Τον γνωρίζουμε ως έναν διεθνώς αναγνωρισμένο συντηρητή έργων τέχνης, έχοντας συντηρήσει και αποκαταστήσει σημαντικούς πίνακες, σπάνιες εικόνες, καθώς και σημαντικές συλλογές έργων τέχνης, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Ως διοργανωτή εκθέσεων διεθνώς αναγνωρισμένων Ελλήνων καλλιτεχνών, ως έναν άνθρωπο με όραμα που δημιούργησε πρότυπους χώρους τέχνης και έβαλε ουσιαστικά και τυπικά τις βάσεις για τις δημοπρασίες στην Ελλάδα, για την αγορά έργων της νεοελληνικής τέχνης. Σ’ αυτή τη συνέντευξη, μας μιλά για την τέχνη και μας αποκαλύπτει τη νέα του ιδιότητα, αυτή που έκρυβε σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του. Αυτή του καλλιτέχνη δημιουργού.

Συνέντευξη στην Στέλλα Τζίβα

Στέλλα Τζίβα: Ποικιλομορφία και αυξανόμενος αριθμός έργων, ποικίλες απόψεις των κριτικών πάνω στα έργα, διαφημίσεις εκθέσεων και καλλιτεχνών, κτλ. Το κοινό, πιστεύετε πως αποπροσανατολίζεται, σαστίζει από αυτή την «επιδρομή» της τέχνης προσπαθώντας να βγάλει συμπεράσματα, να αποκωδικοποιήσει τα έργα, να βρει ένα κοινό σημείο με αυτά;

Σταύρος Μιχαλαριάς: Όχι, δεν νομίζω. Καταρχήν πρέπει να σκεφτούμε ότι όπως όλα αλλάζουν στον κόσμο μας, οι τρόποι της συμπεριφοράς μας, της επικοινωνίας μας, -έχουμε το internet τώρα-, είναι λογικό και ο τρόπος της διακίνησης ή της ενημέρωσης της τέχνης να έχει αλλάξει, πάρα πολύ. Όπως βέβαια έχει αλλάξει και ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι αντιμετωπίζουνε την τέχνη σήμερα. Παλαιότερα οι άνθρωποι αγοράζανε έργα περασμένων γενιών και συνήθως τα σύγχρονα έργα της εποχής τους τα αγνοούσανε. Έχουμε πολλές περιπτώσεις καλλιτεχνών, όπως ο Van Gogh, που σε όλη τους τη ζωή δεν πουλήσανε ούτε ένα έργο. Ενώ σήμερα πουλιούνταν για εκατοντάδες εκατομμύρια το ένα. Αυτό συνέβαινε πάντοτε. Σήμερα επειδή η πληροφόρηση είναι περισσότερη μοιάζει ότι η τέχνη είναι εμπορικότερη, το οποίο είναι λάθος.

Το κοινό δεν αποπροσανατολίζεται. Απλώς η τέχνη γίνεται κάποιου είδους μόδα, όπως πάντοτε ήτανε, με την προϋπόθεση ότι σήμερα οι σύγχρονοι άνθρωποι που έχουν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουνε, θέλουν να αγοράσουνε πράγματα της εποχής τους. Αντίθετα με τις παλαιότερες γενιές που θέλανε να αγοράσουν  πράγματα καταξιωμένα του χθες. Επίσης παίζει ρόλο, ότι οι σχολές Καλών Τεχνών φροντίσανε για κάποιους λόγους, τους οποίους εγώ δεν εγκρίνω, να μη μαθαίνουν στους μαθητές τις βάσεις στη τέχνη, όπως μάθαμε εμείς. Αυτό συμβαίνει και είναι ένα τεράστιο πρόβλημα.

Επίσης σήμερα, οι άνθρωποι που ασχολούνται με τις galleries και γενικά ο κόσμος όλος, θέλει τους καλλιτέχνες να είναι εφευρέτες, δηλαδή αυτό που κάνεις εσύ δεν πρέπει να το κάνει ο άλλος ή αυτά που κάνανε οι παλιοί δεν σε αφορούν γιατί πρέπει να εφεύρεις και συ έναν καινούργιο τρόπο. Και πιθανόν αυτό να είναι λάθος διότι στην ουσία βγαίνουν πράγματα ακατανόητα, βγαίνουν πράγματα που δεν είναι τέχνη αλλά το κυριότερο, σαν συντηρητής βλέπω πως φτιάχνονται πράγματα που δεν έχουν διάρκεια ζωής. Υπάρχουν έργα που σε 15-30 χρόνια θα εκλείψουν διότι δεν μπορούν να συντηρηθούνε. Είναι φτιαγμένα με υλικά που έχουν ημερομηνία λήξεως. Υπάρχει μία σύγχυση στην τέχνη. Στην εικαστική όμως τέχνη. Σήμερα βλέπουμε ότι επιτυγχάνουν και αυτοί που πραγματικά δεν έχουν ταλέντο. Δεν έχουν κανενός είδους εξειδίκευση, ειδικότητα να φτιάξουν πράγματα. Παρόλα αυτά, επειδή η τέχνη είναι διαχρονική και δεν πρέπει να  κρίνει κανείς με σημερινά κριτήρια, τι θα γίνει τα επόμενα χρόνια, πιστεύω ότι θα βρει το δρόμο της.

