Ο Νίκος Θρασυβούλου συνομιλεί την Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2015 με τον συγγραφέα Θοδωρή Καλλιφατίδη, στις Συναντήσεις με Συγγραφείς στο cafe του Ιανού. Μια συζήτηση, σε πρώτο πρόσωπο, για την τέχνη, την κοινωνία, τη ζωή, με τη συμμετοχή του κοινού.

Το κοινό έχει τη δυνατότητα να υποβάλλει τις ερωτήσεις του στον κάθε καλεσμένο, έως και 3 μέρες πριν από την κάθε εκδήλωση στην ειδική πλατφόρμα επικοινωνίας της εκδήλωσης ή στο email: magazine@ianos.gr και όλες θα αναμεταδίδονται ζωντανά από το ianos.gr

Ο Θοδωρής Καλλιφατίδης γεννήθηκε στους Μολάους Λακωνίας το 1938. Γιος δασκάλου από τον Πόντο, μετακόμισε στην Αθήνα το 1946 και αποφοίτησε από το 5ο Γυμνάσιο Αρρένων. Φοίτησε στη σχολή του Κάρολου Κουν και μετά τη στρατιωτική του θητεία, το 1964, εγκαταστάθηκε στη Σουηδία. Σπούδασε φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης . Αργότερα δίδαξε φιλοσοφία στο ίδιο πανεπιστήμιο. Επί τέσσερα χρόνια διηύθυνε το λογοτεχνικό περιοδικό “Μπόνιερς Λιττερέρα Μαγκαζίν”. Άρχισε να γράφει στα σουηδικά το 1969 και από το 1976 ζει αποκλειστικά από το γράψιμο. Το 1994 ξεκίνησε να γράφει τα βιβλία του και στα ελληνικά. Έχει εκδώσει μυθιστορήματα, ποιητικές συλλογές, ταξιδιωτικά δοκίμια, θεατρικά έργα – έχει γράψει κινηματογραφικά σενάρια και έχει σκηνοθετήσει μια ταινία. Έχει τιμηθεί με σημαντικά διεθνή λογοτεχνικά βραβεία για το έργο του και σχεδόν όλα τα βιβλία του κυκλοφορούν σε είκοσι γλώσσες. Έργα του: “Τιμάνδρα” (Γαβριηλίδης 1994), “Μια μέρα στην Αθήνα” (Κάκτος 1995), “Το τελευταίο τριαντάφυλλο” (Γαβριηλίδης 1996), “Ποιά είναι Η Γαβριέλα Όρλοβα” (Γαβριηλίδης 1997), “Οι εφτά ώρες στον παράδεισο” (Γαβριηλίδης 1998), “Στο φως του Βορρά” (Γαβριηλίδης 2000), “Μια νέα πατρίδα έξω από το παράθυρο μου” (Γαβριηλίδης 2002), “Ο έκτος επιβάτης” (Γαβριηλίδης 2003), “Ένα απλό έγκλημα” (Γαβριηλίδης 2003), “Η Όλγα της Αγάπης” (Γαβριηλίδης 2004), “Αγάπη” (Γαβριηλίδης 2004), “Στο βλέμμα της” (Γαβριηλίδης 2006), “Μητέρες και γιοί” (Γαβριηλίδης 2007), “Φίλοι και εραστές” (Γαβριηλίδης 2009), “Ο Άγιος Ηρακλής” (Γαβριηλίδης 2011), “Τα περασμένα δεν είναι όνειρο” (Γαβριηλίδης 2012), “Γράμματα στην κόρη μου” (Γαβριηλίδης 2013).

