«Τα ερείπια είναι πάντα θλιμμένα», η ταινία- αποκάλυψη του Τζέρεμι Σολνιέ, που κέρδισε το Βραβείο των Κριτικών, στο 15νθήμερο Σκηνοθετών στις Κάννες, έρχεται στους κινηματογράφους 6 Νοεμβρίου 2014, από τη Weird Wave.

Μια κλασική αμερικάνικη ιστορία εκδίκησης με τολμηρή βία, κατάμαυρο χιούμορ κι έναν συναρπαστικό, loser ήρωα που δεν μπορεί παρά να σε παρασύρει στο ιλιγγιώδες ταξίδι του προς την καταστροφή. Η δεύτερη ταινία (μετά το “Murder Party”) του 30χρονου σκηνοθέτη Τζέρεμι Σολνιέ,  «Τα ερείπια είναι πάντα θλιμμένα» είναι ένα ανατρεπτικό και ευρηματικό θρίλερ που θα συζητηθεί.

Η υπόθεση

Ο Ντουάιτ Έβανς είναι ένας μυστηριώδης άστεγος: ζει μαζεύοντας κονσερβοκούτια απ’ όπου βρει, ανοίγοντας σπίτια για να κάνει μπάνιο, αναζητώντας τροφή στα σκουπίδια. Το αυτοκίνητο του, μια μπλε Πόντιακ, είναι το σπίτι του, ένα σκουριασμένο σιδερένιο κουτί γεμάτο τρύπες από σφαίρες. Όταν ο Ντουάιτ βρει μπροστά του την αστυνομία δεν θα εκπλαγεί – μόνο που οι αρχές δεν τον αναζητούν για τις παρανομίες του, αλλά για να τον ενημερώσουν ότι ο άνθρωπος που πριν είκοσι χρόνια δολοφόνησε τους γονείς του αποφυλακίστηκε. Πανικόβλητος, ο Ντουάιτ ξεκινά ένα οδοιπορικό εκδίκησης, μόνο που αποδεικνύεται ανίκανος να το φέρει σε πέρας.

Λίγα λόγια για την παραγωγή

Τα γυρίσματα του «Τα ερείπια είναι πάντα θλιμμένα» ήταν μια οικογενειακή υπόθεση, αφού η υποστήριξη φίλων και συγγενών ήταν οι κύριοι πόροι χρηματοδότησης της ταινίας. Για τον σκηνοθέτη και σεναριογράφο Τζέρεμι Σολνιέ αυτή η βοήθεια ήταν καθοριστική για τη μοίρα της ταινίας: κάποια γυρίσματα  έγιναν στο πατρικό του στη Βιρτζίνια, δανείστηκε την σαραβαλιασμένη Πόντιακ των γονιών του, που αποτελεί βασικό χαρακτήρα της ταινίας, για γυρίσματα 30 ημερών σε τέσσερις πολιτείες, και απευθύνθηκε στον Μέικον Μπλερ, τον καλύτερο του φίλο για περισσότερα από 25 χρόνια, για να υποδυθεί τον κεντρικό ήρωα, Ντουάιτ Έβανς.

Ο Σολνιέ ήθελε να φτιάξει ένα θρίλερ εκδίκησης που να συνδυάζει δραματικό ρεαλισμό και διαδικαστική λεπτομέρεια. «Αρχικά ήθελε να εστιάσει στα μικρά καθημερινά βήματα που κρατούν ζωντανό τον Ντουάιτ,» λέει ο Μπλερ. «Το ψάρεμα, η συλλογή κονσερβοκουτιών, η αναζήτηση φαγητού – όλα αυτά τα κοινότυπα που δίνουν πληροφορίες στον θεατή και αφαιρούν σταδιακά το μυστήριο από τον χαρακτήρα μέχρι που τα κίνητρα του γίνονται πιο ξεκάθαρα.»

Ο Μπλερ περιγράφει τον κεντρικό ήρωα Ντουάιτ Έβανς σαν ένα άστεγο που είναι τόσο τραυματισμένος από ένα γεγονός που συνέβη στο παρελθόν, ώστε εγκαταλείπει την κοινωνία και ζει μια μοναχική ζωή ψάχνοντας για φαγητό στα σκουπίδια στις ακτές του ανατολικού Ντέλαγουεαρ. Η ταινία ξεκινά σε απόλυτη ησυχία δείχνοντας έναν καταβεβλημένο Ντουάιτ που αγωνίζεται να τα βγάλει πέρα στην καθημερινή του ζωή. Όσο όμως η ταινία προχωράει και αποκαλύπτονται περισσότερες πληροφορίες για το παρελθόν του ήρωα, το «Τα ερείπια είναι πάντα θλιμμένα» αλλάζει πορεία και ανεβάζει την ένταση, και στο τελευταίο μέρος αποκτά χαρακτηριστικά θρίλερ αλλά και οικογενειακού μελοδράματος.

Η ταινία προέκυψε από μια συνεργασία ανάμεσα σε δύο παιδικούς φίλους από την Βιρτζίνια, τον Σολνιέ και τον Μπλερ, που έκαναν μαζί ταινίες από την έκτη δημοτικού με μια δανεική VHS κάμερα. Για το «Τα ερείπια είναι πάντα θλιμμένα» ο Σολνιέ είχε δύο βασικούς στόχους: πρώτον, να προβάλλει την ικανότητα του ως σκηνοθέτης και δεύτερον, να προβάλλει την επιδεξιότητα του Μπλερ ως ηθοποιού. «Επίσης χρειαζόμασταν μια δουλειά,» παραδέχεται. «Σχεδίασα ολόκληρη την ταινία γύρω από τον Μπλερ και βασίστηκα στην συγκρατημένη και συναισθηματική ερμηνεία του, αλλά και στην «άφθαρτη» φύση του – πέρναγε μέσα από τζάμια, πηδούσε από παράθυρα, έπινε αίμα και άντεξε ένα αρκετά εξουθενωτικό γύρισμα.»

Για να προετοιμαστούν για τον ρόλο, ο Μπλερ  και ο Σολνιέ συζήτησαν εκτενώς τον χαρακτήρα για περισσότερο από ένα χρόνο, ενώ ο Μπλερ άφησε τα γένια του να μεγαλώσουν για να φαίνεται πιο ατημέλητος στην αρχή της ταινίας. Ο σκηνοθέτης περιγράφει τον Ντουάιτ σαν έναν «καλόκαρδο δολοφόνο που ωθείται σε μια βίαιη κατάσταση και έρχεται αντιμέτωπος με την ίδια του την ανικανότητα…. Βλέπουμε τον Ντουάιτ να χάνεται στην απόγνωση,» εξηγεί ο Σολνιέ. «Στη διαδρομή, κατά κάποιο τρόπο, τον ερωτευόμαστε.»

Ο πρωτότυπος τίτλος «BLUE RUIN» αποτελεί άμεση αναφορά στα μοτίβα της ταινίας (τον Ατλαντικό Ωκεανό, το σκουριασμένο μπλε αυτοκίνητο του Ντουάιτ και το μπλε αντιανεμικό μπουφάν του), αλλά και μια αντανάκλαση του συναισθηματικού κόσμου του ήρωα.

Στον αντίποδα της περιθωριοποιημένης ύπαρξης του Ντουάιτ βρίσκεται η οικογένεια των Κλίλαντ. Οργανωμένοι, δεμένοι μεταξύ τους, εύποροι, οπλισμένοι και πολύ επικίνδυνοι, οι Κλίλαντ είναι από τους πιο τρομακτικούς κακούς που έχουμε δει ποτέ στην οθόνη – γιατί είναι τόσο συνηθισμένοι. Ενώ τους Κλίλαντ αρχικά τους βλέπουμε μέσα από την υποκειμενική ματιά του οργισμένου Ντουάιτ, στο τέλος της ταινίας εμφανίζονται τόσο ανθρώπινοι όσο και ο πρωταγωνιστής. «Έχουν κάποια κακία μέσα τους,» εξηγεί ο Σολνιέ. «Αλλά μοιράζονται το ίδιο τραύμα που πυροδοτεί την αναζήτηση του Ντουάιτ. Είναι κάτι πολύ περισσότερο από απλοί ανταγωνιστές.»

Όπως σε όλες τις ταινίες του είδους από το «Τα ερείπια είναι πάντα θλιμμένα» δε λείπει η αιματοχυσία. Αλλά ο Σολνιέ προσπάθησε να κάνει κάτι διαφορετικό, να χρησιμοποιήσει βία σποραδικά και με όσο μεγαλύτερη αυθεντικότητα ήταν δυνατό. Ο Σολνιέ, αν και ήθελε να αναγνωριστεί το γεγονός ότι είχε εργαστεί στο παρελθόν σε ταινίες splatter, εδώ ήθελε να χρησιμοποιήσει τη βία για να ενισχύσει την ιστορία. Έτσι,  συνεργάστηκε με τον βετεράνο των ειδικών εφέ στο make up Τόμπι Σελς (τηλεοπτική σειρά “The Walking Dead”) και είχε ένα καταπληκτικό αποτέλεσμα.

Σκηνοθεσία \ Σενάριο

Τζέρεμι Σολνιέ

Παραγωγή

Άνις Σαβτζάνι

Ρίτσαρντ Πιτ

Βίνσεντ Σαβίνο

Φωτογραφία

Τζέρεμι Σολνιέ

Μοντάζ

Τζούλια Μπλοκ

Πρωταγωνιστούν

Μέικον Μπλερ

Ντέβιν Ράτρεϊ

Έιμι Χάργκριβς

Κέβιν Κόλακ

Ιβ Πλαμ

Ντέιβιντ Γ. Τόμσον

Διάρκεια

91 λεπτά

Διανομή

weird wave

Διακρίσεις

-Βραβείο FIPRESCI, Φεστιβάλ Καννών 2013 – Δεκαπενθήμερο Σκηνοθετών

-Βραβείο Καλύτερης Σκηνοθεσίας, Φεστιβάλ της Χιχόν

-Βραβείο Επιτροπής, Φεστιβάλ Μαρακές

-Βραβείο Καλύτερης Ταινίας, Φεστιβάλ της Βιρτζίνια

-Βραβείο Καλύτερου Σεναρίου, Φεστιβάλ της Χαβάης

-Επίσημη Συμμετοχή στα Φεστιβάλ του Τορόντο, του Σάντανς, της Μελβούρνης, του Λοκάρνο, του Ρότερνταμ, της Ντοβίλ, του Σικάγο, της Φιλαδέλφεια, του Τορίνο, του Ντένβερ και του American Film Institute