Το κοινό δύσκολα -είναι πού μεγάλα τα νούμερα γενικά στην τέχνη- ούτως ώστε να παρασυρθεί. Ο Pineau, για παράδειγμα, αγοράζει πράγματα τα οποία είναι ακατανόητα. Άμα τα δει κανείς, θα πει αυτά τι σκουπίδια είναι. Δεν είναι ακριβώς σκουπίδια, αντιπροσωπεύουνε την έκφραση της εποχής μας.

Στ. Τζίβα: Με ποια κριτήρια, θεωρείτε, πως πρέπει να γίνεται, η επιλογή, στην αγορά έργων τέχνης από το φιλότεχνο κοινό;

Στ. Μιχαλ: Πιστεύω με τα προσωπικά κριτήρια. Εγώ συμβουλεύω και συμβουλεύω πολλούς και διαμορφώνω πολλές φορές και μία άποψη επί του θέματος. Πρέπει να σκεφτεί αυτός που θα αγοράσει ένα έργο ότι αυτό που θα αγοράσει θα το βλέπει καθημερινά ή τουλάχιστον πολλές φορές τη εβδομάδα αν είναι στο σπίτι του. Αν θέλει να αγοράσει επενδυτικά είναι μια άλλη διαδικασία. Οι άνθρωποι παρασύρονται αγοράζοντας πράγματα τα οποία αργότερα λένε πως δεν τους αρέσουν και δεν μπορούν να ζουν με αυτά. Τα έργα μέσα στο σπίτι πρέπει να δημιουργούνε κάποιου είδους πνευματική ανάταση. Δεν μπορούν να σου δημιουργούνε μια κατάθλιψη. Εκτός αν θέλεις να είσαι καταθλιπτικός, αγοράζεις έργα καταθλιπτικά, τα βάζεις σπίτι σου και κάθε μέρα παίρνεις χαπάκια για να τα βλέπεις. Αυτός που θα αγοράσει ένα έργο τέχνης, δεδομένου ότι είναι μια δαπανηρή υπόθεση, θα πρέπει να σκεφτεί αν του αρέσει το έργο ή αν δεν είναι σίγουρος, τουλάχιστον να ακούσει κάποιον ειδικό. Προσπαθώ να τους κατευθύνω μιλώντας τους, να μην αγοράσουν πράγματα που δεν θα τα αγοράζανε, να μην τους κάνω να τσακωθούνε μεταξύ τους πολλές φορές. Εγώ πουλάω για ανθρώπους που καταλαβαίνουνε κάτι. Φροντίζω όμως, αυτούς που δεν καταλαβαίνουνε, να τους μάθω να καταλάβουνε κάτι, διότι το κύρος ενός ανθρώπου σαν και μένα και ο τρόπος που τα λέω δεν τους αφήνει πολλά περιθώρια.

Στ. Τζίβα: Οι τιμές των έργων σύγχρονης τέχνης, πιστεύετε πως είναι υπερβολικές σε σύγκριση με έργα παλαιότερων εποχών; αντιστοιχούν στην καλλιτεχνική αξία του ίδιου του έργου;

Στ. Μιχαλ: Ένα έργο του Koυνς πουλήθηκε ένα εκατομμύριο δολάρια. Πολλά χρήματα. Τι σημαίνει πολλά χρήματα όμως; ότι αυτό αγοράστηκε από κάποιο ίδρυμα ή ένα μουσείο ή από κάποιον που αυτός πιθανόν να είχε ένα δισεκατομμύριο. Το 2% της περιουσίας του δεν είναι και πολλά χρήματα. Θέλω να πω ότι υπάρχει ένας μηχανισμός, ο οποίος είναι πιο ισχυρός από του παρελθόντος. Οι Sotheby’s, οι Christies, οι μεγάλες δημοπρασίες, λένε ότι φέτος οι συναλλαγές της τέχνης θα είναι περίπου 40 δις ευρώ. Είναι πάρα πολλά χρήματα, αν φανταστούμε ότι όλες οι τράπεζες της Ελλάδας δεν κάνουν 20 μαζί. Στη διακίνηση αυτών των μεγάλων έργων παίζουν μεγάλοι παίχτες. Στην εποχή μας, τα έργα τέχνης δεν τα αγοράζει μόνο κάποιος ιδιώτης, τα αγοράζουν και χώρες όπως είναι το Ντουμπάι, το Μπαχρέιν, η Κίνα, η Ινδία, η Κορέα, οι οποίες θέλουν να αγοράσουν έργα με μεγάλη εμβέλεια. Δηλαδή να είναι public attractions. Δημιουργούν τα ίδια τα έργα τέτοιου είδους διαδικασίες ούτως ώστε ο σεΐχης του Κατάρ να αναβαθμιστεί σε μαικήνα της τέχνης, άρα σαν αποτέλεσμα, όλο το Κατάρ κι όλο το Ντουμπάι να αναβαθμιστούνε σε χώρες πνευματικές. Αγοράζουν έργα τα οποία μπορούν να δημιουργήσουν τέτοιου είδους διαφημιστική δύναμη. Στο Λας Βέγκας, ο Wind, ένας από τους μεγαλύτερους ιδιοκτήτες καζίνο, έχει τη μεγαλύτερη συλλογή Picasso. Ξεχάσανε ότι είναι κάποιος που έχει τυχερά παιχνίδια αλλά λένε ότι είναι μεγάλος collector. Αυτό το παιχνίδι είναι πολύ σημαντικό. Δεν χάνει κανείς αγοράζοντας τέχνη, όχι μόνο οικονομικά. Σε μεγάλες εταιρίες π.χ έχουνε οπωσδήποτε ορισμένα γλυπτά, πίνακες στο γραφείο του Προέδρου, τα οποία ισορροπούν αυτή τη στυγνή υπόθεση του να βγάζεις μόνο χρήματα. Όπως με το να δίνεις ή να είσαι χορηγός κάποιου πολιτιστικού αγαθού.  Είναι μεγάλη η δύναμη της τέχνης. Απ’ την άλλη μεριά όμως, τα νούμερα αυξάνουνε, διότι αν υπάρχουν περισσότεροι απ’ αυτούς που θέλουν να αποκτήσουν ένα έργο για αυτό το σκοπό, είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν και περισσότερα χρήματα, τα οποία δεν είναι πολύ μεγάλα για τα κράτη. Το έργο τέχνης δεν έχει ημερομηνία λήξεως, δεν πεθαίνει, δεν παλιώνει, δεν γίνεται δεύτερο χέρι, δεν χρειάζεται ανταλλακτικά. Χρειάζεται μια συντήρηση που και που και διαχρονικά θα ταξιδεύει για πολλές γενιές. Έχει μεγάλη δύναμη και σήμερα  ξέρουμε να διαχειριζόμαστε αυτό το αγαθό με έναν διαφορετικό τρόπο από το παρελθόν.

Στ. Τζίβα: Ως έμπορος τέχνης, πιστεύετε πως η τέχνη, δεν είναι πια συναίσθημα, αλλά σκέψη; με την έννοια πως ο καλλιτέχνης προσανατολίζει το στυλ και την θεματολογία του με βάση το «τι θα πουλήσει» και πράττει αναλόγως; γενικότερα, ο Δημιουργός, είναι ένα ελεύθερο και αυτενεργό υποκείμενο ή αποτελεί ένα στοιχείο καθοριζόμενο από το γενικό σύστημα; (κοινωνικό, πολιτικό, οικονομικό).

Στ. Μιχαλ: Ο καλλιτέχνης ούτως ή άλλως πρέπει να πουλήσει αλλιώς δεν θα μπορέσει να ξαναφτιάξει άλλα έργα. Πρέπει να πουλήσει για να έχει τη οικονομική δυνατότητα να ξαναδημιουργήσει διότι τα υλικά δεν έρχονται δωρεάν.  Είναι επόμενο λοιπόν ότι στη σκέψη οποιουδήποτε μαθητή της Σχολής Καλών Τεχνών ή οποιουδήποτε ασχολείται με αυτόν τον τομέα η καταξίωση δεν είναι το χειροκρότημα. Καταξίωση σήμερα είναι να αγοραστούν τα έργα σου διότι έμπρακτο χειροκρότημα είναι όταν κάποιος θα πληρώσει για να αγοράσει αυτό που δημιούργησες. Στο τζάμπα και στο δωρεάν παίρνεις πολλά χειροκροτήματα. Υπάρχουν καλλιτέχνες που δημιουργούν πράγματα, αρεστά, κατά τη γνώμη τους για την εποχή μας. Αυτό είναι λάθος, διότι τότε γίνεται μόδα και φτιάχνουν όλοι τα ίδια που σημαίνει ότι υπάρχει υπερπροσφορά ενός συγκεκριμένου πράγματος και αρχίζει ο συναγωνισμός. Τον κόσμο μετά θα τον ενδιαφέρει η τιμή. Ποιο είναι το φθηνότερο θα αγοράζει. Η εποχή μας έχει πολλά ψαξίματα και πολλές δυνατότητες να κάνεις πράγματα.

