Η Σοφία Φιλιππίδου είναι μια ηθοποιός που ξέρει να ισορροπεί άψογα ανάμεσα στην κωμωδία και το δράμα. Όλα αυτά τα χρόνια την έχουμε δει να μεταμορφώνεται με το ιδιαίτερο υποκριτικό της ταπεραμέντο σε πολλές κωμικές ή δραματικές φιγούρες του ελληνικού και του διεθνούς ρεπερτορίου. Και καταφέρνει πάντοτε να κερδίσει τον θεατή, άλλοτε ως μπριόζα «Ιοκάστη» στο «Απόψε τρώμε στης Ιοκάστης» και άλλοτε ως «Γουίνι» στις «Ευτυχισμένες μέρες»… Είναι ιδιαιτέρως αναγνωρίσιμη και αγαπητή στο ευρύτερο κοινό, ενώ οι ρεπερτοριακές της επιλογές, δεν παύουν ποτέ να εκπλήσσουν ευχάριστα.

Μία τέτοια επιλογή είναι και το «Καθώς Ψυχορραγώ» του Φώκνερ, που ανεβαίνει σε λίγες μέρες στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων. Σκηνοθετεί η ίδια και με μία ομάδα νέων και ταλαντούχων ηθοποιών, ζωντανεύουν τις παράδοξες περιπέτειες μιας οικογένειας του αμερικάνικου νότου. Με αφορμή αυτό το ανέβασμα, μας διηγείται το πώς αποφάσισε να καταπιαστεί με το συγκεκριμένο κείμενο, ενώ παράλληλα κάνει λόγο για τις ποικίλες καλλιτεχνικές της ανησυχίες.

– Ένα από τα κορυφαία έργα του Φώκνερ, το «Καθώς ψυχορραγώ», μεταφέρεται στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων. Πείτε μας, πώς καταλήξατε σε αυτό το κείμενο και ποιες πλευρές του επιλέξατε να αναδείξετε σκηνοθετικά;

Σοφία Φιλιππίδου: Όπως πολύ συχνά συμβαίνει στην ζωή μας κάποιοι άνθρωποι που μας αγαπάνε μας συμβουλεύουν να κάνουμε έργα ή ονειρεύονται να κάνουν μαζί μας πράγματα… Στην περίπτωση μου, ο αγαπημένος μου φίλος, Μένης Κουμανταρέας, σκέφτηκε πως θα ήμουν ιδανική Άντρυ Μπάντρεν – η αγρότισσα στα μπαμπαμπακοχώραφα του Μισισιπή.

Πρόκειται για την κεντρική ηρωίδα του «Καθώς ψυχορραγώ» του Ουίλλιαμ Φώκνερ,  που μετέφρασε εκείνος το 1972…Την πρόταση μου μετέφερε η ψυχίατρος και μεταφράστρια Χλόη Κολύρη ως έκπληξη όταν εκείνος δεν ζούσε πια μιας που «έφυγε» ξαφνικά… Εγώ έπαιζα τότε τις «Ευτυχισμένες μέρες» στο Εθνικό Θέατρο…

Στην παράσταση μας επέλεξα να αναδείξω πρώτα την ρεαλιστική βάση του έργου και τους  χαρακτήρες (μητέρα, πατέρας και πέντε παιδιά- τέσσερα αγόρια και μια κόρη) την «υπόθεση» και έπειτα  τα αυτόματα πετάματα του Φώκνερ στον λογοτεχνικό του άχρονο τόπο… την ποιητική διάσταση των ηρώων, τις υποσυνείδητες διαδρομές, την μουσικότητα του έργου… τον ρυθμό του την θερμοκρασία του… και το μοντέρνο ή καινούργιο που αναδύεται σπάζοντας την φόρμα του κλασσικού…

– Σύμφωνα με τη δική σας ματιά, τι συμβολίζει η υπόσχεση στην νεκρή που μάχονται όλοι να κρατήσουν και τι τα ευτράπελα που αντιμετωπίζουν στο δρόμο για την εκπλήρωση αυτού του σκοπού;

