν και τον Τρότσκι. Γύρισε στη Ρωσία το 1913 με τη γενική αμνηστία, αλλά την εγκαταλείπει αργότερα, γιατί η ζωή του κινδύνευε από αντιπάλους του. Επέστρεψε το 1932 με προτροπή και προσπάθειες του Στάλιν και εκλέχτηκε πρόεδρος της Ένωσης Λογοτεχνών. Αλλά με την επανέκδοση των έργων του “Οι Ζίκοφ” και “Οι τελευταίοι” η θέση του άρχισε να κλονίζεται. Πέθανε το 1936 στις προετοιμασίες των μεγάλων εκκαθαρίσεων και τα αίτια του θανάτου του δεν ξεκαθαρίστηκαν. Επίσης ανεξήγητα μέσα στον ίδιο χρόνο πέθαναν και όσοι παραβρέθηκαν στην κηδεία του. Το έργο του “Μάνα” θεωρείται αριστούργημα της ρωσικής λογοτεχνίας.

Το πρώτο μέρος της τριλογίας πάνω στα παιδικά χρόνια του Μαξίμ Γκόρκι. Τα επόμενα δύο μέρη: «Στα ξένα χέρια» και «Τα πανεπιστήμιά μου» θα προβληθούν προσεχώς από τη New Star.

Μαρκ  Σεμιγιόνοβιτς Ντονσκόι – Φιλμογραφία

1.

Το ζευγάρι Ορλώφ,Suprugi Orlovy

1978

2.

Ναντιέζντα Κρούπσκαγια,Nadezhda

1974

3.

Τσαλιάπιν,Shalyapin

1969

4.

Η πίστη της μάνας, Vernost materi

1968

5.

Η καρδιά της μάνας,Serdtse materi

1966

6.

Γειά σας παιδιά,Zdravstvuyte, deti”

1962

7.

Θωμάς Γκορντέγιεφ,Foma Gordeev

1959

8.

Ακριβή τιμή,Dorogoy tsenoy

1957

9.

Η Μάνα,Mat

1956

10.

Οι πρωταθλητές μας,Nashi chempiony

1953

11.

Ο Αλιτέτ πάει στα βουνά, Alitet ukhodit v gory

1949

12.

Η δασκάλα του χωριού,Selskaya uchitelnitsa

1947

13.

Οι αδάμαστοι,Nepokoryonnye

1945

14.

Το ουράνιο τόξο,Raduga

1944

15.

Έτσι δέθηκε τ’ατσάλι,Kak zakalyalas stal

1942

16.

Το ημερολόγιο ενός Ναζί,Boyevoy kinosbornik 9

1942

17.

Οι ρομαντικοί,Romantiki

1941

18.

Τα πανεπιστήμιά μου,Moi universitety

1940

19.

Στα ξένα χέρια,  “V lyudyakh

1939

20.

Η παιδική ηλικία του Μαξίμ Γκόρκι, Detstvo Gorkogo

1938

21.

Το τραγούδι της ευτυχίας,Pesnya o shchastye

1935

22.

Η φωτιά,Ogon

1931

23.

Η άλλη όχθη,Chuzhoy bereg

1930

24.

Ο δανδής,Pizhon

1930

25.

Η τιμή ενός ανθρώπου,Tsena cheloveka

1929

26.

Στη μεγάλη πόλη, V bolshom gorode

1928

27.

Ζωή,Zhizn

1927