Το κουκλοθέατρο είναι μια τέχνη για όλους τους ανθρώπους. Παρά τον βομβαρδισμό και την κυριαρχία της τηλεόρασης δεν έχει χάσει ούτε στάλα από τη δυναμική του και στο βαθμό που εμείς οι κουκλοπαίκτες προσφέρουμε την ψυχή μας, το κοινό όχι μόνο ανταποκρίνεται, αλλά ανακαλύπτει έκπληκτο ότι η τηλεόραση δεν έχει καταφέρει ούτε να του καλύψει ούτε να αλλοτριώσει τις ανθρώπινες ανάγκες της κοινωνικής τελετουργίας, της αυτο-παρωδίας και αυτοσαρκασμού, του γέλιου και της βαθιάς συγκίνησης.

Το θέατρο είναι ζωντανός διάλογος, είναι συμμετοχικό μέσο ποίησης και συγκεκριμένα το κουκλοθέατρο έχει ειδικές δυνάμεις μαγείας που η κούκλες κουβαλούν στο υλικό κατασκευής τους: τον ίδιο τον θεατή. Αν αυτός δεν πιστέψει στη ζωή, η κούκλα δεν ζει. Και παρόλο που οι περισσότεροι έχουμε πάψει να είμαστε παραγωγοί κι έχουμε μετατραπεί σε καταναλωτές, η διαδικασία μας ξαφνιάζει ευχάριστα. Ειδικά τα παιδιά -για τα οποία η εμψύχωση είναι ακόμα εξαιρετικά ισχυρό και αναγκαίο καθημερινό εργαλείο – βρίσκονται στο στοιχείο τους. Τα έλκει η δυνατότητα να παίξουν με το φανταστικό και το αδύνατο, να διαχειριστούν με ασφάλεια θέματα που τα τρομάζουν, να συμμετάσχουν σε ένα κόσμο μαγικό σε οικεία κλίμακα και να εξερευνήσουν τον πραγματικό κόσμο παρατηρώντας πλασματάκια (επιτέλους) πιο μικρά από τα ίδια να παρωδούν τα κουσούρια των μεγάλων.

Συνήθως στα κείμενά μας στόχος είναι να αντιμετωπίσουμε την προκατάληψη που ταυτίζει την λέξη «κουκλοθέατρο» με το «θέαμα για “παιδάκια”» και να υποδείξουμε ότι αφορά και το ενήλικο κοινό. Εδώ θα υπερασπιστούμε τη σχέση μας με τα παιδιά και όχι μόνο θα αποδεχτούμε την πρόκληση, αλλά θα αντιστρέψουμε το υποτιμητικό νόημα σε τιμητικό: διότι ο «υποβιβασμός» και η ειρωνεία του σχολίου απέναντι στις κούκλες προϋποθέτει δυστυχώς και προκύπτει από τον υποβιβασμό των παιδιών.

Το κουκλοθέατρο αντιμετωπίζεται ως μια ασχολία που μάλλον στο νηπιαγωγείο έχει θέση, ακόμα και ως ένα πάρκινγκ παιδιών που απαλλάσσει τους γονείς για λίγη ώρα από την έγνοια τους. Η απαξία του παιδιού ως έξυπνο, σκεπτόμενο ον με τεράστια αντιληπτική ικανότητα και με μια σοβαρότητα ζωτική στην εξερεύνηση του κόσμου, έχει σαν αποτέλεσμα χαζοχαρούμενα σενάρια και γλυκανάλατες φιγούρες, ανόητους διαλόγους και υπερχειλίζοντα διδακτισμό, θέματα-ταμπού που δεν κάνει να αγγίζουμε και γενικά ένα πλαίσιο παράστασης που κάνει τις κούκλες να ανατριχιάζουν και τα παιδιά να βαριούνται.

Η ελαφρότητα με την οποία συχνά αντιμετωπίζεται η κούκλα και η πανάρχαια τέχνη της, οδηγεί σε πλήθος προβλημάτων και κακές χρήσεις (και καταχρήσεις αφού η  «παιδική βιομηχανία» έχει εύκολο κέρδος): προχειρότητα (στην προετοιμασία και την εκτέλεση), ανευθυνότητα και ανειλικρίνεια (απέναντι στην κούκλα και το κοινό της), διαμόρφωση κακού θεατρικού και αισθητικού κριτηρίου στα παιδιά και λανθασμένη εικόνα έως και απέχθεια για το κουκλοθέατρο και τελικά αναπαραγωγή της γενικής ελαφρότητας…

Κι όμως, τα παιδιά χρησιμοποιούν τη θεατρική εμπειρία με τον ζωτικής σημασίας τελετουργικό τρόπο για τον οποίο εφευρέθηκε. Η οποιαδήποτε ιστορία (από την πιο επιφανειακή έως την πιο βαθειά και δυνατή) είναι απλά η αφορμή για να ερευνήσουν και να συνδιαλλαγούν με τα βασικά εκείνα θέματα της ζωής που συνήθως οι μεγάλοι διστάζουμε να θίξουμε ή συχνότατα παρακάμπτουμε τελείως, θεωρώντας τα ακατάλληλα γι’ αυτά. Το κουκλοθέατρο είναι ιδανικό γιατί παρέχει την απαραίτητη ασφάλεια: οι κούκλες δεν ζουν “πραγματικά”, κι έτσι μπορούν να παίξουν με τα πιο “επικίνδυνα” παιχνίδια που μαλακώνουν και αποκαθηλώνονται.

Δυστυχώς η ανασφάλεια των μεγάλων τους στερεί συχνά αυτά τα εργαλεία… απαιτώντας όσο το δυνατόν πιο «ανώδυνες» κι «εύπεπτες» παραστάσεις. Το γεγονός ότι στις μέρες μας υπάρχει μεγάλο πλήθος παραστάσεων κουκλοθεάτρου που συνεχίζουν στα χνάρια του Μπαρμπα-Μυτούση σε όλα τα επίπεδα, αλλά και μεγάλο πλήθος κοινού που αυτό ζητάει και αυτό περιμένει, δείχνει ότι η εποχή του Κλούβιου δεν έχει παρέλθει. Ταυτόχρονα όμως, τα τελευταία είκοσι με τριάντα χρόνια, πράγματι υπάρχει ένα ισχυρότατο ρεύμα ανανέωσης της τέχνης μας. Μια νέα και γενναία γενιά κουκλο-θεατρίνων που συνεχώς δυναμώνει και διευρύνεται, ερευνά, εφευρίσκει, πειραματίζεται και έχει αυτή τη στιγμή καταφέρει να έχουμε και στην Ελλάδα όλες σχεδόν τις εκδοχές και τάσεις του θεάτρου κούκλας που υπάρχουν στην Ευρώπη.

Παρόλο που δεν πρέπει να υποτιμούμε τον «Μπάρμπα» μας και να παριστάνουμε ότι δεν έχουμε καμία σχέση μαζί του, θα εντοπίζαμε την  «καλλιτεχνική ωρίμανση» του χώρου μας στα εξής: 1. Η θεματολογία έχει αποκολληθεί από τον διδακτισμό, 2. Η δραματουργία δεν στηρίζεται στον έναρθρο λόγο και οι κούκλες έχουν κατακτήσει το δικαίωμα στη σιωπή, 3. Οι τεχνικές σχεδιασμού, κατασκευής και χειρισμού έχουν διευρυνθεί ώστε να προσφέρονται σκηνοθετικές επιλογές πολλών επιπέδων, εστίασης στην ποίηση της εικόνας κι όχι στην «ρεαλιστική» περιγραφή της ζωής, 4. Η αισθητική της οπτικής αφήγησης έχει ξεφύγει από αυτήν του «νηπιαγωγείου» -όπου όλα πρέπει να είναι ροζ. 5. Ο συνδυασμός με άλλες παραστατικές τέχνες (μιμική, χορός, θέατρο) έχει δημιουργήσει νέες σχέσεις μεταξύ κουκλοπαίκτη-κούκλας-χώρου  και 6. Η έννοια της κούκλας έχει επαναπροσδιοριστεί για να περιλάβει και αντικείμενα που πριν δεν νοούνταν ως κούκλες.

Αντίστοιχη είναι και η ωρίμανση του κοινού, αλλά αυτό κι αν θέλει χρόνο να αλλάξει… Στην Ευρώπη -που η ανανέωση αυτή έχει ξεκινήσει εδώ και εκατό χρόνια- αντιμετωπίζουν ακόμα τα ίδια προβλήματα προκαταλήψεων και προτιμήσεων.

Τα παραπάνω αναφέρονται στην περίπτωση που τα παιδιά βρίσκονται στη θέση των «θεατών» της κούκλας. Στην περίπτωση όπου τα παιδιά καλούνται να φτιάξουν και να παίξουν τις κούκλες, δεν χρειάζεται να πούμε πολλά: τα παιδιά είναι γεννημένα κουκλοπαίκτες και το μόνο που χρειάζεται είναι χρόνος, εμπιστοσύνη και ελευθερία. Δώστε ένα θέμα και δεχθείτε την πιθανότητα να τους είναι παντελώς αδιάφορο. Δείξτε μια τεχνική και παρακολουθείστε την μεταμόρφωσή της. Διδάξτε την χρήση ενός υλικού και διδαχθείτε αυτήν που τελικά θα εφαρμόσουν. Αν το επιτρέψουμε, θα τα φέρουν όλα στα μέτρα τους. Δεν είναι πάντα εύκολο να καταλάβουμε τους εσωτερικούς μηχανισμούς που οδηγούν τα παιδιά στους τρόπους τους και τις σχέσεις τους με τις κούκλες. Αυτό είναι ένας καλός λόγος να τους σεβαστούμε.

Info:

Ο Στάθης Μαρκόπουλος σπούδασε στην Κρατική Ακαδημία Κουκλοθεάτρου και Εναλλακτικού Θεάτρου της Πράγας (ALD-DAMU), μαθήτευσε στο εργαστήριο και στις παραστάσεις δρόμου  του θιάσου Marionetas del Matadero και έχει παρακολουθήσει διάφορα εργαστήρια (Faulty Optic, Improbable Theatre, M. Khussid, M. Meschke, B. Loungov κ.α.). Από το 1992, οπότε γεννιέται το Κουκλοθέατρο Αγιούσαγια!, (www.ayusaya.com)  δουλεύει επαγγελματικά στην Ελλάδα και το εξωτερικό με  δικές του παραγωγές καθώς και σε συνεργασία με άλλους θιάσους. Έχει συμμετάσχει σε πολλά διεθνή φεστιβάλ, συνέδρια και εκπαιδευτικά προγράμματα γύρω από το κουκλοθέατρο. Διδάσκει σε εργαστήρια για  επαγγελματίες και ερασιτέχνες, ασχολείται με σχετικές εκδόσεις και είναι πρόεδρος του Ελληνικού Κέντρου της Διεθνούς Ένωσης Κούκλας.