Η Άντυ Μπάντρεν που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην πόλη και ακολούθησε τον άντρα της Ενς στα μπαμπακοχώραφα… δεν τον αγάπησε ποτέ, (αυτή ερωτεύτηκε τον αιδεσιμότατο με τον οποίο έκανε και τον αγαπημένο της γιο, το στολίδι της, τον Τζιούελ)… γι’ αυτό και μόνο τον λόγο επειδή ήταν ντυμένη στην μοναξιά, που ο άντρας της δεν μπόρεσε να διαπεράσει με τις λέξεις… αποφάσισε να τον εκδικηθεί ζητώντας του νωρίς ακόμη να την θάψει σαν πεθάνει πίσω εκεί που την πήρε… Για μένα αυτή η υπόσχεση είναι το έναυσμα  που βάζει  σε κίνηση την  οικογένεια, με την παραδοσιακή δομή της και την προσκόλληση της στην μικρή, μοναχική κλειστή και στερημένη  ζωή στην επαρχία.

Αυτό το φαινομενικά παράλογο «κόλλημα»  του μυαλού, γίνεται σπίθα που βάζει τον Ενς – έναν άνθρωπο της ακινησίας – σε κίνηση και όλη την οικογένεια στην περιπέτεια αφού κόντρα στην καταιγίδα κουβαλούν το κιβούρι μέσα στην λάσπη εννιά μέρες για να το θάψουν στο Τζέφερσον… Έχει όμως και ο καθένας κάτι ακόμη στο μυαλό του… η υπόθεση της υπόσχεσης κρύβει από πίσω επιθυμίες: ο ένας θέλει να αγοράσει μασέλα…  ο άλλος να πάρει ένα φωνόγραφο, άλλος ένα τρενάκι, η Ντιούη Ντελ να ρίξει το παιδί που χει στη κοιλιά της από ένα παράνομο έρωτα κλπ.

– Ποιο είναι το πιο ενδιαφέρον στοιχείο στην γραφή του Φώκνερ, κατά την γνώμη σας;

Το ότι σπάει την κλασσική φόρμα του μυθιστορήματος, βάζει τους χαρακτήρες να μιλούν για το ίδιο θέμα από την δική τους υποκειμενική σκοπιά και σαν ένας μεγάλος ζωγράφος του κυβιστικού κινήματος, που κοιτάζει ένα αντικείμενο από όλες τις όψεις, δημιουργεί μια νέα εικόνα… Έπειτα αυτό που απογειώνει την γραφή του είναι ότι βάζει στο στόμα των χαρακτήρων μια ιδιωματική γλώσσα, αλλά από την άλλη τους κάνει πότε λόγιους και άλλοτε μικρούς ποιητές.

– Σας βλέπουμε τα τελευταία χρόνια να στρέφεστε σε πιο μοντέρνα κείμενα. Με ποια κριτήρια αναζητάτε τα έργα με τα οποία θα ασχοληθείτε; Πώς «οδηγείστε» σε αυτά;

Ψάχνοντας, διαβάζοντας, αναζητώντας και επειδή ξέρω πλέον  τι θέλω να πω την δεδομένη στιγμή, πέφτω πάνω σε αυτό που αναζητώ… ή μου το βρίσκουν οι φίλοι μου όπως στην περίπτωση του «Καθώς ψυχορραγώ».

– Ξεκινήσατε να σκηνοθετείτε έργα από νωρίς. Πλέον, πώς ισορροπείτε μεταξύ της υποκριτικής και της σκηνοθεσίας; Είναι εύκολο ή δύσκολο για έναν επαγγελματία ηθοποιό να καταπιαστεί με αυτό;

Για μένα είναι η μεγάλη πηγή έμπνευσης η σκηνοθεσία… είναι το καλύτερο ταξίδι, το πιο ενδιαφέρον παιχνίδι, να ενώνεις ανθρώπους, αισθήματα, συγκινήσεις και όλες τις τέχνες  για να κάνεις μια παράσταση… Είναι δύσκολο ναι αλλά πολύ γόνιμο αν γίνεται με γνώση, σύνεση, ενθουσιασμό και αγάπη και αν υπάρχει ταλέντο.