Εργογραφία

Τιμάνδρα, 1994, Γαβριηλίδης

Το τελευταίο τριαντάφυλλο, 1996, Γαβριηλίδης

Ποια είναι η Γαβριέλα Όρλοβα, 1997, Γαβριηλίδης

Αγάπη, 1998, Γαβριηλίδης

Οι εφτά ώρες στον παράδεισο, 1998, Γαβριηλίδης

Στο φως του Βορρά, 2000, Γαβριηλίδης

Μια νέα πατρίδα έξω από το παράθυρο μου, 2002, Γαβριηλίδης

Ο έκτος επιβάτης, 2003, Γαβριηλίδης

Η Όλγα της αγάπης, 2004, Γαβριηλίδης

Στο βλέμμα της, 2006, Γαβριηλίδης

Ένα απλό έγκλημα, 2006, Γαβριηλίδης

Μητέρες και γιοι, 2007, Γαβριηλίδης

Φίλοι και εραστές, 2009, Γαβριηλίδης

Ο άγιος Ηρακλής, 2011, Γαβριηλίδης

Τα περασμένα δεν είναι όνειρο, 2012, Γαβριηλίδης

Γράμματα στην κόρη μου, 2013, Γαβριηλίδης

Πάντα θα επιστρέφω, 2015, Γαβριηλίδης

Απόσπασμα από Τα περασμένα δεν είναι όνειρο

Ταυτόχρονα αντιμετώπιζα ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα: την ανεργία. Τα θέατρα έκλεισαν για το καλοκαίρι κι άρχισε το ανέλπιδο κυνήγι για νέο συμβόλαιο. Να ρωτάς φίλους και γνωστούς, να τρέχεις από το ένα θέατρο στο άλλο, από τον έναν θιασάρχη στον άλλο, αυτό έτρωγε  όλο σου το χρόνο και την ψυχή. Το ερώτημα ήταν μέχρι πού μπορούσα να φτάσω για να βρω δουλειά, και το ερώτημα τέθηκε.

Ένας αρκετά επιτυχημένος σκηνοθέτης κινηματογράφου χρειαζόταν έναν νεαρό για την επόμενη ταινία του. Νεαρός ήμουν και πήγα να τον βρω. Δεν πήρα το ρόλο, και με αρκετά ταπεινωτικό τρόπο.

Εκείνη τη μέρα το αποφάσισα. Όχι άλλες ταπεινώσεις. Τώρα φεύγω. Αφήνω πίσω μου το σακίδιο με το χωριό, τη γειτονιά, την πατρίδα. Θα πάρω το δρόμο της ξενιτιάς. Είχε φτάσει η ώρα να ρίξω τη μαύρη πέτρα πίσω μου.

Άλλοι όμως έριχναν πραγματικές πέτρες. Είχα πέσει σε μια διαδήλωση κι οι οικοδόμοι έδιναν μάχη με την αστυνομία, που απαντούσε με δακρυγόνα. Κόσμος έτρεχε εδώ κι εκεί, κοτρώνες σφύριζαν πάνω από τα κεφάλια μας, τα μάτια έτσουζαν. Τρύπωσα στον κινηματογράφο Άστυ για να γλιτώσω. Όταν ξαναβρήκα την ανάσα μου, είδα μια από τις πιο δυνατές σκηνές. Ένας ψηλός ξανθός άντρας, με απελπισία στα μάτια και το στόμα στραβό από πίκρα, ξερίζωνε μια μικρή λεύκα με τα χέρια του. Έκανε ακριβώς ό,τι ήθελα να κάνω κι εγώ. Να ξεριζώσω τη ζωή μου.

Ήταν ο Μαξ φον Σύντοφ στην Πηγή της παρθένου του Ίγκμαρ Μπέργκμαν. Είδα την ταινία μια φορά από την αρχή κι ακόμα μία. Δεν έβλεπες συχνά τέτοια σοβαρότητα στον κινηματογράφο, μα ακόμα πιο πολύ ξελογιάστηκα με τη σουηδική γλώσσα. Θύμιζε καμπάνα στην εξοχή, είχε την ίδια σαφήνεια, την ίδια απλότητα, και φωνήεντα που δεν τα είχα ξανακούσει. Λίγο μου θύμισε το ραψωδό στο Γυμνάσιο που απάγγειλε Όμηρο. Σαν να μην έφτανα αυτά, παιζόταν, επίσης, ένα μικρό φιλμ για ένα ταξίδι σε φιορδ. Το ιστιοφόρο ήταν λευκό, τα κορίτσια στο κατάστρωμα θεικά και τα αγόρια δεν έμοιαζαν τρομοκρατημένα.

Σουηδία. Δεν ήταν δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι εκεί μπορούσες να ζήσεις σαν βασιλιάς, να χαίρεσαι την ομορφιά χωρίς άγχος και να μιλάς μόνο όταν είναι αναγκαίο.