Εγώ π.χ. ξεκίνησα να γίνω καλλιτέχνης. Την εποχή εκείνη το να πει κανείς ότι θα γίνει καλλιτέχνης ήταν κάτι τραγικό. Δεν έγινα δημιουργός, έγινα συντηρητής. Κάπου μετέφερα την καλλιτεχνική μου υπόσταση για να γίνω συντηρητής. ‘Έγινα μεγάλος συντηρητής, είχα όμως πάντοτε τον καημό ότι πρόδωσα το δικό μου ταλέντο και κρυφά όλα αυτά τα χρόνια έφτιαχνα έργα τα οποία δεν ήθελα να τα δείξω ποτέ. ‘Έφτασε η ώρα λοιπόν τώρα, να κάνω έκθεση στο Βερολίνο με δικά μου έργα, -γλυπτά, σχέδια, πίνακες,- τον Μάιο, για να υπηρετήσω πρώτη φορά τον εαυτό μου. Εγώ χρησιμοποιώ αλουμίνιο, ένα υλικό πολύ δύσκολο για να γίνουν αυτά τα έργα. Η δημιουργία για μένα είναι ανάγκη εσωτερική και είναι μια διαδικασία μαγική. Πολλά έργα θα ζήσουνε για πάρα πολλά χρόνια απ’ όσο φαντάζεται ο καθένας. Είναι έργα διαχρονικά. Εμείς λοιπόν, όταν θα ’χουμε φύγει αυτά θα υπάρχουνε και οι επόμενες  γενιές θα αποφασίσουνε ποια θα απορρίψουνε απ’ αυτά. Είναι πολύ ωραίο να είσαι σ’ αυτόν τον κόσμο τον μαγικό, ο οποίος σε πολλές περιπτώσεις, δεν έχει να κάνει με το χρήμα. Έχει να κάνει με το συναίσθημα.

Στ. Τζίβα: Ο εκθεσιακός χώρος, προσδίδει καλλιτεχνική αξία σε ένα αντικείμενο ή ένα έργο, όσο αμφίβολη και αν είναι η αισθητική του;

Στ. Μιχαλ: Παρόλο που γίνονται εκθέσεις σε εργοστάσια θα μπορούσαν να γίνουν και εκθέσεις σε χοιροστάσια. Έχουν γίνει. Θα έχουν γίνει εκθέσεις και σε άλλα σημεία, τα οποία αποτελούν κάποια ιδιαιτερότητα, όπως έχει γίνει με το θέατρο. Ένας χώρος τέχνης έχει ορισμένες προϋποθέσεις αν μιλάς για πραγματικά έργα τέχνης. Τα έργα τέχνης χρειάζονται κλιματολογικές συνθήκες τέτοιες, ούτως ώστε να μην σκάνε, να μη ξεφλουδίζουν, να μην καταστρέφονται διότι αποτελούνται από υλικά πολύ εύθραυστα σε καιρικές συνθήκες. Άρα θα πρέπει οι χώροι να έχουν συνθήκες, ας πούμε επιστημονικά τεχνικές. Από κει και πέρα, πρέπει να έχουν κάποιου είδους φωτισμό. Πως θα φωτίσεις ένα έργο; Θα φωτίσεις με λίγα lux ούτως ώστε να μην το καταστρέψεις, διότι και τα έργα έχουν μια ορισμένη ζωή στο φως. Αν το φωτίσεις, δηλαδή με 10.000 watt, μπορεί να το εξαλείψεις, να το εξαφανίσεις. Δεν πρέπει να έχουνε παράθυρα. Δεν χρειάζεται να μπαίνει το φως του ήλιου μέσα γιατί είναι καταστροφικό για τα έργα.  Οι χώροι διαμορφώνονται ανάλογα με το έργο. Τα μουσεία φτιάχνουν μια αίθουσα για ένα έργο. Μπορεί να είναι προχωρημένα για να δεχτούν σύγχρονα έργα, μπορεί να είναι σύγχρονα μουσεία που δέχονται παλαιά έργα. Παρόλα αυτά και τα μουσεία αν γκρεμιστούνε, τα έργα θα παραμείνουν. Θα πάνε σε άλλα μουσεία. Το έργο όμως είναι εκεί. Είναι διαχρονικό. Εμείς περνάμε από μπροστά του, η ζωή μας και αυτό μας παρακολουθεί χωρίς να αλλάζει τίποτα. Όπως και οι μεγάλες μουσικές. Δεν αλλάζουν..