– Δουλέψατε αρκετά στο Ελεύθερο θέατρο και ασχοληθήκατε με την Επιθεώρηση. Τι θυμάστε πιο έντονα από εκείνη την εποχή; Θα μπορούσατε μελλοντικά να επιστρέψετε σε αυτήν ή νιώθετε ότι στην παρούσα φάση δεν σας αφορά;

Θυμάμαι τις ουρές στα θέατρα, τον ανταγωνισμό, τα γέλια του κοινού το χειροκρότημα και την βοή… Όμως μετά την τηλεόραση, το διαδίκτυο και το youtube, η «επιθεώρηση» και η σάτιρα κινείται με άλλες ταχύτητες. Δεν ξέρω – στην χρονική στιγμή που ζούμε – αν είναι δυνατόν να αντέξει μια επιθεώρηση στο θέατρο. Πρέπει να αλλάξει η μορφή της και να πάει προς κάτι πιο διαχρονικό διονυσιακό και ουσιαστικό μακριά από επικαιρότητες που δεν τις προλαβαίνουμε…

– Στην πορεία σας αναμετρηθήκατε επιτυχημένα με πολλά είδη, από θέατρο ρεπερτορίου, μέχρι σάτιρα. Αισθανθήκατε ποτέ ότι το ευρύ κοινό ίσως σας έχει ταυτίσει παραπάνω με την κωμωδία, λόγω κάποιων ανάλογων χαρακτηριστικών υποκριτικών σας στιγμών;

Ναι, το ευρύ κοινό με γνωρίζει από τις μεγάλες μου επιτυχίες στην κωμωδία και από τις εμφανίσεις μου στην τηλεόραση. Είναι αλήθεια ότι αγαπώ την κωμωδία και πιστεύω σ’ αυτήν. Είναι αποθεωτικό να ξέρεις να κάνεις τον κόσμο να γελά… να παίζεις κωμωδία. Χαίρομαι πολύ που έχω αυτήν την τεράστια πείρα πάνω σ’ αυτό το είδος και πάντα ανατρέχω σ’ αυτή όταν θέλω να φτάσω στην γελοιότητα μιας υπερβολικά δραματικής κατάστασης…

– Θα ήθελα να μας πείτε δύο λόγια για τα χρόνια της Πειραματικής Σκηνής της «Τέχνης» στην Θεσσαλονίκη και τι ουσιαστικά αποκομίσατε από αυτήν ως καλλιτέχνιδα.

Η πειραματική σκηνή της «Τέχνης» όπως και το θεατρικό εργαστήρι της «Τέχνης» πριν από αυτήν ήταν τα σχολεία όπου έμαθα την τέχνη του ομαδικού θεάτρου. Ανεβάσαμε έργα ρεπερτορίου, όλα τα είδη, ρεαλιστικό θέατρο τραγωδία, δράμα, παράλογο, σουρεαλισμό,  αποστασιοποίηση … όλα… όλοι μαζί. Μεγάλο μάθημα η ομαδική δουλειά και χρήσιμο να πιστεύεις  στην ιδεολογία πως με την τέχνη σου θα αλλάξεις τον κόσμο: Να ανεβάσεις την πέτρα στην κορυφή… είναι ένα καλό κίνητρο… κι ας κατρακυλήσει πάλι η πέτρα με μεγάλη φόρα στην κατηφόρα…

– Έχετε μια ιδιαίτερα ενεργή παρουσία στο διαδίκτυο, αποτυπώνοντας αρκετές σκέψεις εκεί. Ποια η σχέση σας με το μέσο και πώς βλέπετε αυτήν την ψηφιακή εποχή;

Το διαδίκτυο είναι το προσωπικό μου γραφείο. Από ’κει κάνω πλέον όλες μου τις δουλειές. Άλλαξε τη ζωή μου προς το καλύτερο. Η ψηφιακή εποχή είναι επανάσταση.

– Έχει κυκλοφορήσει και ένα βιβλίο σας, με κείμενα από τα χρόνια της έντυπης αρθρογραφίας σας. Σχεδιάζετε να εκδώσετε κάτι ακόμη;

Ναι, σκέφτομαι να γράψω ένα μυθιστόρημα, να εκδώσω τρεις μεταφράσεις μου και έχω σχεδιάσει ένα θεατρικό έργο… έχω πολλά τετράδια με σημειώσεις, ιδέες, σκέψεις και όνειρα που θέλω να βάλω σε τάξη.

 Κλείνοντας αυτήν την συνέντευξη, θα θέλατε να μας πείτε μια προσδοκία για το μέλλον;

Θέλω να είμαι καλά και να συνεργάζομαι με νέους ανθρώπους…


Η παράσταση «Καθώς Ψυχορραγώ» ανεβαίνει στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων.