Μέσα σε έναν καμβά που θυμίζει πολύχρωμο μωσαϊκό, η Σταματία το γένος Αργυροπούλου αρχίζει να ξεθάβει ένα ένα τα κομμάτια του παρελθόντος ενώνοντάς τα αργά σε ένα μεγάλο παζλ που συνάμα αποτελεί την ιστορία της μεταπολεμικής και μετεμφυλιακής Ελλάδας.

Η ηρωίδα μας είναι κόρη ανώτερου δημοσίου υπαλλήλου στη δεκαετία του ’50. Πρώτη και τελευταία φορά που το σπίτι της βλέπει χαρά είναι η ημέρα των αρραβώνων της με έναν Λοχαγό του Εθνικού Στρατού. Μόλις εκείνος χάνεται από νάρκη αφήνοντάς της μοναδικό ενθύμιο ένα φιλί κι ένα χάδι στα μαλλιά, ξεκινούν όλες οι συμφορές που σηματοδοτούν τον βασανισμένο βίο της και οι απώλειες τη χτυπούν σαν κύματα απανωτά: ο πατέρας πεθαίνει από έμφραγμα, η αδελφή της εγκαταλείπει το πατρικό τους ερωτευμένη με ένα «κόκκινο τομάρι», η μητέρα φεύγει ήσυχα στον ύπνο της. Έτσι, εκείνη κλείνεται ξανά στο σπίτι και στα βιβλία της. Μια χαραμάδα ελπίδας αχνοφαίνεται όταν μετακομίζει στην αδελφή της με την οποία επανασυνδέεται μετά από χρόνια, αποπέμπεται όμως κι από εκεί με τον πιο οδυνηρό τρόπο. Πώς να φανταστεί η δύστυχη ότι τα αγαπημένα της ανίψια θα αποδεικνύονταν τόσο αχάριστα κι αναξιοπρεπή;

Η Σταματία είναι μια γυναίκα με σχεδόν εμμονική προσκόλληση στο τρίπτυχο πατρίς-θρησκεία-οικογένεια. Διατηρώντας μέχρι κεραίας τις αρχές που έλαβε από τους γονείς της αντιμετωπίζει τους πάντες καλοπροαίρετα ενώ ο νους της αρνείται πεισματικά να σκεφτεί οτιδήποτε κακό. Η ζωή τρέχει, φεύγει, μεταβάλλεται δίπλα της κι εκείνη μένει εκεί, να την κρυφοκοιτάζει πίσω από την πόρτα του σπιτιού της γερά γαντζωμένη πάνω στον βράχο μιας τοξικής θρησκοληψίας κι ενός άγονου συντηρητισμού, πολιτικού και προσωπικού.

«Αχ βρε Σταματία…Εδώ ο κόσμος χάνεται κι εσύ…».

Μεγάλη γυναίκα πια και μοιάζει με μικρό παιδί έτσι όπως σμίγει τα φρύδια της κάθε φορά που θυμάται κάτι που τη δυσαρεστεί. Και πώς να μην θυμίζει, αφού στην ψυχή και στο σώμα της έκρυψε ισοβίως την αφέλεια και την αθωότητα ενός παιδιού; Καταλήγει εν τέλει μια φιγούρα άκρως συμπαθητική στους θεατές ενώ συχνά τους καθιστά «συνενόχους» τις στιγμές που εκμυστηρεύεται πότε με οργή και πότε με διάθεση συνωμοτική τις υποψίες της για την «αμαρτωλότητα» των άλλων: «Κακό λόγο για την Ελένη δεν θέλω να ειπώ, μα όσο να ’ναι και κοκκινάδι στο στόμα έβαζε και το μάτι της έπαιζε».

Σκηνοθέτης και ηθοποιός έχουν δουλέψει το υπέροχο κείμενο του Κώστα Σωτηρίου λέξη προς λέξη μέχρι να του εμφυσήσουν χρώματα, ανάσες, παύσεις και συγκινήσεις. Η καθοδήγηση του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου είναι διακριτική κι ανάλαφρη, χωρίς να το βαραίνει με διάφορα τεχνάσματα κι αφήνει ελεύθερη την πρωταγωνίστρια να δώσει το δικό της στίγμα σε έναν ρόλο που αποτυπώνεται στο μυαλό μας ως συνώνυμος του ονόματός της. Από την άλλη πλευρά, η Ελένη Ουζουνίδου πλάθει με όλο της το είναι μια προσωπικότητα φαινομενικά κωμική αλλά βαθιά τραγική. Η αφήγησή της είναι ορμητική, με γρήγορες εναλλαγές χροιάς φωνής, εικόνων και συναισθημάτων. Με αρμονικό συνταίριασμα σώματος-λόγου όταν υποδύεται και τα υπόλοιπα πρόσωπα που όρισαν το σύμπαν της και βλέμμα καθηλωτικό, καρφωμένο στο πουθενά, άλλοτε πιάνει κι αφήνει το φουστάνι της νευρικά κι άλλοτε πάλι παραδίνεται χαλαρή στις αναμνήσεις της. Η πιο κωμική σκηνή του περιστατικού με τη φίλη της τη Μεγάλη Εβδομάδα έρχεται σε έντονη αντίθεση με τη συγκινησιακή φόρτιση λίγο πριν το τέλος όπου παραριγμένη στο δωμάτιο ενός νοσοκομείου και σκεπασμένη με τα σεμεδάκια-σύμβολο του μικρόκοσμού της τραγουδά τους στίχους του «Ήρθες αργά».

Μεγάλο ατού της παράστασης η γλώσσα, ένα μείγμα καθαρεύουσας και δημοτικής που προσδίδει επιπλέον κωμικές πινελιές στην εξιστόρηση των γεγονότων. Δεν περνά απαρατήρητη και μια φευγαλέα αναφορά σε σύγχρονο ακροδεξιό κόμμα με τη μορφή των μαυροντυμένων νεαρών που συνοδεύουν τη Σταματία στην τράπεζα «για τον φόβο των αλλοδαπών».

Το ευφάνταστο σκηνικό της Μαγδαληνής Αυγερινού γεμίζει εξ ολοκλήρου τον χώρο με κεντητά πετσετάκια, ως επί το πλείστον λευκά, απομεινάρι της προίκας της ηρωίδας αλλά και του αγνού, ιδεατού κόσμου όπως εκείνη ήθελε να τον αντικρίζει. Εύστοχα η πόρτα με τα κάγκελα θυμίζει τη φυλακή στην οποία η ίδια καταδικάστηκε. Ταιριαστοί και οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη που γεννούν φως ή σκιές όπου χρειάζεται.

Το έργο αρχίζει και τελειώνει με το ίδιο συναίσθημα, της μοναξιάς. Όλη της τη ζωή η Σταματία περιφερόταν προσπαθώντας να εξαγοράσει με χρήματα την αγάπη. Φεύγοντας ο θεατής, μέσα από τις δοκιμασίες της Σταματίας σίγουρα θα έχει νιώσει κάτι γνώριμο και οικείο, κάτι δικό του ή κάποιου που ξέρει. 

Η παράσταση «Σταματία, το γένος Αργυροπούλου», παρουσιάζεται στο Θέατρο του Νέου Κόσμου